Του ΦΩΤΗ ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ
«H υπερηφανία αναγκάζει επινοείν καινοτομίας, μη ανεχομένη το αρχαίον».
ΕΦΡΑΙΜ Ο ΣΥΡOΣ
«Η υπερηφάνεια βιάζει τον άνθρωπο να επινοεί καινοτομίες γιατί δεν τα θέλει τα παλαιά».
ΕΦΡΑΙΜ Ο ΣΥΡOΣ
Όλα όσα γίνουνται στον κόσμο, γίνουνται και ξαναγίνουνται πολλές φορές τα ίδια. μοναχά ένα πράγμα έγινε μόνο μια φορά και δεν θα ξαναγίνει πια, η Ανάσταση του Χριστού. Αυτό είναι το μοναδικό θαύμα των θαυμάτων, το «άφραστον θαύμα», που αναποδογύρισε τον κόσμο, κ’ έδωσε ελπίδα στο απελπισμένο γένος των ανθρώπων.
Με την Ανάσταση του Χριστού μάς προσκάλεσε να πιστέψουμε στην αφθαρσία ο Θεός «ο ζωοποιών τους νεκρούς και καλών τα μη όντα ως όντα». Κι’ όπως λέγει πάλι ο Παύλος: «πιστός ο καλών υμάς, ος και ποιήσει». Όποιος δεν πιστεύει στην Ανάσταση του Χριστού, ψέματα λέγει πως πιστεύει σ’ αυτόν τον βασιλέα της αθανασίας, κατά τον απόστολο Παύλο που λέγει: «ει δε Χριστός ουκ εγήγερται, κενόν το κήρυγμα ημών, κενή δε και η πίστις ημών».
Η βάση λοιπόν και το θεμέλιο της θρησκείας μας είναι η Ανάσταση του Χριστού. Κ’ η ορθοδοξία που την έχει την Ανάσταση «εορτών εορτήν και πανήγυριν πανηγύρεων» έχει την αληθινή και την απλή και την ασάλευτη πίστη, και δεν κατάντησε να γίνει ένα κοσμικό ηθικά σύστημα, όπως γίνηκε άλλου, και που κατά δυστυχία σ’ αυτά ξεπέφτει κ’ η δική μας ορθοδοξία, όσο ολοένα λείπει η πίστη.
Για τούτο, στην Ορθόδοξη Εκκλησία μας γινήκανε λογής θρησκευτικά έργα για να τιμηθεί η Ανάσταση του Χριστού με κάθε τι έμορφο κι αγνό που έχει μέσα της η καρδία τ’ ανθρώπου. Αυτά τα έργα είναι τα έργα της υμνωδίας, της αγιογραφίας και της ψαλμωδίας, τα μυρίπνοα άνθη, που όσο σιναχώνονται οι πνευματικές μας αισθήσεις, τόσο δεν νοιώθουμε τη μυρουδιά τους. Αυτά, τα λέγω και τα ξαναλέγω, τόσο που βαρέθηκα. Στου κουφού την πόρτα, όσο θέλεις βρόντα. Λοιπόν ας σταθώ ίσαμε δω, κι ας γράψω για τα έργα τα ίδια, κι όποιος βρεθεί κατά τύχη να τα νοιώθει, ας φχαριστήσει τον Θεό που φώτισε εκείνους τους ευλαβείς ανθρώπους να τα κάνουνε.
Οι ύμνοι που λένε στην εκκλησία κατά την Κυριακή του Πάσχα είναι, θαρρώ, από τα πιο υψηλά κι από τα πιο πνευματικά έργα της ορθοδοξίας. Ο Κανόνας του Πάσχα είναι ποίημα του ‘Ιωάννου Δαμασκηνού, κι ο Ειρμός της α’ Ωδής είναι τούτος: «Αναστάσεως ημέρα. λαμπρυνθώμεν λαοί. Πάσχα, Κυρίου Πάσχα. Εκ γαρ θανάτου προς ζωήν και εκ γης προς ουρανόν Χριστός ο θεός ημάς διεβίβασεν, επινίκιον άδοντας».
Ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός ήτανε, όπως δείχνει τ’ όνομά του, από τη Δαμασκό, το γένος Σύρος, γεννήθηκε δηλαδή στην πολιτεία που φανερώθηκε ο Χριστός στον Παύλο όπου κατάτρεχε τη θρησκεία, του, και στράβωσε τα σωματικά του μάτια για vα του ανοίξει τα πνευματικά και να γίνει απόστολός του.
Λοιπόν ο Ιωάννης από μικρός είχε κλίση στα θρησκευτικά, μ’ όλο που ο πατέρας του ήθελε να τον κάνει άρχοντα, γιατί κι αυτός ήτανε επίσημος άνθρωπος κ’ είχε μεγάλο αξίωμα στο παλάτι του μωχαμετάνου αμοιρά της Συρίας, τον καιρό που βασίλευε στη Κωνσταντινούπολη ο Λέοντας ο Ίσαυρος. Και για να πάρει ο γιόκας του μεγάλη σπουδή, ήθελε να βρει κάποιον πολύξερο δάσκαλο να τον παραδώσει στα χέρια του.
Μια μέρα έμαθε πως οι σαρακηνοί είχανε πάγει στη Δαμασκό κάμποσους χριστιανούς πιασμένους σκλάβους στον πόλεμο, και πως πουλήσανε όσους μπορέσανε και πως τους άλλους θέλανε να τους σκοτώσουνε, αφού δεν τους αγόραζε κανένας.
Πήγε λοιπόν για να γλυτώσει όσους μπορέσει, και φτάνοντας στο παζάρι είδε έναν σκλάβο δεμένον να κείτεται σαν πεθαμένος, και πήγε κοντά του και τον ρώτησε από πού είναι. Κι ο σκλάβος του είπε πως ήτανε από την Ιταλία και πως τον λέγανε Κοσμά και πως ήτανε καλόγερος. Κ’ επειδή δάκρυσε, γύρισε κ’ είπε στον πατέρα του Ιωάννη: «Με βλέπεις πώς δακρύζω. δεν το κάνω γιατί θα χάσω τούτον τον ψεύτικο τον κόσμο, αφού είμαι καλόγερος, πλην κλαίγω γιατί έμαθα την πάσα γνώση και φιλοσοφία, τη ρητορική, την αριθμητική, τη γεωμετρία κι απάνω απ’ όλα τη μουσική της εκκλησίας που κάνει την ψυχή να πετά στα ουράνια, και κοντά σ’ αυτά σπούδασα και τη θεολογία, και θλίβομαι γιατί θα τα πάρω μαζί μου δίχως να τα διδάξω σε κάποιον άξιο μαθητή.
Τότες ο Άρχοντας κατάλαβε πως ο Θεός του έστειλε κεινον τον Κοσμά για να γίνει δάσκαλος του γυιού του, και τον αγόρασε μαζί μ’ άλλους σκλάβους.
Και τους μεν άλλους τους λευτέρωσε να πάνε όπου θέλανε, μα τον Κοσμά τον επήρε στο σπίτι του και τον έντυσε καλά ράσα και τον είχε σε κάθε τιμή και τον κατάστησε δάσκαλο του μοναχογυιού του Ιωάννη.
Αλλά είχε κ’ ένα άλλο παιδί ψυχοπαίδι, που το λέγανε Κοσμά, από τα Ιεροσόλυμα, και τ’ αγαπούσε ίσα με το παιδί του και δεν το ξεχώριζε σε τίποτα από τον Ιωάννη.
Λοιπόν τους δίδαχνε και τους δυο εκείνος ο άγιος άνθρωπος με πολύν πόθο μα και κείνοι τύχανε κ’ οι δύο καλές και βλογημένες ψυχές, και ρουφούσανε από τα χείλια του όσα τους έλεγε, τόσο που σε λίγα χρόνα γενήκανε, τέλειοι σε όλα τα θεωρητικά, αλλά προπάντων στα θεολογικά, επειδή κ’ οι δυο αγαπούσανε οι καλότυχοι παραπάνω από όλα τη θρησκεία του Χριστού. Για τούτο, μ’ όλο που θέλανε οι γονιοί τους να τους κάνουνε αφεντάδες, πήγανε στο μοναστήρι του αγίου Σάββα και καλογερέψανε, και ζήσανε μακρυά από τον κόσμο.
Το εργόχειρό τους ήτανε να καλλιγραφούνε βιβλία και να ταιριάζουνε ύμνους και τροπάρια, ψέλνοντάς τα, επειδής ήτανε και μουσικοί άριστοι. Ανάμεσα σε άλλα, ο Ιωάννης σύνθεσε και την Οκτώηχο που τη ψέλνουμε σ’ όλες τις εκκλησιές της ορθοδοξίας ολογυρίς ο χρόνος.
Πολλές υμνωδίες είναι συνθεμένες κι από τους δυό αντάμα, γιατί αυτό τ’ αγιασμένο ζευγάρι ζούσε πολύ αγαπημένα σαν νάτανε πουλιά του θεού που κελαηδούσανε για τη δόξα του.
Μα ήρθε ώρα και χωρισθήκανε άθελά τους, γιατί ο Πατριάρχης των Ιεροσολύμων χειροτόνησε τον Κοσμά δεσπότη και τον έστειλε σε μια πολιτεία της Παλαιστίνης που τη λέγανε Μαϊουμά, κ’ εκεί κοιμήθηκε βαθύγερος.
Ο δε Ιωάννης απόμεινε στο μοναστήρι του αγίου Σάββα, κ’ έζησε με άσκηση, γράφοντας πλήθος ορθοδοξώτατα βιβλία, αγρυπνώντας στο μικρό κελλί του που ήτανε σκαμμένο μέσα στον βράχο και που σώζεται ως τα σήμερα.
Ανάμεσα λοιπόν στα πολλά που σύνθεσε, είναι κι ο κανόνας του Πάσχα που είπαμε παραπάνω, γραμμένος με εξαίσιο πνευματικόν οίστρο. Η ιστορία λέγει πως κι οι δυό τούτοι Άγιοι υμνωδοί είχανε γραμμένον από έναν κανόνα για το Πάσχα, όπως συνειθίζανε να κάνουνε, αλλά αυτή την περίσταση δουλέψανε χωριστά, και σαν τελειώσανε το γράψιμο, πιάσανε και ψέλνανε ο καθένας τον δικό του κανόνα για να τον ακούσει ο άλλος. και πως σαν έφταξε ο Ιωάννης στο δεύτερο τροπάρι της γ’ ωδής που λέγει: «Νυν πάντα πεπλήρωται φωτός, ουρανός τε και γη και τα καταχθόνια», ο Κοσμάς τον αγκάλιασε με δάκρυα λέγοντάς του: «Αδελφέ μου Ιωάννη, νικήθηκα και το μολογώ!» κ’ έσκισε το χειρόγραφό του, κι απόμεινε ο κανόνας του Ιωάννη, κ’ από τότε ψέλνεται σ’ όλη την ορθόδοξη Χριστιανωσύνη.
Από τους άλλους ειρμούς εξαίσιος είναι κ’ ο ειρμός της δ’ ωδής, που είναι εμπνευσμένος από την προφητεία του Αββακούμ, και λέγει: «Επί της θείας φυλακής ο Θεηγόρος Αββακούμ στήτω μεθ’ ημών και δεικνύτω φαεσφόρον άγγελον διαπρυσίως λέγοντα: Σήμερον σωτηρία τω κόσμω ότι ανέστη Χριστός ως παντοδύναμος».
Ακόμα πιο συγκινητικός είναι ο ειρμός της ε’ ωδής που λέει: «Ορθίσωμεν όρθρου βαθέος και αντί μύρου τον ύμνον προσοίσωμεν των Δεσπότη και Χριστόν οψόμεθα, δικαιοσύνης ήλιον, πάσι ζωήν ανατέλοντα». Ο υμνωδός πέρνει αφορμή από τις μυροφόρες γυναίκες που πήγανε ν’ αλείψουνε με μύρα το Χριστό και λέγει πως εμείς οι ανάξιοι δεν μπορούμε να πάμε στον τάφο του Χριστού ν’ αλείψουμε το άχραντο σώμα Του με αλόη και με σμύρνα.
Λοιπόν τουλάχιστο ας σηκωθούμε πρωί – πρωί κι ας Τον δοξολογήσουμε με ύμνους: «και αντί μύρου τον ύμνον προσοίσωμεν τω Δεσπότη».
Το πρώτο τροπάρι της η’ ωδής λέγει: «Δεύτε του καινού της αμπέλου γεννήματος, της θείας ευφροσύνης εν τη ευσήμω ημέρα της εγέρσεως, βασιλείας τε Χριστού κοινωνήσωμεν, υμνούντες αυτάν ως Θεάν εις τους αιώνας». Είναι εμπνευσμένο από τα λόγια που είπε ο Χριστός στους μαθητάδες του, κατά τον Μυστικό Δείπνο που έκανε μαζί τους το Πάσχα: «Και λαβών το ποτήριον ευχαριστήσας έδωκεν αυτοίς, και έπιον εξ αυτού πάντες. και είπεν αυτοίς. τούτο εστί το αίμα μου το της καινής διαθήκης τα περί πολλών εκχυνόμενον αμήν λέγω ημίν ότι ουκέτι ου μη πίω εκ του γεννήματος της, αμπέλου εως της ημέρας εκείνης όταν αυτά πίω καινάν εν τη βασιλεία του θεού» (Μαρκ. ιδ’, 25).
Όσο και να τα νοιώσει κανένας αυτά τα λόγια, θαρρώ πως δεν μπορεί να τα νοιώσει βαθειά, αν δε νοιώσει το μέλος που είναι τονισμένο απάνω στη μουσική που είναι πια αρχαία, κ’ εμείς οι προδομένοι πετάξαμε τη μουσική, ήγουν τη ρίζα, και κρατήσαμε τα φύλλα που δίχως ρίζα είναι μαραμένα.
Αυτά κάνουνε κάτι μοντέρνοι λεγόμενοι ψαλτάδες, που τραγουδάνε αυτά τα σοβαρά λόγια, οπού καταυγάζονται από φως πνευματικό, με κάποιες νερόβραστες μουσικές αισθηματολογίες, κ’ είναι σαν να λέγανε οι παπαγάλοι την Ιλιάδα του Ομήρου!
Η οθρόδοξη Εκκλησία μας από τα τέσσερα Ευαγγέλια που ιστορούνε την Ανάσταση, διάλεξε για το Πάσχα το Ευαγγέλιο του Μάρκου που είνε γραμμένο με λόγια δυνατά και τρομαχτικά, όχι τρομαχτικά να σε πιάσει φόβος, τέτοιον που νοιώθουμε από τα άσκημα καθέκαστα της αμαρτωλής ζωής μας, μα κάποιος άλλος φόβος που μας φέρνει σε έκσταση και σε ενθουσιαστικό θάμπωμα και σε ταπείνωση και σε αγάπη.
Καταπιάστηκα να τα μεταφράσω, μα το παράτησα, γιατί τις αστραπές δε μπορείς να τις παραστήσεις με το τσακμάκι, μήτε τ’ αστροπελέκια με τις τράκες, κι ούτε τον άνεμο που φυσά από τον κόσμο της αθανασίας να τον παραστήσεις με την πεθαμένη ανασαμιά σου για τούτο το βάζω όπως είνε γραμμένο από το χέρι του Μάρκου. μοναχά που το αντιγράφει κανείς, θαρρεί πως αγιάζει:
«Διαγενομένου του Σαββάτου Μαρία η Μαγδαληνή και Μαρία του Ιακώβου και Σαλώμη ηγόρασαν αρώματα ίνα ελθούσαι αλείφωσι τον Ιησούν. Και λίαν πρωί της μιας Σαββάτων άρχονται επί το μνημείον, ανατείλαντος του ήλιου. Και έλεγον προς αυτάς· τις αποκυλίσει ημίν τον λίθον έκ της θύρας του μνημείου; και αναβλέψασαι θεωρούσιν ότι αποκεκύλισται ο λίθος· ην γάρ μέγας σφόδρα. Και εισελθούσα εις το μνημείον, είδον νεανίσκον καθήμενον ςν τοις δεξιοίς, περιβεβλημένον στολήν λευκήν, και εξεθαμβήθησαν. Ο δε λέγει αυταίς· μη εκθαμβείσθε· Ιησούν ζητείτε τον ναζαρηνόν, τον εσταυρωμένον; ηγέρθη, ούκ έστιν ώδε, ίδε ο τόπος όπου έθηκαν αυτόν. Αλλ’ υπάγετε είπατε τοις μαθηταίς αυτού και τω Πέτρω ότι προάγει υμας εις την Γαλιλαίαν εκεί αυτόν όψεσθε, καθώς είπεν υμίν. Και εξελθούσαι ταχύ έφυγον από του μνημείου· είχε δε αυτάς τρόμος και έκστασις, και ουδενί ουδέν είπον, εφοβούντο γαρ».
Δεύτερη αγιασμένη τέχνη για την ορθοδοξία, ύστερα από τη ψαλμωδία, είναι η αγιογραφία. γιατί η υμνογραφία κ’ η μουσική είναι ένα, όπως το δείχνει η λέξη υμνωδία.
Η αγιογραφία είναι η ζωγραφική που κάνει θρησκευτικά ήγουν πνευματικά έργα, γι’ αυτό, και ξεφεύγει από τη λεγόμενη φυσικότητα που είναι ένα μοιάσιμο μάταιο κι άσκοπο της φύσης, όπως κ’ η πίστη ξεφεύγει από τα φυσικά, όντας ένα χάρισμα υπερφυσικό.
Οι πολλοί θαρρούνε πως το φυσικό είναι ένα με τ’ αληθινό, ενώ δέν είναι. η φυσικότητα είναι η ξώπετση και περαστική όψη σε κάθε πράγμα, ενώ η αληθινή και βαθειά ουσία του βρίσκεται παραμέσα, στα βαθειά και δεν εΙμπορεί να παρασταθεί με το να βάζουμε στη ζωγραφιά με ελαφράδα τα σχήματα και τα χρώματα που βλέπει στη μηχανή το σαρκικό μάτι μας, αλλά με το να βρίσκουμε και να αποτυπώνουμε τα σχήματα και τα χρώματα που βλέπει το πνευματικό μάτι μας και που ξεσκεπάζουνται μοναχά στην ψυχή που ζει αληθινά πνευματικά, δηλαδή θρησκευτικά.
Η πνευματική αίσθηση δεν είναι αυτή που λέμε για κάθε τι που είναι μεν σαρκικό, πλην εκλεπτυσμένο, αλλά είναι κάποια μυστική λειτουργία πολύ πιο σπάνια απ΄ ό,τι θαρρούμε κι ολότελα ακατανόητη για τον σαρκικό άνθρωπο, που είναι αναίσθητος στα αληθινά πνευματικά, ήγουν χωρίς μυστικισμό. Τα έργα της ανατολίτικης ζωγραφικής, που τη λένε βυζαντινή, είναι έργα πνευματικά, γιατί οι τεχνίτες που τα κάνανε είχανε αυτή την πνευματική αίσθηση, και μπορέσανε να εκφράσουνε με υλικά μέσα, με σχήματα και με χρώματα, κάποια πράγματα πνευματικά, για τούτο αυτά τα σχήματα και τα χρώματα κι’ ο τρόπος που είναι συνταιριασμένα δεν έχουνε τούτη τη στενή και μηχανική φυσικότητα, άλλα την βαθύτερη ουσία της αλήθειας, κ’ είναι όλα μυστικά, και αναγωγικά στην πνευματική, στην αληθινή αλήθεια.
Αυτά τα έργα της ανατολίτικης αγιογραφίας δέν είναι άσκοπα και νεκρά αλλά δίνουνε τροφή πνευματική σ’ οποίον έχει αίσθηση πνευματική και νοιώθει την αλήθεια της θρησκείας του Χριστού που είναι κρυμμένη μέσα σε μυστήριο: για τούτο είναι απλά και σταθερά στον αιώνα. O νοών νοήτω.
Λοιπόν οι δικοί μας ορθόδοξοι αγιογράφοι ζωγραφίζουνε την Ανάσταση μ’ αυτόν τον πνευματικό τρόπο, ενώ οι δυτικοί ζωγράφοι τη ζωγραφίζουνε με τρόπο σαρκικό και αντιπνευματικό, γιατί τους λείπει η αίσθηση η πνευματική. Κι’ αυτοί που τα νοιώθουνε χωρίζουνται σε πνευματικούς και σε σαρκικούς. Μα κ’ εμείς ξεπέσαμε εξ αιτίας της απιστίας, κ’ επειδή στομώθηκε μέσα μας ο πνευματικός άνθρωπος, κι από πνευματικοί γενήκαμε κ’ εμείς σαρκικοί, δηλαδή νεκροί, γιατί όποιος δεν ζει και δεν αισθάνεται πνευματικά, είναι πεθαμένος, κατά τον άγιο Γρηγόριο τον Σιναΐτη.
Η πνευματική αίσθηση βγαίνει από το συμμάζεμα της καρδιάς, ή από τον πόνο της ψυχής κι από την ταπείνωση του νου. Μ’ αυτόν τον τρόπο η ψυχή βρίσκει το μυστικό μονοπάτι που πηγαίνει μέσα στα έγκατα του ανθρώπου. Αλλά πάλι ξεστράτισα από τη σειρά της ομιλίας μου.
Λοιπόν την Ανάσταση τη ζωγραφίζουνε οι βυζαντινοί αγιογράφοι χωρίς εκείνες τις θεαματικές φαντασμαγορίες που ζωγραφίζουνε οι δυτικοί ζωγράφοι. Αλλά με αυστηρότητα, με ταπεινό και σοβαρό πνεύμα που έχει ωστόσο κάποια θριαμβευτική πνοή, πλην ξένη ολότελα από την ανόητη ματαιοδοξία των κοσμικών θριάμβων.
Την Ανάσταση την λένε τις περισσότερες φορές «εις Άδην κάθοδον». Κατά την Ερμηνεία των ζωγράφων η υπόθεσις της Αναστάσεως παριστάνεται κατά τούτον τον τρόπο: «Όρη και βουνά και απ’ αυτά σπήλαιον σκοτεινόν, και άγγελοι αστράπτοντες δένουσι με αλύσεις Βεελτζεβούλ τον άρχοντα του σκότους και τους μετ’ αυτών δαίμονας κατασχίζουν, τύπτουν και διώκουν. και κλειδονίας πολλές καταθλασμένας και οι πύλαι του Άδου ερριμέναι συν τοις άλλοις, και ο Χριστός επ’ αυτών πατών κρατεί τον Αδάμ με την δεξιάν του και την Εύαν με την αριστεράν ο δε Πρόδρομος εκ δεξιών του Χριστού δεικνύει αυτόν και ο Δαυίδ πλησίον αυτού ως και άλλοι βασιλείς με στέμματα και στέφανα. αριστερά δε οι προφήται Ιωάννης, Ησαΐας, Ιερεμίας και ο δίκαιος Άβελ και άλλοι διάφοροι εστεφανωμένοι. φως δε μέγα κύκλω αυτών και αγγέλων πλήθος».
Ο Χριστός παριστάνεται τυλιγμένος με ένα ιμάτιον ευρύπτυχον ανεμιζόμενον απάνω από την κεφαλή του, πατώντας με ορμή απάνω στις καστρόπορτες του Άδου που κείτουνται σπασμένες. Τα χέρια του και τα πόδια του είναι τρυπημένα από τα καρφιά του σταυρού.
Σε άλλες εικόνες της Ανάστασης, που είναι πια αρχαίες, ο Χριστός βαστά με το δεξί χέρι τον σταυρό και με τ’ αριστερό τραβά τον Αδάμ από το μνήμα, ενώ η Εύα είνε γονατισμένη με τα χέρια της τεντωμένα στον λυτρωτή.
Σε άλλες εικόνες ο Χριστός πατά απάνω στον Άδη που κείτεται προύμιτος κι αλυσοδεμένος μέσα στα σκοτεινά καταχθόνια. Ανάμεσα στους δικαίους, που στέκουνται από τις δυο μεριές του Χριστού, είναι κι ο άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος, κατά τον υμνωδό που λέγει πως μαρτύρησε πριν από τον Χριστό «ίνα και τοις εν Άδη του Σωτήρος κήρυξη την έλευσιν», όπως κήρυξε τον ερχομόν Του στον απάνω κόσμο.
Κ’ οι προφήτες παραστέκουνται γιατί προφητέψανε την Ανάσταση, κι ο Άβελ ωσάν που στάθηκε ο πρώτος αδικοσκοτωμένος μάρτυρας.
Κ’ οι κλειδαριές οι σπασμένες και τα μάνταλα δείχνουνε τις καταραμένες αμπάρες που βαστούσανε σφαλισμένες τις ψυχές μέσα στο σκοτεινό βασίλειο του χάρου, κατά το τροπάρι που λέγει: «Κατήλθες εν τοις κατωτάτοις της γης και συνέτριψας μοχλούς αιωνίους, κατόχους πεπεδημένων, Χριστέ».
Βλέπεις πώς οι αγιογράφοι πέρνανε έμπνευση από την αγιογραφία. γιατί στην ορθοδοξία τα έργα της κάθε τέχνης είναι υπομνήματα στο Ευαγγέλιο, κι’ όχι άσκοπα εφευρήματα της φαντασίας.
Άλλο τροπάρι που θυμίζει την εικόνα της Ανάστασης είναι και τούτο: «Την έμετρόν σου ευσπλαχνίαν οι ταις του Άδου σειραίς συνεχόμενοι δεδορκότες προς το φως ηπείγοντο, Χριστέ, αγαλλομένω ποδί, Πάσχα κροτούντες αιώνιον».
Η ίδια η εικόνα της Ανάστασης, όπως τη ζωγραφίζανε οι ορθόδοξοι αγιογράφοι, θαρρείς πώς είναι με λόγια ζωγραφισμένη στο τροπάρι που ψέλνουμε μικροί μεγάλοι: «Χριστός ανέστη εκ νεκρών θανάτω θάνατον πατήσας και τοις έν τοις μνήμασι ζωήν χαρισάμενος».
Πού τις βρήκανε λοιπόν τις σημαίες και τα μπαριάκια που βάζουνε να βαστά ο Χριστός; Αυτά τα εφεύρανε οι ζωγράφοι της δύσης που τα κάνανε όλα κατά τη μικρόλογη φαντασία τους και που αγαπούσανε αυτά τα θεατρικά, και βάλανε έναν κρίνο στο χέρι του αρχάγγελου Γαβριήλ που πήγε στην Παναγία, κάτι γύρους σαν τσέρκια καθισμένα απάνω στα κεράλια των αγίων, μια καρδιά με αχτίνες κολλημένη στο στήθος του Χριστού, δαχτυλίδια στο χέρι της αγίας Αικατερίνας, μαντολίνα και κιθάρες στα χέρια των αγγέλων, κ’ ένα σωρό άλλα τέτοια φτηνά στολίδια, ανάξια για τη βαθειά θρησκεία του Χριστού.
Κ’ εμείς που δεν ξέρουμε τι μας γίνεται, τώρα τελευταία που πολιτισθήκαμε τάχα κ’ ευρωπαϊσθήκαμε, βάλαμε στις εκκλησίες μας αυτές τις άνοστες χαλκομανίες μαζί με τις ανάλατες μοντέρνες μουσικές, (αυτά πάνε συνέχεια), κι αφήσαμε τα πατρογονικά μας που ήτανε βαθειά κι αληθινά, και γινήκαμε παπαγάλοι και μαϊμούδες, και καμαρώνουμε γιατί πετάξαμε τα διαμάντια και στολισθήκαμε με τις χάντρες που βάζουνε στα άλογα, φτάνει πως είναι κανωμένες στην Ευρώπη.
Οι δυτικοί ζωγράφοι ζωγραφίζουν τον Χριστό να αναστήνεται από τον τάφο γυμνός και έπιδειχτικός σαν να αλαλάζει, καλοχτενισμένος, με παχουλό και ροδαλό κορμί όπως τον άνθρωπο που έκανε μπάνιο. Βαστά στό χέρι του μια σημαία και τ’ άλλο το σηκώνει ψηλά ή σηκώνει και τα δυο του τα χέρια απάνω. Ενας άγγελος ασπροντυμένος κι ανέκφραστος, σαν νοσοκόμα, κάνει πως κυλά την ταφόπλακα. Πεντέξη στρατιώτες κάνουνε κάτι προσποιητές χειρονομίες σαν θεατρίνοι, πως τάχα τους έπιασε φόβος. Το πρόσωπο του Χριστού είνε γαλατένιο, με τριανταφυλλιά μάγουλα, σαν καλοφαγωμένη γυναίκα, με κάτι ψεύτικα κι αταίριαστα γένεια. Πίσω ο ουρανός είναι σαν κάρτ – ποστάλ με σύννεφα ζωγραφισμένα από κάποιο βασίλεμα εκ του φυσικού. Μ’ αυτά τα πράγματα θέλουνε να παραστήσουνε τον κόσμο της αθανασίας και της αλήθειας που μας έδειξε ο Χριστός, με καλοθρεμένα κορμιά, με αγγέλους που φοράνε κολλαρισμένα ρούχα, με θεατρίνους και με κρεπούσκουλα του κινηματόγραφου.
Οι βυζαντινοί αγιογράφοι φιλοτεχνήσανε εξαίσιες εικόνες της Ανάστασης, με την αποκαλυπτική απλότητα της αλήθειας, κι όχι θεατρικές σκηνοθεσίες. Απ’ αυτές τις εικόνες, άλλες είναι ζωγραφισμένες σε σανίδια κι άλλες στον τοίχο, και λιγοστές κανωμένες με ψηφία. Με ψηφία είναι του Δαφνιού, του Οσίου Λουκά και της Νέας Μονής της Χίου. Του Δαφνιού είναι μαστορική, μα του Όσιου Λουκά και της Νέας Μονής είναι πιο θρησκευτικές. Του Οσίου Λουκά είναι δογματική και λιγοπρόσωπη.
Απ’ όσες εικόνες είναι στον τοίχο ιστορημένες, ξεχωρίζει η Ανάσταση που είναι ζωγραφισμένη στην Περίβλεπτο του Μυστρά, μιαν άλλη που βρίσκεται στην Πόρτα Παναγιά της Θεσσαλίας, μιαν άλλη που ζωγράφισε ο Πανσέληνος στο Πρωτάτο στ’ Άγιον Όρος, καθώς κ’ η Ανάσταση της μονής Βατοπεδίου στο Όρος, οι μεγάλες τοιχογραφίες που κάνανε οι φημισμένοι κρητικοί ζωγράφοι στα αγιορίτικα μοναστήρια της Λαύρας, του Διοχειαρίου, του Διονυσίου και στη Μολυβοκκλησιά, δυο τοιχογραφίες κανωμένες από τον Φράγκο Κατελάνο τον εκ Θηβών στο παρεκκλήσι του Αγίου Νικολάου της Λαύρας στ’ άγιον Ορος και στα Μετέωρα στο μοναστήρι της Μεταμόρφωσης το λεγόμενο του Μεγάλου Μετεώρου, έργο των ίδιων Κρητικών αγιογράφων που φτιάξανε τα έργα της μονής του Διονυσίου ή του Διοχειαρίου.
Μα και σε κάθε παληά εκκλησιά της Ελλάδας είναι ζωγραφισμένη η Ανάσταση στον ίδιο τύπο, κατά τα χρόνια που βασιλεύανε οι Τούρκοι, όπως στην Καισαριανή, στα ρημοκκλήσια του Μαρουσιού, του Λιόπεσι, του Μαρκόπουλου, στη Σαλαμίνα, τα περισσότερα έργα του Γεωργίου Μάρκου, στον Μοριά τα έργα των Μόσχων, του Κακαβά, του Παιδιώτη του Κρητός κ.ά.
Στα νησιά δεν βρίσκουνται τοιχογραφίες, αλλά βρίσκουνται εικονίσματα της Ανάστασης ζωγραφισμένα σε σανίδι, έργα του Δαμασκηνού στην Κρήτη, του Τζάνε, του Βίκτορος, του Λαμπάρδου κ.ά. στα Εφτάνησα, των Σκορδίληδων στη Μήλο και στη Σίφνο.
Στην Εύβοια βρίσκουνται λαμπρές εικόνες της Ανάστασης ιστορημένες στον τοίχο, όπως στον Οξύλιθα, στο Μοναστήρι Γαλατάκι, στη Χρυσοκαστυλλιώτισσα κοντά στο κάστρο, των Φύλλων, στον άγιο Γιώργη τον Αρμά, στις Λεύκες κ.ά.
Μαστορικές εικόνες της Ανάστασης, βρίσκουνται στορημένες και μέσα σε χειρόγραφα βιβλία στα Μοναστήρια του Βατοπεδίου, της Λαύρας και των Ιβήρων, καθώς κι άλλες δουλεμένες στο ασήμι ή στο μάλαμα, απάνω στα καπάκια τους σκαλισμένες.