Σε ηλικία 87 ετών απεβίωσε ο μεγάλος Έλληνας ηθοποιός. Ο Κώστας Καζάκος νοσηλευόταν στο νοσοκομείο Ευαγγελισμός με αναπνευστικά προβλήματα.
Ο Κώστας Καζάκος γεννήθηκε στις 29 Μαΐου του 1935 στον Πύργο Ηλείας από πατέρα μανιάτικης καταγωγής. Ηθοποιός, σκηνοθέτης και πρώην βουλευτής, άνθρωπος στωικός, σοβαρός και με «ατσάλινο νευρικό σύστημα». «Δίνουμε εξετάσεις δύο φορές τον χρόνο, δύο φορές τον χρόνο ψάχνουμε δουλειά», έλεγε. «Είναι άγρια η συνθήκη για τον κόσμο του θεάτρου».
«Μεγαλώσαμε με καλές συνθήκες, αλλά μετά είχαμε ανατροπές, πουλήσαμε σπίτια» έλεγε, όταν θυμόταν τις μεγάλες δυσκολίες που αντιμετώπισε η οικογένειά του λόγω των πολιτικών της φρονημάτων. Ήταν δεκατριών ετών όταν μετακόμισαν στην Αθήνα. Ο πατέρας του, στατιστικός υπάλληλος της Νομαρχίας Πύργου, ήταν εξορία, ο ίδιος δούλευε για να συντηρήσει την οικογένεια και παράλληλα φοιτούσε στο Νυχτερινό Γυμνάσιο Παγκρατίου. Τελείωσε το σχολείο το 1952 «από μανία», όπως έλεγε, «είχα μάθει τέχνες, χαμαλίκια, τα αδέλφια μου ήταν μωρά, αλλά αντέξαμε, κανονικά θα έπρεπε να έχουμε χαθεί. Η μάνα μου ήταν το στήριγμα, μου μετέφερε τις ευθύνες του πατέρα και αυτό με κράτησε όρθιο σε μια άγρια κατάσταση, ήταν ζούγκλα η Αθήνα τότε για εμάς από την επαρχία. Αλλά και το πάθος για τα γράμματα έπαιξε καθοριστικό ρόλο, με κράτησε ενεργό, όλα τα παιδιά της οικογένειας έμαθαν γράμματα», έλεγε.
«Ένα από τα χαρακτηριστικά μου είναι πως με ό,τι και να καταπιανόμουν έπεφτα με τα μούτρα, προσπαθούσα να το κάνω με όλο μου το είναι. Ό,τι και να γινόμουν, θα το έκανα με όλες μου τις δυνάμεις».
Ο Κώστας Καζάκος είχε εντελώς άλλες επιθυμίες, ήθελε να γίνει φιλόλογος. «Ποτέ δεν σκέφτηκα να γίνω ηθοποιός και πάλευα να ετοιμαστώ για μια τέτοια κατεύθυνση». Πήγε να γραφτεί στη Φιλοσοφική, αλλά λόγω των αριστερών φρονημάτων της οικογένειάς του δεν έγινε δεκτός. Η πόρτα του πανεπιστημίου έκλεισε για πάντα, αλλά το κυνηγητό εναντίον της οικογένειας συνεχίστηκε όλη τη δεκαετία του ’50, κατά την οποία, όπως θυμόταν, άλλαξαν σαράντα γειτονιές.
Μπήκε στην κινηματογραφική σχολή του Σταυράκου που εκείνη την εποχή ήταν σαν ανοιχτό λαϊκό πανεπιστήμιο μόνο και μόνο για να μπει σε έναν χώρο που είχε σχέση με τα γράμματα. Μαθήματα έκαναν τότε ο Καμπανέλλης, ο Βολανάκης, που ήταν νεαρός αξιωματικός, ο Θεοδωράκης, ο Τσαρούχης.
Αυτός ο κόσμος τον γοήτευσε και δούλεψε γι’ αυτόν με προσήλωση. Η πρώτη του εμφάνιση στο σινεμά ήταν το 1956 στη σατιρική ταινία του Γρηγόρη Γρηγορίου που ήταν καθηγητής στη σχολή, την «Αρπαγή της Περσεφόνης», σε σενάριο του Ιάκωβου Καμπανέλλη. Έπαιξε τον Πλούτωνα, έτσι γνώρισε τον Κάρολο Κουν, που έκανε μαθήματα στη Σχολή Σταυράκου, και πήγε στη σχολή του Θεάτρου Τέχνης.
«Ένα από τα χαρακτηριστικά μου είναι πως με ό,τι και να καταπιανόμουν έπεφτα με τα μούτρα, προσπαθούσα να το κάνω με όλο μου το είναι. Ό,τι και να γινόμουν θα το έκανα με όλες μου τις δυνάμεις», έλεγε, «θα έδινα τον καλύτερο εαυτό μου όποια δουλειά και να έκανα, είναι το είδος μου τέτοιο που βάζω το κεφάλι κάτω και δουλεύω. Και ο Κουν γι’ αυτό με κράτησε».
Ο πρώτος μεγάλος του ρόλος ήταν στον «Κύκλο με την κιμωλία» του Μπρεχτ σε σκηνοθεσία Κάρολου Κουν το 1957.
«Ήμουν φροντιστής στο θέατρο και έπαιζα μικρούς ρόλους, αλλά στο τρίτο έτος, μετά τον “Κύκλο με την κιμωλία”, ξεκίνησα να παίζω στο “Ψηλά απ’ τη γέφυρα”. Εκεί σκέφτηκα ότι πατούσα στα πόδια μου. Βέβαια η αμφισβήτηση είναι κάτι μόνιμο, αλλά με τον χρόνο καταλάβαμε τις εσωτερικές διεργασίες, το κίνητρο για να κάνουμε ό,τι κάνουμε. Το κερδίσαμε δίπλα στον Κουν, χάρη στην ευγένεια, την πνευματική ακτινοβολία και τους υψηλούς πνευματικούς στόχους που είχε. Δεν τους καταλαβαίναμε καν, αλλά μας ενέπνεε ώστε να προσπαθούμε να πετύχουμε. Ήταν το μεγάλο κίνητρο. Ήταν μοναστήρι το Θέατρο Τέχνης, κλεινόμασταν μερόνυχτα εκεί, στο Υπόγειο».
Στη συνέχεια έφτιαξαν μια ομάδα με τον Λεωνίδα Τριβιζά που την ονόμασαν «Ελεύθερο Θεάτρο», έναν συνεταιρικό θίασο που ανέβασε έξι παραστάσεις.
Την τεράστια πείρα που απέκτησε από την περίοδο αυτή την ανέφερε πάντα.
Έπαιξε σημαντικούς ρόλους σε σπουδαία έργα συγγραφέων όπως ο Ιάκωβος Καμπανέλλης («Η αυλή των θαυμάτων»), ο Άρθουρ Μίλερ («Ψηλά απ’ τη γέφυρα»), ο Κάρλο Γκολντόνι («Λοκαντιέρα»), ο Ζαν-Πολ Σαρτρ («Νεκροί χωρίς τάφο»), ο Τενεσί Γουίλιαμς («Γυάλινος Κόσμος»), σε έργα του Σοφοκλή («Αντιγόνη») και του Αριστοφάνη («Όρνιθες») στο Θέατρο Τέχνης και στους θιάσους της Κυρίας Κατερίνας, του Αλέκου Αλεξανδράκη, της Άννας Συνοδινού και της Έλλης Λαμπέτη.
Ακολούθησαν ταινίες όπως το «Μπλόκο» του Άδωνι Κύρου (1965), το «Παρελθόν μιας γυναίκας» (1968) του Γιάννη Δαλιανίδη, η «Λεωφόρος του μίσους» (1968) και «Πεθαίνω κάθε ξημέρωμα» (1969) του Νίκου Φώσκολου, «Μια γυναίκα στην Αντίσταση» (1970) του Ντίνου Δημόπουλου, η «Λυσιστράτη» (1972) του Γιώργου Ζερβουλάκου, η «Ιφιγένεια» (1977) του Μιχάλη Κακογιάννη, ο «Άνθρωπος με το γαρύφαλλο» (1980) του Νίκου Τζήμα, ο «Δραπέτης» (1991) του Λευτέρη Ξανθόπουλου και άλλες.
Στα γυρίσματα του πολεμικού δράματος του Ντίνου Δημόπουλου σε σενάριο Νίκου Φώσκολου «Κοντσέρτο για πολυβόλα» έγινε ζευγάρι με την Τζένη Καρέζη και παντρεύτηκαν το 1968. Εν όψει του γάμου, ο Κώστας Καζάκος, που ήταν πάντα πολιτικοποιημένος, κλήθηκε από την αστυνομία να υπογράψει δήλωση μετανοίας. Το 1969 γεννήθηκε ο γιος τους Κωνσταντίνος. Έζησαν μαζί ως ζευγάρι μέχρι τον θάνατο της Τζένης Καρέζη το 1992.
Ο θίασος Κώστα Καζάκου – Τζένης Καρέζη έκανε την πρώτη του εμφάνιση το 1968 με το έργο «Θεοδώρα η μεγάλη» του Γεωργίου Ρούσσου. Ακολούθησε μια παράσταση θρυλική μέχρι τις μέρες μας, το «Μεγάλο μας τσίρκο» (1973), που αποτέλεσε έναν πυρήνα αντίστασης στη χούντα των συνταγματαρχών. Δημιουργός του θεατρικού έργου ήταν ο Ιάκωβος Καμπανέλλης και η μουσική του Σταύρου Ξαρχάκου. Τα τραγούδια ερμήνευε επί σκηνής ο Νίκος Ξυλούρης.
Η πρεμιέρα του έργου δόθηκε στις 22 Ιουνίου 1973 στο θέατρο Αθήναιον της οδού Πατησίων, που βρισκόταν απέναντι από το Πολυτεχνείο. Η αλληγορία του κατόρθωσε έξυπνα να διαφύγει τη λογοκρισία, δίνοντας αποφασιστικά χτυπήματα κατά της δικτατορίας.
Λίγο πριν από τα γεγονότα του Πολυτεχνείου το έργο διακόπηκε βίαια από τη χούντα. Η Καρέζη και ο Καζάκος συνελήφθησαν και κρατήθηκαν στο ΕΑΤ-ΕΣΑ, ενώ συνελήφθησαν εκ νέου κατά την εξέγερση του Πολυτεχνείου. Τον Δεκέμβριο της ίδιας χρονιάς το έργο ανέβηκε ξανά με μεγαλύτερη επιτυχία.
Έπαιξαν μαζί στις παραστάσεις των έργων «Κυρία δεν με μέλει» του Βικτοριέν Σαρντού (1970), «Ποιος φοβάται τη Βιρτζίνια Γουλφ;» (1982) του Έντουαρντ Άλμπι σε σκηνοθεσία του Ζιλ Ντασέν και «Διαμάντια και μπλουζ» (1990) της Λούλας Αναγνωστάκη, που ήταν και η τελευταία κοινή τους εμφάνιση.
Στην τηλεόραση ο Κώστας Καζάκος πρωτόπαιξε με την Τζένη Καρέζη το 1973 στη σειρά «Μαρίνα Αυγέρη», σε σενάριο της Καρέζη, το οποίο υπέγραψε με το ψευδώνυμο Παυλίνα Μπόταση, συνέχισε με τις σειρές «Η μεγάλη περιπέτεια» (1976) και «Μαύρη χρυσαλλίδα» (1990) –και οι δύο με την Τζένη Καρέζη–, και με τον «Μεγάλο Ξεσηκωμό (1977), όπου κρατούσε τον ρόλο του Οδυσσέα Ανδρούτσου. Η τελευταία του εμφάνιση ήταν στην καθημερινή σειρά «Βέρα στο δεξί».
Μετά τον θάνατο της Τζένης Καρέζη ανέβασε τον «Θάνατο του εμποράκου» (1993) του Άρθουρ Μίλερ και την «Όπερα της πεντάρας» (1993) του Μπέρτολτ Μπρεχτ σε σκηνοθεσία Ζιλ Ντασέν, την «Αντιγόνη» (1995) του Σοφοκλή σε σκηνοθεσία Μίνωα Βολανάκη, τον «Βασιλιά Λιρ» (1996) του Σαίξπηρ, το «Περιμένοντας τον Γκοντό» του Σάμιουελ Μπέκετ (1997) κ.ά.
«Κάναμε ό,τι μπορούσαμε», έλεγε όταν αναφερόταν στους ρόλους που έπαιξε, «αλλά τους ρόλους τους αποχωριζόμαστε διά παντός, δεν έχουμε ρεπερτόριο για να τους ξανασυναντήσουμε, περνάνε τα χρόνια και λες “να είχα τον ρόλο στα χέρια μου τώρα”».
Πολιτικά ενταγμένος στο ΚΚΕ, ο Κώστας Καζάκος διετέλεσε πρόεδρος της Πανελλήνιας Πολιτιστικής Κίνησης (ΠΑΠΟΚ), ενός καλλιτεχνικού οργανισμού που ιδρύθηκε με πρωτοβουλία του ΚΚΕ και προσέφερε αξιόλογο πολιτιστικό έργο από τα μέσα της δεκαετίας του ’70 έως και τις αρχές της δεκαετίας του ’90. Από το 2007 έως το 2012 διετέλεσε βουλευτής Επικρατείας του ΚΚΕ.
Υπήρξε αντιπρόεδρος του Ελληνικού Κέντρου του Διεθνούς Ινστιτούτου Θεάτρου. Είναι ιδρυτικό μέλος του Ελληνοαραβικού Συνδέσμου και ιδρυτής του ιδρύματος «Τζένη Καρέζη». Έχει τιμηθεί με το Βραβείο της Ένωσης Θεατρικών Συγγραφέων και Κριτικών για το σύνολο της προσφοράς του.
Από το 1997 ο Κώστας Καζάκος ήταν παντρεμένος με την ηθοποιό Τζένη Κόλλια, με την οποία απέκτησε τρία παιδιά.
«Χωρίς το κοινό ο ηθοποιός δεν έχει καμία υπόσταση», έλεγε. «Σε αυτήν τη δουλειά δεν προλαβαίνουμε να κοιτάξουμε πίσω, να κάνουμε απολογισμό. Περνούν τα χρόνια και πάντα αισθανόμαστε ότι ξεκινάμε τώρα».
Ακολουθήστε το tameteora.gr στο Google News!