Του Γεωργίου Σουρή
(1853-1919)
Ανοίγει ένα κι άλλο βουλευτικό παλάτι,
και τόσων δεσποινίδων χεράκια τρυφερά
την λερωμένη σφίγγουν χερούκλα του χωριάτη,
και στο χαλί πατούνε ποδάρια βρομερά.
Μην κάθεσθε απ΄ έξω, στη σάλα μας ορίστε,
μη στέκεσθε ολόρθος, στον καναπέ καθίστε.
Τι κάνει ο κουμπάρος; ρωτούνε στα σαλόνια,
μα έξαφνα τους λένε οι φίλοι του χωριάτες
πως ο πτωχός κουμπάρος εδώ και τρία χρόνια
τον ύπνον των δικαίων στα μνήματα κοιμάται.
Καλέ αλήθεια λέτε πως πέθαν΄ ο καημένος;
Μα τι χρυσός κουμπάρος, και νάναι πεθαμένος!
Τι κάνει η κουμπάρα; ο ψυχογιός τι κάνει;
κι ο Κωνσταντής ο βλάμης δουλεύει με το κάρρο;
― Αμμί κι αυτός ο μαύρος κοντεύει ν΄ αποθάνει,
και γρήγορα θα πάει να εύρει τον κουμπάρο!
― Μωρέ κι αυτός πεθαίνει; μου έρχεται να σκάσω…
ακούς εκεί δυο ψήφους εις το χωριό να χάσω!
Οι υποψήφιοί μας με τόση προθυμία
για μας τους εκλογείς τους φροντίζουνε να μάθουν·
πω! πω! και αν ερχόταν καμιά επιδημία,
τι συμφορά μεγάλη ηθέλανε να πάθουν!
Να χάσουν τόσους ψήφους σε τούτη τη στιγμή;
τι θάνατος για τούτους και πόσοι στεναγμοί!
Φθάνει να είσαι μόνο δημότης περασμένος,
και αν πεθάνεις δίχως κανένας να σε κλάψει,
ο υποψήφιός σου θα κλάψει ο καημένος,
και μια νεκρολογία ίσως για σένα γράψει.
Και τι τιμή μεγάλη και ύψος μεγαλείου
τα δάκρυα να έχεις ενός υποψηφίου!
Ω εκλογείς δημόται, αν θέλετε τωόντι
μεγάλη να ιδείτε την κλασική σας γη,
μη σας πονέσει τώρα ούτ΄ ένα μόνο δόντι
προτού να τελειώσει η νέα εκλογή.
Φορέσετε φανέλλες και μάλλινα τσουράπια,
και τρώγετε ακόμη και του σιδήρου χάπια.
Με γούνες και ταμπάρα στους δρόμους περπατείτε,
για τη ζωή σας τώρα μεγάλη προσοχή,
σόμπες, φωτιές στα σπίτια ωσότου να καείτε,
μακριά από το κρύο, τη λάσπη, τη βροχή.
Φαγί, κρασί και γλέντι, αυτά τα τρία μόνο,
και ο Μπουρδούσης τώρα αξίζει ένα θρόνο.
Και άμα βασιλέψει της εκλογής η μέρα,
και δούμε τους καινούργιους αντιπροσώπους, τότε
πηγαίνετε, αν θέτε, στα Θυμαράκια πέρα,
ν΄ αναπαυθείτε λίγο, καλοί μου συνδημόται.
Ούτε λεπτό πια ένα θ΄ αξίζει η ζωή σας,
και ούτε θα σας κλαίει ο νέος βουλευτής σας.
Στους τάφους σας μονάχα η δόξα θα κατέβει,
τις νίκες μας να ψάλλει, την Πούντα και την Πόλη,
και γύρω σας μαρούλια και σκόρδα θα φυτεύει,
να τρώτε κάπου κάπου σ΄ αυτό το περιβόλι.
Και ίσως σας τρομάξει καμιά φορά στο μνήμα
ο λόγος του Δε Κάστρου απ΄ της βουλής το βήμα.