Η σπουδαία Ελληνίδα ηθοποιός Ειρήνη Παππά πέθανε σε ηλικία 96 ετών.
«Το χωριό μου μ’ έμαθε τον τρόπο που παίζω. Όλες οι μνήμες που παραμένουν ζωντανές, η παιδική ηλικία, τα νερά, τα πουλιά, το φεγγάρι, η αστροφεγγιά, οι ίσκιοι, το κριτς-κριτς που κάνουν τα φυτά μέσα στη νύχτα καθώς μεγαλώνουν, κι εσύ τ’ ακούς ενώ κοιμάσαι σε μια ταράτσα, και το πρωί τα βλέπεις δέκα πόντους μακρύτερα».
Αυτά έλεγε η Ειρήνη Παππά σε μία από τις τελευταίες της τηλεοπτικές συνεντεύξεις, θέλοντας να εξηγήσει όλη της την κοσμοθεωρία τόσο σε σχέση με την τέχνη της υποκριτικής όσο και με τη στάση ζωής που ακολούθησε καθόλη τη διάρκεια της εντυπωσιακής διεθνούς κινηματογραφικής της καριέρας.
Γεννημένη στις 3 Σεπτεμβρίου του 1926 –η ίδια διατεινόταν ότι γεννήθηκε το 1929‒ στο Χιλιομόδι Κορινθίας, ήταν το τέταρτο και τελευταίο κορίτσι της οικογένειας Λελέκου, όπου όλοι, πατέρας, μητέρα και θεία ήταν δάσκαλοι.
Έτσι, από τη μια μεγάλωσε δίπλα στη φύση και τις αφηγήσεις της γιαγιάς της, που, όπως έλεγε, ήταν σπουδαία παραμυθατζού, σαν τη μάνα της, και από την άλλη καθοριστική υπήρξε η επιρροή του πατέρα της, ο οποίος της εμφύσησε από νωρίς την αγάπη για την αρχαία ελληνική γραμματεία.
Στη μακρόχρονη καριέρα της τιμήθηκε με ουκ ολίγα βραβεία και τίτλους. Σημαντικές στιγμές ήταν το 1995, οπότε έλαβε το παράσημο του Ταξιάρχη του Τάγματος του Φοίνικος από τον Πρόεδρο της Ελληνικής Δημοκρατίας Κωστή Στεφανόπουλο, το 2000, που αναγορεύτηκε επίτιμος διδάκτωρ του Πανεπιστημίου της Ρώμης, το 2002 που ανακηρύχθηκε «Γυναίκα της Ευρώπης».
Ο ίδιος αρνήθηκε να γράψει τα παιδιά του στην ΕΟΝ, διατηρώντας ένα ελεύθερο πνεύμα σε όλα τα επίπεδα, με βασικό στόχο και επιδίωξη να μορφώσει τις κόρες του μακριά από την παραδεδομένη αντίληψη ότι η μόνη προοπτική για τις γυναίκες ήταν να γίνουν νοικοκυρές.
Η ίδια είχε να λέει ότι αν για κάτι τον θυμόταν πάντα ήταν γιατί της δίδαξε την ασέβεια! Και ότι η μοναδική αριστοκρατία είναι εκείνη του πνεύματος.
Στα 12 της η Ρηνούλα, όπως την αποκαλούσαν τότε, μετακόμισε με την οικογένειά της στην Αθήνα στην οδό Ξενοκράτους και στο σχολείο είχε να αντιμετωπίσει συμμαθήτριες του «δεξιού» Κολωνακίου. Εκείνη, μια ανυπόταχτη χωριατοπούλα, που με την ενηλικίωσή της θα γινόταν μέλος του ΚΚΕ και θα έπαιρνε την απόφαση να γίνει ηθοποιός. Μια επιλογή εντελώς απαράδεκτη ηθικά για οποιοδήποτε καθωσπρέπει σπίτι της εποχής, που εξομοίωνε, ούτε λίγο ούτε πολύ, τις γυναίκες ηθοποιούς με πόρνες.
Η σύγκρουση με τη μητέρα της ήταν σφοδρή και ιδιαίτερα προσβλητική από την πλευρά της τελευταίας, όπως και όταν αποφάσισε να παντρευτεί τον συγγραφέα Άλκη Παππά. Ο γάμος τους κράτησε από το 1943 έως το 1947 και όταν εν τέλει χώρισαν φιλικά, εκείνη διατήρησε το επίθετό του, με το οποίο έμελλε να γίνει μία από τις πιο γνωστές ηθοποιούς διεθνώς.
Μαθήτρια του μέγα Ροντήρη αλλά και της Παξινού στη σχολή του Εθνικού, αρνιόταν να μπει σε καλούπια και να υποταχτεί στο «ψεύτικο», κατά τη γνώμη της, σύστημα υποκριτικής των μεγάλων τραγωδών της εποχής. Όταν, λοιπόν, ο Αλέκος Σακελλάριος της πρότεινε, τελειόφοιτη της δραματικής πια, να εμφανιστεί σε επιθεώρηση, δέχτηκε με μεγάλη χαρά, θεωρώντας ότι εκεί τουλάχιστον οι ηθοποιοί έπαιζαν και μιλούσαν σαν φυσιολογικοί άνθρωποι.
Έτσι, η πρώτη της εμφάνιση στο θέατρο ήταν το 1948, στην ιστορική επιθεώρηση των Σακελλάριου-Γιαννακόπουλου «Άνθρωποι… Άνθρωποι», στη Λυρική Σκηνή, δίπλα στους Ορέστη Μακρή, Χρήστο Τσαγανέα, Μίμη Φωτόπουλο, Σπεράντζα Βρανά, Ντίνο Ηλιόπουλο, Νίκο Ρίζο, Σμαρούλα Γιούλη.
Παράλληλα, επειδή ο ευφυής σκηνοθέτης τη θεωρούσε καλλονή την οδήγησε στη Φίνος Φιλμς, όπου το 1948 έκανε το κινηματογραφικό της ντεμπούτο στην ταινία «Χαμένοι Άγγελοι». Ακολούθησε το 1951 η «Νεκρή Πολιτεία» του Φρίξου Ηλιάδη με τον Γιώργο Φούντα, η οποία συμμετείχε στο Φεστιβάλ Καννών. Τον Μάιο του 1952 η Ευρώπη ανακάλυπτε ένα νέο, ξεχωριστής ομορφιάς πρόσωπο και μια ιδιαίτερα εκφραστική ηθοποιό. Είχε μια δωρική κατατομή με αρχαιοελληνικά χαρακτηριστικά που δεν πέρασε απαρατήρητη, με αποτέλεσμα να την προσεγγίσουν Ιταλοί παραγωγοί, προτείνοντάς της ρόλους στη γειτονική χώρα.
Ανταποκρίθηκε στη νέα πρόκληση άμεσα και ξεκίνησε τη σταδιοδρομία της στην Ιταλία, ενώ συγχρόνως ο Ελία Καζάν την προσκάλεσε στην Αμερική ‒ σε δική του ταινία δεν έπαιξε ποτέ. Της έδωσαν πρωταγωνιστικό ρόλο στο γουέστερν του Ρόμπερτ Γουάιζ «Tribute to a bad man» με τον Τζέιμς Κάγκνεϊ, αλλά το Χόλιγουντ δεν είναι Μεσόγειος. Πίσω στην Αθήνα γυρίζει την «Μπουμπουλίνα» και τη «Γέφυρα των Στεναγμών» όπου υποδύεται την κυρα-Φροσύνη.
Τα χρόνια που ακολούθησαν συμμετείχε σε όλο και σημαντικότερες διεθνείς παραγωγές με σπουδαίους συμπρωταγωνιστές, ενώ η Ρώμη έγινε το δεύτερο σπίτι της. Δεν απασχόλησε ποτέ τα σκανδαλοθηρικά έντυπα με ερωτικά σκάνδαλα και μεγάλους έρωτες, αν και λεγόταν ότι ο Αγά Χαν ήταν ξετρελαμένος μαζί της και με δεκαετίες καθυστέρηση η ίδια αποκάλυψε την κρυφή της σχέση με τον Μάρλον Μπράντο κατά τη διάρκεια γυρισμάτων του στη Ρώμη το ’55.
Σε συνεντεύξεις της ωριμότητάς της έλεγε ότι ποτέ δεν αγαπήθηκε και ότι η ίδια αγάπησε μόλις δύο φορές στη ζωή της: «Η αγάπη θέλει χρόνο. Δεν έχω εμπνεύσει κανέναν. Είναι δύσκολο να είσαι γυναίκα».
Το 1960 η υπερπαραγωγή «Τα κανόνια του Ναβαρόνε», βασισμένη στη μάχη της Λέρου και σε γεγονότα που συνέβησαν κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου, γυρίζεται στη Ρόδο με τους Γκρέγκορι Πεκ, Ντέιβιντ Νίβεν, Άντονι Κουίν και Άντονι Κουέιλ.
Η Παππά υποδύεται μια αντιστασιακή, πιστοποιώντας στο διεθνές κοινό ότι, πέρα από εξαιρετική ηθοποιός, ήταν και μια γυναίκα που αντιπροσώπευε την ελληνική ομορφιά.
Η ηρωίδα της Παππά στον Ζορμπά, η χήρα, θύμα των πατροπαράδοτων προκαταλήψεων, έγινε σύμβολο της γυναικείας χειραφέτησης.
Η κινηματογραφική μεταφορά της «Αντιγόνης» από τον Γιώργο Τζαβέλα την ίδια χρονιά τής χάρισε το πρώτο της βραβείο ερμηνείας στην Εβδομάδα Ελληνικού Κινηματογράφου, δηλαδή στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης.
Αμέσως μετά, το 1962, με την περίφημη «Ηλέκτρα» του Μιχάλη Κακογιάννη κέρδισε το δεύτερο βραβείο, πάλι στη Θεσσαλονίκη, αλλά και μια μεγάλη φιλία και συνεργασία με τον Κύπριο σκηνοθέτη, που το 1964 της πρόσφερε έναν από τους πιο εμβληματικούς ρόλους της καριέρας της, εκείνον της χήρας στον «Ζορμπά».
Η ταινία έγινε τεράστια διεθνής επιτυχία όχι μόνο χάρη στην ιστορία της αλλά και χάρη στη μουσική του Μίκη Θεοδωράκη. Η ηρωίδα της Παππά, δε, η χήρα, θύμα των πατροπαράδοτων προκαταλήψεων, έγινε σύμβολο της γυναικείας χειραφέτησης.
Καμία από τις ταινίες που γύρισε αμέσως μετά τον θρίαμβο του «Ζορμπά» δεν ήταν του ύψους του «Ζ» (1968) του Κώστα Γαβρά, όπου υποδύθηκε τη γυναίκα του Λαμπράκη. Πρόκειται για μια πολιτική καταγγελία που κέρδισε το Όσκαρ Ξενόγλωσσης Ταινίας. Η συμβολή της ως μιας συντετριμμένης φιγούρας, σε αντίστιξη με τον Ιβ Μοντάν, ήταν τεράστια. Το ίδιο ισχύει και για την ιταλική τηλεοπτική σειρά «Οδύσσεια» σε σκηνοθεσία Φραντσέσκο Ρόσι, που παιζόταν το ίδιο διάστημα στα μεγαλύτερα δίκτυα του κόσμου. Εκεί κρατούσε τον ρόλο της Πηνελόπης.
Το 1969 ήταν η Αικατερίνη της Αραγωνίας στην «Άννα των χιλίων ημερών» δίπλα στον Ρίτσαρντ Μπάρτον και στις «Τρωάδες», που ο Κακογιάννης αναγκάστηκε να γυρίσει το 1971 στην Ισπανία λόγω της δικτατορίας στην Ελλάδα, ήταν η Ωραία Ελένη, δίπλα στην Κάθριν Χέπμπορν ως Εκάβη, στη Βανέσα Ρεντγκρέιβ ως Ανδρομάχη και στη Ζενεβιέβ Μπιζό ως Κασσάνδρα.
Το ίδιο διάστημα ερμηνεύει για το θέατρο «Ιφιγένεια εν Αυλίδι» στη Νέα Υόρκη με σκηνοθέτη τον Κακογιάννη και «Μήδεια» σε σκηνοθεσία του Βολανάκη. Επίσης, παίζει στο «Εκείνο το καλοκαίρι, εκείνο το φθινόπωρο» του Φρανκ Γκιλρόι με συμπρωταγωνιστή τον Γιον Βόιτ.
Ωστόσο το θέατρο ποτέ δεν το αγάπησε πραγματικά, την ενοχλούσε η επανάληψη, προτιμούσε το παιχνίδι με τον φακό.
Ήταν το 1969 που κυκλοφόρησε το άλμπουμ «Ειρήνη Παππά – Σε ένδεκα τραγούδια του Μίκη Θεοδωράκη», όπου ερμήνευε η ίδια επιτυχίες του παλιού της συντρόφου, και το 1972 το «666», το τελευταίο άλμπουμ του θρυλικού συγκροτήματος Aphrodite’s Child, εμπνευσμένο από την «Αποκάλυψη του Ιωάννη» σε μουσική Βαγγέλη Παπαθανασίου και τη συμμετοχή του Ντέμη Ρούσσου. Η προσποίηση οργασμού της Παππά σκανδάλισε, αλλά αντανακλούσε απόλυτα την εποχή των παιδιών των λουλουδιών.
Ο διεθνής Τύπος αρεσκόταν να την αποκαλεί «ζωντανή Καρυάτιδα», οι Ιταλοί την θεωρούσαν δική τους και την ανήγαγαν σε πρότυπο μεσογειακής ομορφιάς, χαρακτηρίζοντάς την «Ρωμαία», και οι Έλληνες περηφανευόντουσαν για τη διάσημη συμπατριώτισσά τους με το αγέρωχο προφίλ. Η ίδια, ως αντι-στάρ, δεν έπαυε να ταξιδεύει όπου και να της πρότειναν ενδιαφέροντες ρόλους, απορρίπτοντας πολλούς άλλους.
Έχει συμμετάσχει σε πλήθος ταινιών σε όλα τα μήκη και πλάτη της Γης, αλλά έχει χάσει και την ευκαιρία να παίξει σε πολλές λόγων διαφόρων ατυχιών. Έτσι, δεν πήρε τον ρόλο της Μαρίας στον «Ιησού» του Τζεφιρέλι, αφού δεν βρέθηκε νεότερη Ελληνίδα ηθοποιός να της μοιάζει για τα πρώτα χρόνια της Παναγίας, όπως ούτε και αυτόν της υψιφώνου, αργότερα, στο «Και το πλοίο σαλπάρει» του Φελίνι, παρόλο που ο σπουδαίος δημιουργός δήλωνε ότι τη θεωρούσε την καλύτερη κινηματογραφική ηθοποιό στον κόσμο.
Στην Ελλάδα της Μεταπολίτευσης υποδύθηκε την Κλυταιμνήστρα στην «Ιφιγένεια» του Κακογιάννη, που έφτασε μέχρι τις υποψηφιότητες των Όσκαρ του 1978, ενώ πρωταγωνίστησε στο «Αντώνιος και Κλεοπάτρα» του Σαίξπηρ με τον Καζάκο, σε σκηνοθεσία πάλι του Κακογιάννη, στο Ηρώδειο. Η παράσταση συνοδεύτηκε από μια δημόσια κόντρα με τον Δημήτρη Χορν που αμφισβήτησε το δικαίωμά της να παίξει στο Ρωμαϊκό Θέατρο, καθώς την θεωρούσε αποκλειστικά του κινηματογράφου.
Ίσως και να μην είχε άδικο. Συνολικά, οι συμμετοχές της ξεπερνάνε τις 80, έχοντας γυρίσει ταινίες σε κάθε πιθανή και απίθανη χώρα, με τους πλέον ταλαντούχους σκηνοθέτες και πάντα με ηχηρό καστ. Από τις «αραβικές» ταινίες, το «Μήνυμα» και το «Λιοντάρι της ερήμου» με τον Άντονι Κουίν, μέχρι τη «Γραμμή Αίματος» με τους Όντρεϊ Χέπμπορν, Μπεν Γκαζάρα, Ομάρ Σαρίφ και Ρόμι Σνάιντερ, και από το «Ο Χριστός σταμάτησε στο Έμπολι» με τον Τζιαν Μαρία Βολοντέ μέχρι τη μεξικανική «Ερέντιρα» του νομπελίστα Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες.
Τα τελευταία χρόνια της ενεργούς δράσης της ασχολήθηκε έντονα με τη διάδοση της αρχαίας τραγωδίας, ερμηνεύοντας ρόλους και σκηνοθετώντας παραστάσεις σε Αμερική, Ιταλία και Ισπανία. Παράλληλα, ανέβασε δικό της κείμενο, τη «Θεοδώρα», στην Ιταλία και στη Γαλλία όπως και την «Αποκάλυψη» με τον Ανδρέα Βουτσινά στην Πάτμο αλλά και στη Βαλένθια σε συνεργασία με τη Γιόκο Όνο.
Με τον Βαγγέλη Παπαθανασίου και την Αριάννα Στασινοπούλου-Χάφινγκτον στους στίχους δημιούργησαν το 1978 τις «Ωδές», όπου ερμήνευσε δημοτικά τραγούδια και εκκλησιαστικούς ύμνους, εγχείρημα που επαναλήφθηκε με τις «Ραψωδίες» το 1986.
Το 1993 συναντήθηκαν για τελευταία φορά με τον Κακογιάννη στα πλατό με την κωμωδία «Πάνω, κάτω και πλαγίως», όπου είχε τα κότσια να συνδράμει σε μια άκρως τολμηρή ερωτική και συγχρόνως σατιρική σκηνή με τον Πάνο Μιχαλόπουλο.
Το 1997 έπαιξε σε μια σύγχρονη τηλεοπτική μεταφορά της «Οδύσσειας», όπου ήταν πια η γηραιά μάνα του Οδυσσέα, η Αντίκλεια, και την ίδια χρονιά εμφανίστηκε στο «Πάρτι» του σπουδαίου Πορτογάλου σκηνοθέτη Μανοέλ Ντε Ολιβέιρα με τον Μισέλ Πικολί. Επίσης, συμμετείχε στο «Μαντολίνο του λοχαγού Κορέλι» που γυρίστηκε το 2001 στην Κεφαλονιά. Η μακριά λίστα έκλεισε το 2003 με το «Um Filme Falado» του αιωνόβιου Ντε Ολιβέιρα και πάλι, με τους Τζον Μάλκοβιτς, Κατρίν Ντενέβ και Στεφανία Σαντρέλι.
Συνδέθηκε με στενή φιλία και αισθήματα αλληλοεκτίμησης με τον Ανδρέα Παπανδρέου την εποχή της μεγάλης του κυριαρχίας και με τη στήριξη της κυβέρνησής του δημιούργησε το «Σχολείον», ένα σύμπλεγμα θεατρικών χώρων επί της οδού Πειραιώς, για την οποία έλεγε ότι είναι ο ωραιότερος δρόμος της Ευρώπης, με θέα την Ακρόπολη, και θα έπρεπε να τον κάνουμε «δρόμο πολιτισμού». Αυτός ακριβώς ο χώρος σήμερα έχει παραχωρηθεί στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου.
Στη μακρόχρονη καριέρα της τιμήθηκε με ουκ ολίγα βραβεία και τίτλους. Σημαντικές στιγμές ήταν το 1995, οπότε έλαβε το παράσημο του Ταξιάρχη του Τάγματος του Φοίνικος από τον Πρόεδρο της Ελληνικής Δημοκρατίας Κωστή Στεφανόπουλο, το 2000, που αναγορεύτηκε επίτιμος διδάκτωρ του Πανεπιστημίου της Ρώμης, το 2002 που ανακηρύχθηκε «Γυναίκα της Ευρώπης». Επίσης, δέχτηκε τιμητική διάκριση από τον Πρόεδρο της Ιταλικής Δημοκρατίας Τζόρτζιο Ναπολιτάνο, έχει τιμηθεί επίσης με το Βραβείο Ρώμη στο αρχαίο θέατρο της Όστια Αντίκα το 2008 και με τον Χρυσό Λέοντα της Μπιενάλε Θεάτρου Βενετίας το 2009.
Μεγάλη τιμή αποτέλεσε και το ότι ήταν ανάμεσα στους 260 καλλιτέχνες απ’ όλο τον κόσμο που προσκάλεσε ο Πάπας Βενέδικτος στην Καπέλα Σιξτίνα του Βατικανού για να τους ζητήσει «να μεταδώσουν με την τέχνη τους το μήνυμα του Θεού και να μη φοβούνται ότι η πίστη θα μπορούσε να μειώσει τον οίστρο και τη δημιουργικότητά τους».
Η φιλική συμμετοχή της στο συμβούλιο του Ιδρύματος Άννα-Μαρία προκάλεσε μεγάλες αντιδράσεις το 2003 που την οδήγησαν σε παραίτηση. Η ίδια δήλωσε τότε: «Αν η παρουσία μου στο φιλανθρωπικό ίδρυμα Άννα-Μαρία ενοχλεί τη χώρα μου, παραιτούμαι αμέσως».
Καθώς ο χρόνος κυλούσε και όλο και περισσότεροι σημαντικοί καλλιτέχνες και πνευματικοί άνθρωποι μιας ολόκληρης εποχής έφευγαν από τη ζωή, η Ειρήνη Παππά έμπαινε στο περιθώριο. Όταν το καλοκαίρι του 2011 πέθανε ο Μιχάλης Κακογιάννης δεν παρευρέθηκε καν στην κηδεία του ‒ είχαν παρεξηγηθεί και δεν επικοινωνούσαν πια. Η τηλεφωνική της δήλωση ήταν σύντομη και όχι ιδιαίτερα θερμή.
Τα επόμενα χρόνια σταδιακά διέκοπτε την επικοινωνία με όλο και περισσότερους ανθρώπους, καθώς έπασχε από Αλτσχάιμερ. Αυτή η λαμπερή προσωπικότητα, η δυναμική γυναίκα, βυθίστηκε στη σιωπή. Απομονωμένη στο σπίτι της στην Πλάκα, θα περνούσε τα περισσότερα από τα τελευταία χρόνια της ζωής της χωρίς καμία επαφή με τον έξω κόσμο.
Η Ειρήνη Παππά δεν έκανε παιδιά. Στους πιο κοντινούς της συγγενείς συγκαταλέγονται ο σκηνοθέτης Μανούσος Μανουσάκης και ο ηθοποιός Αίας Μανθόπουλος, παιδιά των αδελφών της.
Ακολουθήστε το tameteora.gr στο Google News!