Ο γιατρός κι ο διοικητής της χωροφυλακής την κοιτούσαν προβληματισμένοι.
– Γιατί είναι μούσκεμα; ρώτησε ο διοικητής.
– Αυτό είναι ένα άλλο ζήτημα, είπε ο γιατρός. Κλαίει σα να υπάρχουν καταρράχτες πίσω απ’ τα μάτια της. Πιο περίεργο είναι το τραύμα στο λαιμό της. Φαίνεται επιπόλαιο, αλλά η γυναίκα δεν πρόκειται να ξαναμιλήσει.
– Τι λες, βρε παιδί μου, είπε ο διοικητής, πιάνοντας το πηγούνι του.
– Ναι, συνέχισε ο γιατρός, το ζεύγος των γνησίων φωνητικών χορδών…
– Γιατρέ, τον έκοψε ο διοικητής, μου τα λες μετά. Και γυρνώντας στη γυναίκα:
– Κυρά μου, ποιος το ’κανε;
Η γυναίκα χαμογέλασε, ενώ τα δάκρυα έτρεχαν απ’ τα μάτια της. Κούνησε το κεφάλι της σα να ’λεγε «δεν έχει σημασία».
– Άντρας ήταν;
Η γυναίκα τον κοίταζε στα μάτια.
– Κούνα το κεφάλι σου, είναι αρκετό.
Η γυναίκα κράτησε το κεφάλι της ακίνητο.
– Τι ρωτάω κι εγώ, αναρωτήθηκε φωναχτά ο διοικητής, σίγουρα άντρας της τό ’κανε. Πες, κυρά μου, της φυλής σου άντρας ήταν ή καλαμπακιώτης;
Η γυναίκα κρατούσε το βλέμμα της σταθερό, ούτε ναι ούτε όχι.
– Καταλαβαίνεις, τι ζημιά έχεις πάθει;
Η γυναίκα κούνησε καταφατικά το κεφάλι της.
– Όποιος τό ’κανε πρέπει να πληρώσει, συνέχισε ο διοικητής.
Η γυναίκα ακίνητη.
– Άκου να δεις τι θα κάνουμε. Θα σου δώσω μολύβι και χαρτί και θα μας γράψεις πώς έγινε.
– Δεν ξέρει να γράφει ούτε να διαβάζει, είπε ο γιατρός.
– Τότε, πρέπει να μας πας εκεί που έγινε το συμβάν και να μας δείξεις τον ένοχο. Μη φοβάσαι, θα είμαι μαζί σου, συνέχισε ο διοικητής.
Η γυναίκα πετάχτηκε όρθια, απ’ το στόμα της βγήκαν περίεργοι λαρυγγισμοί, σαν τα πρώτα τραυλίσματα των μωρών.
– Ησύχασε, είπε ο διοικητής, πες μου τι θες.
Η γυναίκα έδειξε με τα μάτια την πόρτα.
– Να φύγεις; Δε θες να κάνεις μήνυση; επέμενε ο διοικητής.
Η γυναίκα έκανε όχι με το κεφάλι, και πισωπατώντας βγήκε. Οι δύο άντρες κοιτάχτηκαν απορημένοι.
– Τσιγγάνικη βεντέτα είναι, είπε ο διοικητής χωροφυλακής. Βεντέτα σίγουρα. Είχε ένα σωρό τσιγγάνους στο πανηγύρι του Άη-Λιά.
– Μπα, είπε ο γιατρός, στις βεντέτες σκοτώνουν, και σκοτώνουν μόνο άντρες. Αυτό μάλλον είναι εκδίκηση πάθους ή τιμής.
– Σιγά, είπε ο διοικητής, αυτές κοιμούνται μ’ όποιον νά ’ναι, δεν έχουν τιμές και τέτοια.
– Όποιος κι αν ήταν πάντως ο δράστης, είπε ο γιατρός, ήξερε από μαχαίρια, ούτε σταγόνα αίμα δεν είχε πάνω της η φουκαριάρα, μάστορας ήταν στο μαχαίρι ο δράστης, και το θύμα τον ήξερε, γιατί δεν είχε ούτε μώλωπες ούτε αμυχές στα χέρια της. Το θύμα δεν αντιστάθηκε, της φυλής της άνθρωπος το έκανε, χωρίς αμφιβολία.
Ο διοικητής έξυσε τη μύτη του.
– Πάλι καλά που δεν την σκότωσε, γιατρέ.
– Δεν ξέρω, απάντησε ο γιατρός. Το να χάσει κανείς τη φωνή του καμιά φορά είναι χειρότερο από θάνατο. Σκέψου να χάσει τη φωνή του ένας τραγουδιστής ή ένας δάσκαλος.
– Σωστά, γιατρέ μου, αλλά αυτή ήταν μια απλή γυναικούλα.
Ο γιατρός τον κοίταξε συλλογισμένος.
– Δεν αντέδρασε σαν απλή γυναικούλα όμως, κι όσο το σκέφτομαι, μπορεί να ήταν και τα δύο.
– Σου πήρε τα μυαλά, νομίζω, είπε ο διοικητής κι έσκασε στα γέλια. Εσύ δεν είπες ότι δεν ήξερε ούτε να διαβάζει ούτε να γράφει, τι δασκάλα μου λες τώρα;
– Η φυλή της έτσι μαθαίνει, είπε ο γιατρός, προφορικά μαθαίνουν, από γενιά σε γενιά, αυτό που θεωρούν γνώση το μεταδίδουν προφορικά.
– Δεν ξέρω τι λες εσύ, είπε ο διοικητής, εγώ λέω ότι τη γούσταρες.
– Ναι, ελκτική γυναίκα, είπε αργά ο γιατρός.
– Γιατρέ μου, είπε πονηρά ο διοικητής, αυτός είναι ο τέλειος συνδυασμός. Μια γυναίκα – πώς το είπες; Ελκτική; Ναι, ελκτική, αγράμματη και μουγκή.
Απόσπασμα από το βιβλίο της Στέλλας Αλμπάνη «Η Καλαμπάκα κλαίει δύσκολα» (Εκδόσεις “Τα Μετέωρα”) από το κεφάλαιο «Η βεντέτα».
Ακολουθήστε το tameteora.gr στο Google News!