Γράφει ο Δ. ΠΑΝΤΕΛΟΔΗΜΟΣ
Καθηγητής του Παν/μίου Αθηνών
Η αρχαιολατρία που παρατηρείται κατά τη δεύτερη πεντηκονταετία του αιώνα του Διαφωτισµού, µε σηµαντικότερη εκδήλωση την εκπληκτική επιτυχία του έργου του αβά BartheIemy Ταξίδι του νεαρού Ανάχαρση στην Ελλάδα περί τα µέσα του Δ’ π.Χ. αιώνα, στρέφει το ενδιαφέρον του δυτικού κόσµου όχι µόνο προς τον αρχαίο ελληνικό πολιτισµό, αλλά και προς τους στενάζοντες κάτω από το βάρβαρο µουσουλµανικό πέλµα δυστυχείς απογόνους του Οµήρου. Παράλληλα, το ρεύµα του περιηγητισµού οδηγεί στην Ελλάδα, εκτός από τους αρχαιολόγους και τους ιστορικούς, διπλωµάτες, βοτανολόγους, γιατρούς, στρατιωτικούς και λογοτέχνες που επιθυµούν να γνωρίσουν την κοιτίδα του ευρωπαϊκού πολιτισµού.
Έτσι, χωρίς να µετατοπίζεται το ενδιαφέρον για την αρχαιότητα, αρχίζει, έστω και παρεκβατικά, να διεκτραγωδείται η δεινή θέση των οµοθρήσκων αδελφών της Ανατολής, να επιχειρείται η αναζήτηση των αιτίων της παρακµής τους και να υψώνεται φωνή διαµαρτυρίας κατά της υστερόβουλης ευρωπαϊκής πολιτικής που δεν ανέλαβε πρωτοβουλία για την εθνική αποκατάσταση των Ελλήνων.
Κορυφαίες φυσιογνωµίες του Διαφωτισµού, όπως οι φιλόσοφοι Βολταίρος και Μαρµονιέλ, οι περιηγητές Ρ.-Α. Guys και Choiseul-Gouffίer, οι ποιητές Ανδρέας Σενιέ, La Harpe, J.-A. Roucher και J. DeliIIe, εγκαταλείπουν τα καθιερωµένα σχήµατα και, ασχολούµενοι µε τον νεότερο ελληνισµό, προσπαθούν όχι να καταγράψουν µια ιστορική πραγµατικότητα αλλά να την αιτιολογήσουν και να εκφράσουν την πεποίθηση ότι κάτω από κατάλληλες συνθήκες είναι δυνατόν να µεγαλουργήσει και πάλι το ελληνικό πνεύµα.
Εκτός όμως από την αρχαιολατρία υπήρξαν και άλλα αίτια της φιλελληνικής ορμής που απλώθηκε στα πέρατα του κόσμου και παραμέρισε την αντίθεση συμφερόντων και τις ιδεολογικές διαφοροποιήσεις: η κοινή θρησκευτική πίστη και η απέχθεια προς το μουσουλμανικό φανατισμό, ο θρίαμβος του ρομαντισμού που εμπνεόταν από τα χρώματα και τις αντιθέσεις της Ανατολής και κυρίως η διάδοση των δημοκρατικών αρχών και των φιλελευθέρων ιδεών της Γαλλικής Επανάστασης που αναθέρμαναν τις ελπίδες των υποδούλων λαών για την εθνική απελευθέρωσή τους.
Δεν είναι ίσως μακριά η στιγμή της επέμβασης των γαλλικών δημοκρατικών δυνάμεων στα πράγματα της Ανατολής. Οπως θα ομολογήσει με πικρία, αλλά και υποκρισία, στα Απομνημονεύματά του ο αιχμάλωτος πια εχθρός της Ευρώπης Ναπολέων Boναπάρτης,
«η Ελλάδα περιμενει έναν ελευθερωτή… Θα ήταν ένα ωραίο στεφάνι δόξας… Θα γράψει για πάντα το όνομά του κοντά σ’ εκείνα του Ομήρου, του Πλάτωνα και του Επαμεινώνδα… Όταν κατά την εκστρατεία στην Ιταλία έφθασα στις ακτές της Αδριατικής, έγραψα στο Διευθυντήριο ότι έβλεπα το βασίλειο του Aλεξάνδρου».
Μέσα στο κλίμα αυτό διαμορφώνεται στην Ευρώπη το φιλελληνικό ρεύμα, του οποίου οι ποικίλες εκδηλώσεις θα κορυφωθούν στη διάρκεια του Αγώνα της Παλιγγενεσίας και ιδιαίτερα μετά την πτώση του Μεσολογγίου, συμβάλλοντας αποφασιστικά στην επιτυχή έκβαση της υπόθεσης των Ελλήνων. Εκτός από την πλούσια αρθρογραφία στον ημερήσιο Τύπο, τη συγκρότηση Φιλελληνικών Κομιτάτων στις κυριότερες ευρωπαϊκές πόλεις και τη συμμετοχή εθελοντών στις πολεμικές επιχειρήσεις, πρέπει να επισημανθεί η αφύπνιση και η δραστηριοποίηση των λογοτεχνικών και καλλιτεχνικών κύκλων της Δύσης, βασικοί εκπρόσωποι των οποίων θα τεθούν επικεφαλής του φιλελληνικού προσκλητηρίου και θα ασκήσουν καταλυτική επίδραση στη διαμόρφωση της κοινής γνώμης.
Από τα πρώτα χρόνια του Αγώνα η συμμετοχή της ευρωπαϊκής διανοήσεως στη φιλελληνική κίνηση υπήρξε εντυπωσιακή.
Κορυφαίες πνευµατικές φυσιογνωµίες, αλλά και άγνωστοι στιχοπλόκοι, δηµιούργησαν µε τα έργα τους πλούσια φιλελληνική φιλολογία που συνέβαλε αποφασιστικά στη συνειδησιακή αφύπνιση του µέσου πολίτη και στην πολύτιµη ηθική ενίσχυση των αγωνιζόµενων Ελλήνων.
Ο Μπάυρον στα φηµισµένα του τραγούδια Τσάιλvτ Χάρολδ, Γκιαούρ, Μνηστή της Αβύδου, Κουρσάρος, Κατάρα της Αθηνάς, και Δον Zουάν εκφράζει τα φιλελληνικά συναισθήµατά του που σύντοµα θα τον οδηγήσουν στο Μεσολόγγι, για να σφραγίσει µε το θάνατό του µία από τις πιο λαµπρές σελίδες τής νεότερης ιστορίας. «Με τη συµµετοχή τού Μπάυρον στον Αγώνα και το θάνατό του», επισηµαίνει ο Κωστής Παλαµάς, «η Ελλάς µπήκε και πήρε θέση και στο πολυπρόσωπο και στο µεγαλόπραχτο δράµα του ρωµαvτισµού, σαν ένα πρόσωπο που είτανε και κείνο αγωνιστής από τους πρώτους και Μεσολόγγι κράζοταν. Το χαιρετούσαν κ’ εγκωµιαστικά το µνηµόνευαν οι διαvoητικοί Τιτάνες του καιρού. Ο Βίκτωρ Ουγκό µες στη νεότητά του τραγουδούσε το Mεσολόγγι στ’ «Ανατολικά» του και αποκαλούσε την πατρίδα µας ‘‘Ελλάδα του Οµήρου και του Μπάυρον’’».
Μολονότι ο ροµαντικός φιλελληνισµός της εποχής εκείνης δύσκολα θα µπορούσε να έχει κάποια απήχηση στη συγκρατηµένη ψυχή και στον συνετά µετρηµένο ορθολογισµό του γηραιού πρωθυπουργού του δουκάτου της Βαϊµάρης Γκαίτε, ο γερµανός στοχαστής αποθεώνει τον Λόρδο Βύρωνα µε τη µορφή του Ευφορίωνα στο Φάουστ και υφώνει το Μεσολόγγι σε ιδεώδες και αιώνιο σύµβολο ανδρείας και αυτοθυσίας. Φτάνει µάλιστα στο σηµείο να συνταιριάξει την άλωση της πολυθρύλητης Τροίας µε το χαλασµό στη δυσκολοπόρθητη και ξακουσµένη ηρωική πόλη των ελευθέρων πολιορκηµένων .
Ενωρίτερα ο διαπρεπής συγγραφέας και πολιτικός Σατωβριάνδος µε την περίφηµη Σηµείωση περί της Ελλάδος υπενθύµιζε στους ηγεµόνες της Ευρώπης το χρέος τους απέναντι στο λίκνο του δυτικού πολιτισµού, ο ποιητής Casimir Delaνigne µε τις Μεσσήνιες ωδές του και ο λαϊκός τροβαδούρος του Παρισιού Βερανζέρος µε τα δηµοφιλέστατα για τον ελληνικό αγώνα τραγούδια του («Φανταστικό ταξίδι», «Ψαρά» και «Η Σκιά του Ανακρέοντα») συγκινούσαν τις ευαίσθητες χορδές των συµπατριωτών τους, τονίζοντας το ένδοξο παρελθόν των Ελλήνων και την παραβίαση των αρχών της δικαιοσύνης, της ηθικής και του ανθρωπισµού από τους Τούρκους, ενώ ο φιλόλογος Claude Fauriel µε τη δηµοσίευση στα 1824 της πρώτης συλλογής ελληνικών δημοτικών τραγουδιών συνέβαλε στο να γίνουν ευρύτερα γνωστοί και να αγαπηθούν οι ήρωες της Παλιγγενεσίας.
Μεταξύ των ακραιφνών υποστηρικτών της ελληνικής υπόθεσης ο ποιητής J.P.G. Viennet, ο οποίος ήδη προ της έκρηξης της Επανάστασης δημοσίευσε το έργο Πάργα, ορόσημο στην ανάπτυξη του φιλελληνικού πνεύματος στην Ευρώπη, και το 1821 τη σημαντικότατη Επιστολή προς τους Βασιλείς της Χριστιανοσύνης περί της ελληνικής ανεξαρτησίας που περιέχει όλη την επιχειρηματολογία και τους βασικούς άξονες της σχετικής ευρωπαϊκής φιλολογικής δημιουργίας.
Το παράδειγμά του θα μιμηθούν στη Γαλλία, μεταξύ πολλών άλλων, ο Αλέξανδρος Δουμάς πατήρ με το διθύραμβο Κανάρης. ο Camille Paganel με την ελεγεία Το Μεσολόγγι δεν υπάρχει πια, Βίκτωρ Ουγκό με τη συλλογή Ανατολικά που περιελάμβανε και τα ποιήματα «Τα κεφάλια του σεραγιού», «Ενθουσιασμός», «Ναυαρίνο», «λαζάρα» και το πασίγνωστο «Ελληνόπουλο» και ο θεατρικός συγγραφέας Richat με την πεντάπρακτη τραγωδία Λεωνίδας της οποίας οι παραστάσεις με τον διάσημο ηθοποιό Talma υπήρξαν το επίκεντρο φιλελληνικών εκδηλώσεων ανά τη Γαλλία.
Προς την ίδια κατεύθυνση ο Λουδοβίκος Α’ της Βαυαρίας συνέθεσε τριάντα δύο φιλελληνικά ποιήματα, διαπνεόμενα από χριστιανικά αισθήμmα και διανθιζόμενα με αναμνήσεις της κλασικής αρχαιότητας, ενώ ο νεαρός Wίlhelm Muller στις επτά λυρικές συλλογές του με τον τίτλο Τραγούδια των Ελλήνων αφιέρωνε ήδη από το 1821 ποιήματα στα επικά όσο και τραγικά γεγονότα του Αγώνα, καθώς και στους ατρόμητους πρωταγωνιστές του. Η ωραία σύνθεσή του «Η Ελλάς και ο Kόσμος» αρχίζει και τελειώνει σε σχήμα κύκλου με τους ίδιους εμπνευσμένους στίχους:
Χωρίς την ελευθερία τι θα ήσουν, Eλλάς;
Χωρίς εσέ, Ελλάς, τι θα ήταν ο κόσμος;
Κοντά στους καταξιωμένους συγγραφείς και ποιητές, πολυάριθμοι ελάσσονες, άγνωστοι, περιστασιακοί και ανώνυμοι ακόμη στιχουργοί εμπνέονται από το έπος του 1821 και προσπαθούν να πλέξουν με ρήματα, με την καρδιά, με το λόγο, με το αίμα στεφάνι από λουλούδια αμάραντα για τους αιώνες. Γι’ αυτό στην εορτή της επετείου της Εθνικής εξεγέρσεως των ελλήνων, όπως γράφει ο νεότερος ποιητής, «προπέμπουν οι λαοί αγαλλόμενοι […]. Πληβείοι, πατρίκιοι, ηγεμόνες […]. Οι φιλέλληνες εις τον παλαιόν και νέον κόσμον μυριόργανος συμφωνία. Προεξάρχουν, ως να φαντάζωvται πατρίδα των τους δελφικούς βράχους οι φοιβόληπτοι ποιηταί».
Πατρίκιοι, πληβείοι, ηγεμόνες. Βασικό πράγματι χαρακτηριστικό του ευρωπαϊκού φιλελληνισμού, υπήρξε η καθολικότητα, αφού επρόκειτο για ένα κίνημα που είχε βρει απήχηση στην ψυχή των ανθρώπων όλων των κοινωνικών τάξεων. Εστεμμένοι ηγεμόνες, όπως ο Λουδοβίκος Α’ της Βαυαρίας και ο Κάρολος Ι’ της Γαλλίας, επιφανείς πολιτικοί άνδρες, οι διασημότεροι λογοτέχνες και οι διαπρεπέστεροι θεράποντες των καλών τεχνών, ανώτεροι αξιωματικοί και σημαντικοί παράγοντες της οικονομικής και κοινωνικής ζωής της εποχής ενώθηκαν με φοιτητές, με μαθητές, με αγρότες και εργάτες κάτω από τη σημαία της ελευθερίας, της ηθικής, της δικαιοσύνης και του ανθρωπισμού που είχε υψώσει η Ελληνική Επανάσταση.
Επιπλέον ο φιλελληνισμός αποτέλεσε μοναδικό φαινόμενο στην παγκόσμια ιστορία των ιδεολογικών ρευμάτων για την ένταση και τη διάρκειά του. Και αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι ο Αγώνας της Ελληνικής Παλιγγενεσίας δεν ήταν ένα συνηθισμένο πολιτικό συμβάν, όπως τα απελευθερωτικά κινήματα άλλων ευρωπαϊκών λαών, των Ελβετών, των Ιταλών, των Πολωνών ή των Ισπανών. Η υπόθεση των Ελλήνων συντάραξε την κοινή γνώμη και κράτησε αμείωτο το ζωηρό ενδιαφέρον της, γιατί η χώρα των θεών και των ημίθεων αποτελούσε σύμβολο των υπέρτατων ηθικών και πνευματικών αξιών και ο ευρωπαϊκός κόσμος βίωνε σε όλες τις εκφάνσεις της ζωής του την προαιώνια ιδεολογική συγγένεια και την πολιτική ταύτιση με την Ελλάδα.