Ο θρυλικός Σίντνεϊ Πουατιέ, ο πρώτος Αφροαμερικανός που τιμήθηκε με Όσκαρ, Α΄ Ανδρικού Ρόλου για την ερμηνεία του στην ταινία «Κάτω από το βλέμμα του Θεού» (1963), ο ηθοποιός που με την υποκριτική του άνοιξε τις δεκαετίες του 1950 και 1960 -μαζί με τον Χάρι Μπελαφόντε- τον δρόμο για τις επόμενες γενιές των Αφροαμερικανών ηθοποιών, πέθανε σε ηλικία 94 ετών.
Η πλούσια καριέρα του εκτεινόταν σε επτά δεκαετίες και περιελάμβανε εμβληματικούς ρόλους σε κλασικές ταινίες του Χόλιγουντ, όπως «A Raisin in the Sun», «Guess Who’s Coming to Dinner» και «Uptown Saturday Night».
Την είδηση του θανάτου του ανακοίνωσε ο υπουργός Εξωτερικών των Μπαχαμών, Φρεντ Μίτσελ.
Ο πρωθυπουργός της χώρας Τσέστερ Κούπερ μιλώντας για την απώλεια του Πουατιέ είπε ότι αισθάνεται «λύπη που δεν θα είναι πια εδώ για να του πει πόσα σημαίνει για εμάς, αλλά και γιορτή επειδή έκανε τόσα πολλά για να δείξει στον κόσμο ότι άνθρωποι από το πιο ταπεινό σημείο εκκίνησης μπορούν να αλλάξουν τον κόσμο. Χάσαμε ένα εμβληματικό πρόσωπο, έναν ήρωα, έναν μέντορα, έναν αγωνιστή, έναν εθνικό θησαυρό», κατέληξε.
Ο Κούπερ δεν διευκρίνισε τα αίτια του θανάτου του Πουατιέ, του καλλιτέχνη και διπλωμάτη που ενέπνευσε μια ολόκληρη γενιά την περίοδο τους κινήματος των πολιτικών δικαιωμάτων των Αφροαμερικανών.
Ο Πουατιέ δημιούργησε μια ξεχωριστή κινηματογραφική κληρονομιά μέσα σε έναν χρόνο, το 1967, με τρεις ταινίες που έσπασαν τα ταμεία αλλά και τις φυλετικές «γραμμές». Στο «Μάντεψε ποιος θα έρθει το βράδυ» έπαιζε έναν μαύρο που αρραβωνιάζεται μια νεαρή λευκή Αμερικανίδα. Στην «Ιστορία ενός εγκλήματος» υποδύθηκε τον Βέρτζιλ Τιμπς, έναν μαύρο αστυνομικό που έρχεται αντιμέτωπος με τον ρατσισμό ερευνώντας μια δολοφονία. Έπαιξε επίσης έναν καθηγητή σε ένα σκληρό σχολείο του Λονδίνου, στην ταινία «Στον κύριό μας με αγάπη».
Ο Πουατιέ γεννήθηκε το 1927 στο Μαϊάμι, αλλά μεγάλωσε στις Μπαχάμες -τότε βρετανική αποικία- που ήταν η γενέτειρα των γονιών του (οι οποίοι ταξίδευαν στο Μαΐάμι για να πουλήσουν ντομάτες και άλλα προϊόντα της φάρμας τους) και επέστρεψε στις ΗΠΑ σε ηλικία 15 ετών μαζί με τον αδελφό του. Άρχισε να εργάζεται και δύο χρόνια μετά εγκαταστάθηκε στη Νέα Υόρκη, μέχρι που υπηρέτησε στο στρατό κατά τη διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου. Όταν απολύθηκε πέρασε από ακρόαση και έγινε δεκτός στο Αμερικανικό Θέατρο Νέγρων.
Ο Πουατιέ ξεκίνησε τις εμφανίσεις του στο Αμερικανικό Θέατρο Νέγρων, αλλά το κοινό τον αποδοκίμασε. Οι περισσότεροι μαύροι ηθοποιοί της εποχής ήταν καλλίφωνοι, αλλά ο Πουατιέ δε διέθετε μουσικό αυτί, πράγμα που τον καθιστούσε μη ικανό να τραγουδήσει. Αποφασισμένος να βελτιώσει τις υποκριτικές του δυνατότητες και να ξεφορτωθεί την προφορά που υποδήλωνε την καταγωγή του από τις Μπαχάμες, πέρασε έξι μήνες μελετώντας ώστε να έχει επιτυχία στο θέατρο. Η δεύτερή του απόπειρα στο θέατρο ήταν επιτυχημένη και τον οδήγησε στον πρωταγωνιστικό ρόλο στην θεατρική παράσταση Λυσιστράτη (βασισμένη στην ομώνυμη κωμωδία του Αριστοφάνη) στο Μπρόντγουεϊ, που του χάρισε καλές κριτικές.
Εκεί τον πρόσεξε κι ο διευθυντής της 20th Century Fox, Ντάριλ Φ. Ζάνουκ, που τον προσέλαβε για να συμμετάσχει στην ταινία του Τζόζεφ Λ. Μάνκιεβιτς «Το Μίσος Προστάζει» (No Way Out, 1949) στο ρόλο ενός γιατρού που απειλείται από έναν λευκό άνδρα τον οποίο υποδύθηκε ο Ρίτσαρντ Γουίντμαρκ. Η ερμηνεία του τον οδήγησε σε περισσότερους ρόλους, οι περισσότεροι από τους οποίους ήταν αξιοσημείωτοι, σε σχέση με εκείνους που προσέφεραν σε άλλους Αφροαμερικανούς ηθοποιούς της περιόδου. Καθιερώθηκε με τη συμμετοχή του στην ταινία «Η Ζούγκλα του Μαυροπίνακα» (Blackboard Jungle, 1955), όπου εμφανίστηκε στο ρόλο μαθητή μιας ανεπίδεκτης τάξης πλάι στον Γκλεν Φορντ.
Ο Πουατιέ ήταν ο πρώτος Αφροαμερικανός ηθοποιός που έλαβε υποψηφιότητα για Όσκαρ Α′ Ανδρικού Ρόλου για την ταινία του 1958 «Όταν σπάσαμε τις αλυσίδες» (The Defiant Ones). Ήταν επίσης ο πρώτος ηθοποιός που κέρδισε το βραβείο (για την ταινία «Κάτω από το Βλέμμα του Θεού» (Lillies of the Field) το 1963). (Είχαν προηγηθεί οι βραβεύσεις της Χάτι ΜακΝτάνιελ που βραβεύτηκε με Όσκαρ Β′ Γυναικείου Ρόλου για την ταινία Όσα Παίρνει ο Άνεμος (Gone With the Wind, 1939) κι του Τζέιμς Μπάσκετ που έλαβε τιμητικό βραβείο όσκαρ για την ερμηνεία του στην ταινία της Ντίσνεϊ Τραγούδι του Νότου (Song of the South). Παρά τη νίκη του ο Πουατιέ, φοβόταν ότι η Κινηματογραφική Βιομηχανία του παραχώρησε το βραβείο μόνο και μόνο για τις εντυπώσεις και για να του απαγορεύσει μεγαλύτερες και σημαντικότερες απαιτήσεις στο μέλλον. Την επόμενη χρονιά της νίκης του δούλεψε ελάχιστα και παρέμεινε ο μοναδικός Αφροαμερικανός ηθοποιός του Χόλιγουντ με επιτυχία, αλλά οι ρόλοι που του προσέφεραν ήταν αδιάφοροι.
Το 1959 ηθοποιός εμφανίστηκε στο Μπρόντγουεϊ στη θεατρική παράσταση Ένα Σταφύλι στον Ήλιο, έργο το οποίο μεταφέρθηκε έπειτα με επιτυχία στη μεγάλη οθόνη με πρωταγωνιστή τον ίδιο. Το 1965 έδωσε αξιομνημόνευτες ερμηνείες στις ταινίες Βυθίσατε το Υποβρύχιο U-128 (The Bedford Incident) και Τυφλός Άγγελος (A Patch of Blue) πλάι στις Ελίζαμπεθ Χάρτμαν και Σέλλεϊ Γουίντερς. Το 1967 απεδείχθη η εμπορικότερή του χρονιά με τρεις ταινίες του να είναι οι δημοφιλέστερες της χρονιάς: Ιστορία ενός Εγκλήματος (In the Heat of the Night), Μάντεψε Ποιος θα Έρθει το Βράδυ (Guess Who’s Coming to Dinner) και Στον Κύριο μας με Αγάπη (To Sir, with Love). Στην ταινία Η Ιστορία Ενός Εγκλήματος έλαβε έναν από τους δημοφιλέστερους του ρόλους, ως αστυνομικός Βέρτζιλ Τιμπς. Ο χαρακτήρας του Τιμπς εμφανίστηκε σε άλλες δυο ταινίες με πρωταγωνιστή τον Πουατιέ Με Λένε Κύριο Τιμπς (They Call Me MISTER Tibbs!, 1970) και Η Οργάνωση (The Organization, 1971) που δεν είχαν την επιτυχία του πρωτότυπου. Το 1968 έγραψε το σενάριο της ταινίας Για την Αγάπη της Άιβι (For Love of Ivy), όπου ανέλαβε επίσης τον πρωταγωνιστικό ρόλο.
Ο Τύπος άρχισε να κατηγορεί τον Πουατιέ ότι είχε τυποποιηθεί σε εξιδανικευμένους ρόλους Αφροαμερικανών, στους οποίους δεν επιτρεπόταν να έχουν σεξουαλικά η προσωπικά πάθη κι ελαττώματα, όπως συνέβαινε για παράδειγμα με το χαρακτήρα που ερμήνευσε στην ταινία Μάντεψε ποιος θα ’ρθει το βράδυ. Ο Πουατιέ είχε αντιληφθεί αυτό που συνέβαινε, αλλά αμφιταλαντευόταν πάνω στο θέμα: ήθελε μεγαλύτερη ποικιλία ρόλων αφενός, αφετέρου ήθελε να αποτινάξει το στερεότυπο με το οποίο παρουσίαζε η κινηματογραφική βιομηχανία τους μαύρους. Αυτός ήταν κι ένας από τους λόγους που απέρριψε το ρόλο του Οθέλλου στην ομώνυμη τηλεοπτική μεταφορά του θεατρικού του Σαίξπηρ από το κανάλι NBC.
Ο Πουατιέ σκηνοθέτησε αρκετές ταινίες. Έκανε το ντεμπούτο του στο σκηνοθετικό τιμόνι το 1972 με την ταινία Οι Δυο Συνένοχοι (Buck and the Preacher), όπου συμπρωταγωνίστησε με τον Χάρι Μπελαφόντε. Η εμπορικότερη ταινία που σκηνοθέτησε ήταν το Τώρα… δεν μας Σταματάει Τίποτα (Stir Crazy, 1980) που θεωρούταν για πολλά χρόνια η μεγαλύτερη εμπορική επιτυχία από Αφροαμερικανό σκηνοθέτη. Πρωταγωνιστές της ήταν ο Ρίτσαρντ Πράιορ και ο Τζιν Γουάιλντερ. Το 1974 σκηνοθέτησε ξανά τον Χάρι Μπελαφόντε, μαζί με τον φίλο του Μπιλ Κόσμπι στην ταινία Uptown Saturday Night. Το 1975 σκηνοθέτησε ξανά τον Μπιλ Κόσμπι στην ταινία Οι Κατεργάρηδες (Let`s Do It Again). Η ταινία του 1977 A Piece of Action σηματοδότησε την αρχή της αποχής του από την υποκριτική προκειμένου να αφοσιωθεί στη σκηνοθεσία. Επέστρεψε στην υποκριτική το 1988 με τη συμμετοχή του στην ταινία Φονική Καταδίωξη (Shoot to Kill).
Ο Πουατιέ παντρεύτηκε δύο φορές και απέκτησε έξι κόρες, ενώ έγραψε και τρία αυτοβιογραφικά βιβλία. «Αν προσπαθήσεις να δεις με τη λογική την καριέρα μου, δεν θα πας και πολύ μακριά. Το ταξίδι ήταν απίστευτο, από την αρχή. Μου φαίνεται ότι μεγάλο μέρος της ζωής καθορίζεται από το τυχαίο», είχε δηλώσει σε συνέντευξη του στη Washington Post.
Το 1974 η βασίλισσα Ελισάβετ τον έχρισε ιππότη, ενώ αργότερα υπηρέτησε ως πρεσβευτής των Μπαχαμών στην Ιαπωνία και την Unesco. Μεταξύ 1994-2003 ήταν επίσης μέλος στο διοικητικό συμβούλιο της Walt Disney Co.
Το 2009 του απονεμήθηκε από τον πρόεδρο Μπαράκ Ομπάμα η ύψιστη τιμή για πολίτη στις ΗΠΑ, το Προεδρικό Μετάλλιο της Ελευθερίας.
To 2002 ο Πουατιέ έλαβε Τιμητικό Όσκαρ για τη συνεισφορά του στην 7η τέχνη.
Ακολουθήστε το tameteora.gr στο Google News!