Ο Βασίλης Τσιτσάνης υπήρξε μία από τις σημαντικότερες φυσιογνωμίες τού ρεμπέτικου και της λαϊκής μουσικής.
Γεννήθηκε στα Τρίκαλα στις 18 Ιανουαρίου του 1915. Οι γονείς του ήταν Ηπειρώτες κι εκτός από τον Βασίλη είχαν άλλα τέσσερα παιδιά, τρία αγόρια κι ένα κορίτσι.
Ο πατέρας του, τσαρουχάς στο επάγγελμα, είχε ένα μαντολίνο με το οποίο έπαιζε κλέφτικα τραγούδια. Αυτά ήταν τα πρώτα ακούσματα του μικρού Βασίλη, μαζί με τις βυζαντινές ψαλμωδίες που άκουγε στην εκκλησία. Παρότι τον συνέπαιρνε η μουσική, πρωτόπιασε το όργανο στα χέρια του μετά τον θάνατο του πατέρα του το 1926 και το μετέτρεψε σε μπουζούκι.
1915-1935: Το ξεκίνημα στα Τρίκαλα
Στα γυμνασιακά του χρόνια άρχισε να αποκτά κάποιες γνώσεις μουσικής, μαθαίνοντας βιολί. Με αυτό συμμετείχε και σε κάποιες τοπικές εκδηλώσεις, προκειμένου να συνεισφέρει οικονομικά στην οικογένειά του. Αν και δεν είχε εμφανιστεί ακόμα δημοσίως με το μπουζούκι, καθώς ήταν απαγορευμένο και χωρίς καμία κοινωνική καταξίωση, έγραψε τα πρώτα του τραγούδια πάνω σ’ αυτό, σε ηλικία μόλις 15 ετών.
1935-1937: Τα πρώτα χρόνια στην Αθήνα
Το φθινόπωρο του 1936 κατέβηκε στην Αθήνα για να σπουδάσει Νομική και προκειμένου να συμπληρώσει το εισόδημά του έπιασε δουλειά στο νυχτερινό κέντρο «Μπιζέλια».
Τον επόμενο χρόνο γνώρισε τον τραγουδιστή Δημήτρη Περδικόπουλο, ο οποίος τον πήγε στην Odeon, όπου ηχογράφησε το πρώτο του τραγούδι «Σ’ έναν τεκέ μπουκάρανε» (1937).
Η «Αρχόντισσα», από τα σπουδαιότερα τραγούδια στην ιστορία τής ελληνικής μουσικής, ήταν ένα από τα δεκάδες που ακολούθησαν.
Την ίδια περίοδο, τραγούδια του, όπως «Να γιατί γυρνώ» και «Γι’ αυτά τα μαύρα μάτια σου», ερμήνευσαν ο Στράτος Παγιουμτζής, ο Στελλάκης Περπινιάδης, ο Στέλιος Κερομύτης, αλλά και ο Μάρκος Βαμβακάρης. Όμως, τα τραγούδια του Τσιτσάνη δεν επιτρέπεται τότε να επεκταθούν πολύ. Η εποχή επιβάλλει εμβατήρια, ενώ η δικτατορία Μεταξά απαγορεύει τόσο τα προϋπάρχοντα τραγούδια του ρεμπέτικου περιθωρίου, όσο και τις εμφανείς ανατολίτικες μελωδίες.
Ο ίδιος, που έχει ήδη αρχίσει να χαρακτηρίζεται, υπηρετεί στο στρατό, στο Τάγμα Τηλεγραφητών, στη Θεσσαλονίκη. Παίρνει άδειες και ποτέ δεν γυρνά στην ώρα του, γεγονός που εξοργίζει τους διοικητές του, σε μία στρατοκρατούμενη κοινωνία.
Τα χρόνια τής κατοχής τα περνά στη Θεσσαλονίκη, όπου ανοίγει ένα δικό του κουτούκι, το «Ουζερί Τσιτσάνη», στην οδό Παύλου Μελά. Παράλληλα, γράφει ορισμένες από τις μεγάλες επιτυχίες του («Αχάριστη», «Μπαξέ τσιφλίκι», «Τα πέριξ», «Νύχτες μαγικές», «Ζητιάνος της αγάπης», «Ντερμπεντέρισσα», «Συννεφιασμένη Κυριακή»), που θα ηχογραφήσει μετά τον πόλεμο, όταν θα ανοίξουν και πάλι τα εργοστάσια δίσκων.
Το 1946 εγκαθίσταται ξανά στην Αθήνα. Η εποχή του εμφυλίου αποτελεί άλλη μια πηγή έμπνευσης για τον Τσιτσάνη. Τα τραγούδια του όμως λογοκρίνονται και πάλι. Ορισμένα καταφέρνει και τα εκδίδει, επινοώντας διάφορα τεχνάσματα, πολλά κυκλοφόρησαν αρκετά χρόνια μετά, ενώ κάποια δεν εκδόθηκαν ποτέ.
Το τέλος τού εμφυλίου σημαίνει ταυτόχρονα και την πλήρη αποδοχή τού Βασίλη Τσιτσάνη. Τα τραγούδια του αρχίζουν και ακούγονται πλέον πιο ελεύθερα, ενώ ο Τσιτσάνης γίνεται ο πρωτοπόρος τού λεγόμενου «αρχοντορεμπέτικου» μουσικού είδους, που αποτελεί τον πρόδρομο του λαϊκού τραγουδιού.
Ώς το 1955 φέρνει στο προσκήνιο νέες φωνές που δένονται μαζί του, όπως η Μαρίκα Νίνου, η Σωτηρία Μπέλλου και ο Πρόδρομος Τσαουσάκης. Ακόμα, ο Στέλιος Καζαντζίδης, ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης, ο Πάνος Γαβαλάς, ο Μανώλης Αγγελόπουλος, η Καίτη Γκρέυ, η Πόλυ Πάνου, η Χαρούλα Λαμπράκη, ο Σταμάτης Κόκοτας κ.ά. ερμηνεύουν διαχρονικά τραγούδια του: «Ίσως αύριο» (1958), «Τα λιμάνια» (1962), «Τα ξένα χέρια» (1962), «Μείνε αγάπη μου κοντά μου» (1962), «Κορίτσι μου όλα για σένα» (1967), «Καλαμπακιώτισσα» (1968), «Απόψε στις ακρογιαλιές» (1968), «Κάποιο αλάνι» (1968), «Της Γερακίνας γιος» (1975), «Δηλητήριο στη φλέβα» (1979).
Το 1980, με πρωτοβουλία της UNESCO, ηχογραφείται ένας διπλός δίσκος με τίτλο «Χάραμα», όπως λεγόταν το μαγαζί στο οποίο ο Τσιτσάνης εμφανιζόταν τα τελευταία 14 χρόνια τής καριέρας και της ζωής του. Σ’ αυτόν τον δίσκο παίζει μια σειρά από κλασικά του τραγούδια, αλλά και πολλά αυτοσχεδιαστικά κομμάτια στο μπουζούκι. Με την έκδοσή του στη Γαλλία, το 1985, παίρνει το βραβείο τής Μουσικής Ακαδημίας Charles Gross. Όμως, στο μεταξύ, ο κορυφαίος δημιουργός έχει φύγει για πάντα…
Ο Βασίλης Τσιτσάνης άφησε την τελευταία του πνοή ανήμερα των 69ων γενεθλίων του, στις 18 Ιανουαρίου του 1984, στο νοσοκομείο Brompton του Λονδίνου, έπειτα από επιπλοκές μιας εγχείρησης στους πνεύμονες. Μέχρι και 24 μέρες πριν εμφανιζόταν κανονικά στο «Χάραμα» και δούλευε καινούργια τραγούδια.
Η μουσική τού Τσιτσάνη
Ο Τσιτσάνης στα προπολεμικά του τραγούδια φαίνεται να είναι επηρεασμένος από τα λαϊκά τραγούδια τής εποχής του. Πάντα τόνιζε ότι το Σμυρνέικο ύφος με τα μακρόσυρτα αχχ και το κλάμα τού βιολιού δεν τον τραβούσαν. Ξεκάθαρα δεν είπε αν επηρεάστηκε από τα τραγούδια τού Μάρκου και των άλλων μπουζουξήδων του Πειραιά, Μπάτη, Δελιά, Κηρομύτη. Τα πιο πολλά προπολεμικά του τραγούδια έχουν χαρακτηριστικές ομοιότητες με άλλα της εποχής τους, ενώ μέσα από αυτά διακρίνουμε κάποια με εντελώς νέο ύφος.
Από τότε αρχίζει πλέον να μπαίνει στη δισκογραφική παραγωγή (μέσα του 1937). Αν και 20ρης και ξένος μέσα στο περιβάλλον της Αθήνας αλλά και των άλλων δημιουργών, το πηγαίο ταλέντο του δεν μπορεί να κρυφτεί και έτσι δεν αργεί να συνεργαστεί στις ηχογραφήσεις με όλους τους γνωστούς παράγοντες του ρεμπέτικου. Ο Τσιτσάνης, βάζοντας το προσωπικό του διαφορετικό ύφος, αρχίζει να διαμορφώνει ένα δικό του στυλ γραφής, πάνω στο οποίο θα πορευτεί το λαϊκό τραγούδι για μιάμιση δεκαετία. Χαρακτηριστικό του είναι ότι το κάθε τραγούδι το «παιδεύει» πολύ και όπως είπαν κάποιοι για να γράψει ένα τραγούδι πετούσε πέντε!
Οι πηγές έμπνευσης του στίχου του προκύπτουν συνήθως από απλά περιστατικά της ζωής που η ρουτίνα τα αφήνει να περνάνε απαρατήρητα αλλά αξίζουν προσοχής. Ο Τσιτσάνης εμβαθύνει στα προσωπικά συναισθήματα, δεν είναι απλά περιγραφικός και σαν άλλος σεναριογράφος πλάθει εικόνες ποιητικές για να κάνει ελκυστικό το δημιούργημα του, σαν λαϊκό μυθιστόρημα. Ο ρυθμός (χορός τον ονομάζει σε συνέντευξη του στον Χατζηδουλή) και ο δρόμος τής μουσικής επένδυσης επιλέγεται προσεκτικά και η ανάπτυξη του τραγουδιού έχει να κάνει άμεσα με το θέμα του στίχου.
Το σημείο που διαφοροποιείται από τους άλλους συνθέτες είναι οι εισαγωγές του που είναι περίτεχνες και συχνά πρωτότυπες. Στις ηχογραφήσεις του χρησιμοποιεί συνήθως ένα μπουζούκι, μπαγλαμά και κιθάρα. Σε ένα τραγούδι έβαλε βιολί και σε πολύ λίγα δύο μπουζούκια, όπου το δεύτερο παίζει συνοδευτικά ακομπανιαμέντα, ενώ ακορντεόν όπως και πολλοί άλλοι δεν χρησιμοποίησε προπολεμικά.
Από το 1941 που βρίσκεται στη Θεσσαλονίκη ο τρόπος γραφής του είναι εντελώς προσωπικός είτε τα τραγούδια είναι με δικούς του στίχους είτε με στίχους άλλων είτε συνεργαζόμενος στους στίχους.
Μετά τον πόλεμο ο Τσιτσάνης κατεβαίνει από τη Θεσσαλονίκη με 70 νέα τραγούδια αλλά έχει να «παλέψει» με νέα μεγάλα θηρία τους Μητσάκη, Καλδάρα, Χιώτη, Μπακάλη, Κλουβάτο κ.ά. και έτσι προσπαθεί για το καλύτερο και δημιουργεί νέες μεγάλες συνθέσεις, που μαζί με τα μεγάλα τραγούδια των άλλων λαϊκών συνθετών, σημάδεψαν και έφτασαν στη δεκαετία 1946-’55 πολύ ψηλά το λαϊκό μας τραγούδι ! Πολλοί μιλάνε για την καλύτερη εποχή του ρεμπέτικου!
Η παρουσία των μεγάλων μαέστρων των εταιρειών Σπύρου Περιστέρη και Δημήτρη Σέμση Σαλονικιού, που με τις ενορχηστρώσεις τους και τις άψογες εκτελέσεις και ηχογραφήσεις έδωσαν πνοή και οντότητα στο μουσικό όραμα του Τσιτσάνη και όλων των τότε συνθετών, δείχνει το μεγαλείο και τη μουσικότητα του Έλληνα, είτε κατάγεται από την Πόλη είτε από τη Σμύρνη είτε από την «παλιά» Ελλάδα.
Αξίζει να σημειωθεί ότι έναν χρόνο πριν από τον θάνατό του, τον Ιανουάριο του 1983, ο Β. Τσιτσάνης μίλησε στον Κώστα Αλεξιάδη, και μεταξύ άλλων είχε πει: «Τα τραγούδια μου δεν έγιναν τυχαία τόσο αγαπητά και αναπόσπαστος σύντροφος των ξενιτεμένων και όλων των ανθρώπων του λαού. Είναι αυτά που εξιστορούν και τραγουδούν τα παθήματα, τις χαρές και τις λύπες τους».
Ο Βασίλης Τσιτσάνης ζει ακόμα στις καρδιές μας, δίνοντας το παρόν κάθε μέρα στα πάλκα, διασκεδάζοντας τους απλούς λαϊκούς ανθρώπους αλλά και τον κόσμο της μαγκιάς.
Τέλος, αξίζει να σημειωθεί ότι μαρτυρίες και πολλά βιογραφικά στοιχεία για τον Β. Τσιτσάνη περιλαμβάνονται στα δύο αξιόλογα βιβλία, που έγραψε ο συντοπίτης μας Σώτος Αλεξίου με τίτλους «Βασίλης Τσιτσάνης, η παιδική ηλικία ενός ξεχωριστού δημιουργού» (Εκδ. Καστανιώτη – 1988) και «Ο ξακουστός Τσιτσάνης» (Εκδ. Κοχλίας – 2003).
Καλαμπακιώτισσα – 1968
Στίχοι: Βασίλης Τσιτσάνης, Βλάχος
Μουσική: Βασίλης Τσιτσάνης, Βλάχος
1η εκτέλεση: Βασίλης Τσιτσάνης, Βλάχος & Καίτη Γκρέυ
Στην Καλαμπάκα μια βραδιά
θα πάω να μεθύσω
γιατί με κάποια τρελή ξανθιά έχω σεβντά
θέλω να της μιλήσω
Στους βράχους τα Μετέωρα
τα δροσερά βραδάκια
το ραντεβού θα δίνουμε, τρελή ξανθιά,
θ’ αλλάζουμε φιλάκια
Πολλά τραγούδια θα σου πω
γιατί πολύ μ’ αρέσεις
Καλαμπακιώτισσα μικρή, τρελή ξανθιά
θέλω να με προσέξεις
Ε.Κ.Δ.
Ακολουθήστε το tameteora.gr στο Google News!