Στις 28 Νοεμβρίου 1912 έπεσε ηρωικά μαχόμενος κατά των Τούρκων στο βουνό Δρίσκος της Ηπείρου ο Λορέντζος Μαβίλης, συμμετέχοντας ως εθελοντής στο σώμα των Γαριβαλδινών.
Ήταν μόλις 52 ετών, πάνω στην κορύφωση της πνευματικής του δημιουργίας. «Επερίμενα πολλές τιμές από τούτον τον πόλεμο, αλλά όχι και την τιμή να θυσιάσω τη ζωή μου για την Ελλάδα», πρόφθασε και είπε ξεψυχώντας.
Ο Λαυρέντιος (Λορέντζος) Μαβίλης υπήρξε ποιητής και μεταφραστής, τελευταίος εκπρόσωπος της Επτανησιακής Σχολής και μάλιστα του κερκυραϊκού κύκλου. Γεννήθηκε στις 6 Σεπτεμβρίου 1860 στην Ιθάκη, όπου ο ισπανικής καταγωγής πατέρας του, Παύλος Μαβίλης, υπηρετούσε ως δικαστικός. Η μητέρα του, Ιωάννα Σούφη, ήταν ανιψιά του κυβερνήτη Ιωάννη Καποδίστρια. Καταγόταν από την αρχοντική οικογένεια Δούσμανη, είχε περάσει μέρος της ζωής της κοντά στον αγροτικό πληθυσμό της Κέρκυρας και αγάπησε τη λαϊκή γλώσσα και τέχνη και την αγάπη αυτή μετέδωσε στον γιο της. Μεγάλη επίδραση στην προσωπικότητα του Μαβίλη άσκησε ο Ιάκωβος Πολυλάς, του οποίου υπήρξε φίλος και μαθητής. Μαθήτευσε στο εκπαιδευτήριο Καποδίστριας της Κέρκυρας και κατόπιν στο κερκυραϊκό γυμνάσιο, με καθηγητή τον Ιωάννη Ρωμανό, ο οποίος τον έκανε μέλος της Αναγνωστικής Εταιρείας.
Ο Μαβίλης τελείωσε τις γυμνασιακές του σπουδές στην Κέρκυρα και φοίτησε για ένα χρόνο (1877-1878) στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστήμιου Αθηνών. Στην Αθήνα πραγματοποιήθηκε και η γνωριμία του με τον Χαρίλαο Τρικούπη, μέσω του Πολυλά. Το 1879 έφυγε για τη Γερμανία , όπου έμεινε για δεκατέσσερα χρόνια. Στα πανεπιστήμια Μονάχου και Φράιμπουργκ (1878-1890), παρακολούθησε μαθήματα κλασικής φιλολογίας, αρχαιολογίας και σανσκριτικών, ενώ μελέτησε τα φιλοσοφικά συστήματα των μεγάλων Γερμανών φιλοσόφων Καντ, Φίχτε και Σοπενχάουερ. Το 1890 ανακηρύχθηκε διδάκτωρ φιλοσοφίας από το Πανεπιστήμιο του Ερλάνγκεν με τη διατριβή «Δύο βιεννέζικα χειρόγραφα του Ιωάννη Σκυλίτζη».
Το 1893 επέστρεψε στην Κέρκυρα όπου εντάχτηκε στην Κερκυραϊκή Σχολή, συνδέθηκε δε ιδιαιτέρως με τον Κων/νο Θεοτόκη. Κατόπιν στρατεύτηκε και το 1896 έγινε μέλος της Εθνικής Εταιρείας . Ο Μαβίλης δεν ήταν μόνο άνθρωπος του πνεύματος, αλλά και της δράσης. Φλογερός πατριώτης, συμμετείχε ενεργά στους απελευθερωτικούς αγώνες του έθνους. Μετά την επιστροφή του στην Ελλάδα αγωνίστηκε ως επικεφαλής επαναστατικής ομάδας στην Κρήτη και τραυματίστηκε κατά τη διάρκεια του άτυχου ελληνοτουρκικού πολέμου του 1897. Μετά την επάνοδό του στην Κέρκυρα έγραψε μερικά από τα καλύτερα ποιήματά του και ασχολήθηκε με το γλωσσικό ζήτημα, που το θεωρούσε συνδεδεμένο με το εθνικό.
Το 1910 εξελέγη βουλευτής Κερκύρας υπό τον Ελευθέριο Βενιζέλο. Ο λόγος του στη Βουλή ένα χρόνο αργότερα για το γλωσσικό ζήτημα, αποτελεί την κορύφωση των αγώνων του για τη δημοτική. …Χαρακτηρίζεται ατιμωρητί η γλώσσα, την οποίαν ομιλεί ο Ελληνισμός ολόκληρος, από άκρου εις άκρον, από Κερκύρας μέχρι τού Καυκάσου, ως χυδαία. Χυδαία γλώσσα δεν υπάρχει. Υπάρχουσι χυδαίοι άνθρωποι, και υπάρχουσι πολλοί χυδαίοι άνθρωποι ομιλούντες την καθαρεύουσαν…
Λέγεται ότι διατηρούσε ερωτικό δεσμό με την ποιήτρια Μυρτιώτισσα – κατά κόσμον Θεώνη Δρακοπούλου – (1885-1968), η οποία υπηρέτησε την ερωτική ποίηση και το ποίημά της «Τι άλλο καλέ μου» (1925) είναι αφιερωμένο στη μνήμη του.
Ο Λορέντζος Μαβίλης υπήρξε ολιγογράφος ως ποιητής και διέπρεψε στο απαιτητικό είδος του σονέτου, που είχαν καλλιεργήσει οι Γάλλοι Παρνασσιστές. Ανήκε στην παράδοση της επτανησιακής σχολής, όπως διαμορφώθηκε από τον Διονύσιο Σολωμό. Στα ποιήματά του υμνεί την πατρίδα και αυτούς που έπεσαν στο πεδίο της μάχης (Εις την Πατρίδα, Πατρίδα, Πλήρωμα Χρόνου), εκφράζει τις φιλοσοφικές αντιλήψεις του (Λήθη, Υπεράνθρωπος, Ελιά, Έρωτας και Θάνατος), τονίζει την αγάπη προς τη μητέρα (Αμίλητα, Αφιέρωση), την αξία της φιλίας (Στον φίλο Γ. Καλοσγούρο), τον ιδανικό έρωτα (Ανάξιο Β’, Ψυχοφίλημα), ενώ αφιερώνει ιδιαίτερα ποιήματα σε φίλους και συνεργάτες του (Ν. Κογεβίνας, Πολυλάς).
Η απαισιοδοξία του, που είναι αποτέλεσμα των επιδράσεων του Σοπενχάουερ και της ινδικής φιλοσοφίας, δεν μπόρεσε να μαράνει τη θέρμη και τη δροσιά της ποίησής του. Ιδιαίτερη μνεία πρέπει να γίνει στο σονέτο του Φάληρο (Ιούνιος 1911), όπου για πρώτη φορά σε ελληνικό ποίημα αναφέρονται οι λέξεις αυτοκίνητο, σωφέρ και μπαρ, άγνωστες μέχρι τότε στον μέσο Έλληνα. Σημαντικό είναι και το έμμετρο μεταφραστικό έργο του Μαβίλη. Γνώστης πολλών γλωσσών, μετέφρασε, μεταξύ άλλων, στα ελληνικά Σίλερ, Σέλεϊ, Βιργίλιο, Μπράουνινγκ, Φώσκολο, Μπάιρον και αποσπάσματα από το ινδικό έπος της Μαχαμπχαράτα.
Στο έργο του Μαβίλη έντονη παρουσιάζεται η σολωμική επίδραση, κυρίως στη δημοτική γλώσσα του και στο κυρίαρχο πατριωτικό συναίσθημα. Επίδραση δέχτηκε επίσης από τις παραδόσεις του Φίχτε, τις οποίες παρακολούθησε στη Γερμανία, και από τη φιλοσοφία του Καντ. Από το πρωτότυπο έργο του γνωστότερα είναι τα σονέτα του, τα οποία χαρακτηρίζονται από πληρότητα μορφής, ενώ έγραψε και πολλές μεταφράσεις. Στην ποίηση του Μαβίλη συναντώνται τα ρεύματα του γερμανικού συμβολισμού με το επίσης γερμανικής προέλευσης σοσιαλιστικό πνεύμα του και τη μεγάλη αγάπη του για την πατρίδα.
Ε.Κ.Δ.
Ακολουθήστε το tameteora.gr στο Google News!