Ἔρθης δὲν ἔρθης, ἐγὼ θὰ σύρω
τἀργὰ τὰ πόδια γοργὰ ὡς ἐκεῖ,
τὸ κουρασμένο κορμὶ νὰ γείρω
στὴν ἔρμη πέτρα τὴ μυστική.
Καὶ θὰ προσμένω καὶ θὰ πεθαίνω
καὶ θἀνασταίνομαι -μιλῶ, μένω-
μὲ τὴ μιλιά σου·
ἔρθης δὲν ἔρθης, θὰ σ᾿ ἀγκαλιάζω
καὶ μὲ τὴ σκέψη μου θὰ ταιριάζω
τὴ ζωγραφιά σου.
Νύχτα. Στὸ χῶμα θὰ πάω νὰ ψάξω
τὸ πάτημά σου νὰ βρῶ, θὰ δράξω
γῆ μέσ᾿ στὴ φούχτα νὰ τὴ φιλήσω,
κι ἀπὸ κλωνάρια κι ἀπὸ χορτάρια
μέσα στὰ χέρια δροσιὰ θὰ κλείσω,
σὰν ἀπ᾿ τὴ σάρκα κι ἀπ᾿ τὴ δροσιά σου.
Πέρα τῆς χώρας ἀνάρια ἀνάρια,
παιζογελώντας με, τὰ λυχνάρια
θὰ μ᾿ ἀχνοστέλνουν τὸ φάντασμά σου.
Μ᾿ ὅλα της νύχτας τὰ λυχνιτάρια
θὰ ψάξω νἅβρω τὸ πέρασμά σου.
Καὶ μὲ τὸ σεῖσμα τἀχνοῦ τοῦ τρόμου
ἢ μὲ τὸ κάρφωμα ἐκστατικό,
στὴ γνωρισμένη πλαγιὰ τοῦ δρόμου,
ἔρθης δὲν ἔρθης, θὰ καρτερῶ.
Τρελὸ καρτέρι, καὶ ὁλόγυρά μου
ἡ κρυφὴ νύχτα καὶ ἡ σιγανή·
μόνο γιομάτη θὰ εἶν᾿ ἡ καρδιά μου
ἀπὸ τὴν ψάλτρα σου τὴ φωνή.
Καὶ οἱ στρατολάτες ποὺ θὰ περνᾶνε,
καὶ ὅσα τριγύρω μου ριζωμένα,
κάτι ἀπὸ σένα θὰ μοῦ μηνᾶνε,
καὶ θὰ μοῦ παίρνουν κάτι ἀπὸ σένα.
Γιὰ σὲ ξανἅβρα καὶ ξαναπῆρα
τῶν εἴκοσί μου χρονῶν τὴ λύρα,
κ᾿ ἔρριξ᾿ ἀπάνου
στοὺς λυγισμένους μου ὤμους τοῦ πλάνου
πάθους ἀπότομα τὴν πορφύρα.
Τῆς ὁρμῆς εἶμ᾿ ἐγὼ τὸ παιδί,
τανἄσασμα εἶσαι τῶν ἄγριων κρίνων,
τὸ λάτρεμα εἶσαι, τὸ φυλαχτὸ
τῶν ἐρωτόπαθων πελεγρίνων.
Στερνὴ κατάρα, μοῖρα κακὴ
τούτ᾿ ἡ λαχτάρα, κοντά, μακριά σου,
ἢ σπλαχνισμένου ἀγγέλου εὐκὴ
νὰ ξεψυχήσω μὲ τ᾿ ὄνομά σου;
Ἔρθης, δὲν ἔρθης, ἐγὼ θὰ σύρω
τἀργὰ τὰ πόδια γοργὰ ὡς ἐκεῖ,
στὴν ἔρμη ἀπάνου πέτρα θὰ γείρω,
Ἴσκιε, στὰ πόδια σου τὸ κορμί…