Συμπληρώνονται φέτος 73 χρόνια από τη μαύρη εκείνη ημέρα της πυρπόλησης τής πόλης μας από τα γερμανικά στρατεύματα Κατοχής στις 18 Οκτωβρίου του 1943 και 72 έτη από την ημέρα της απελευθέρωσής της.
Ας δούμε όμως πώς περιγράφονται τα γεγονότα αυτά από τον Δάσκαλο και συγγραφέα Στέφανο Θανασούλα.
Η Μάχη της Καλαμπάκας
Μετά από τη Μάχη της Καλαμπάκας τη Μεγάλη Πέμπτη, 23 Απριλίου 1943, εγκατέλειψαν την πόλη όλοι οι κάτοικοί της φοβούμενοι νέες επιδρομές των Ιταλών αλλά και αντίποινα.
Παίρνοντας λοιπόν μαζί τους ό,τι μπορούσαν και τα πλέον απαραίτητα, έστησαν στις ερημιές του Κόζιακα και των Χασίων πρόχειρες καλύβες κι έμειναν εκεί. Άλλοι εγκαταστάθηκαν σε διάφορα χωριά εκεί, άλλοι έφυγαν στα Τρίκαλα και στην Αθήνα και πολλοί πήγαν στο μοναστήρι του Βυτουμά, όπου δεν πήγαν ποτέ οι Γερμανοί, παρόλο που αυτοί αργότερα χτένισαν όλη την περιοχή του Κόζιακα.
Μέσα στην πόλη μόνο στελέχη των οργανώσεων του ΕΑΜ έβλεπε κανείς και λίγους αντάρτες του ΕΛΑΣ και ντόπιους εφεδροελασίτες και κάποιους πότε πότε περαστικούς διάφορων κλιμακίων αντιστασιακών οργανώσεων και Άγγλους απεσταλμένους.
Σ’ αυτή την κατάσταση βρήκε την Καλαμπάκα η συνθηκολόγηση των Ιταλών στις 3 Σεπτέμβρη 1943. Και η ιταλική Μεραρχία Πινερόλο στα Τρίκαλα με το στρατηγείο της μερικές χιλιάδες στρατιώτες και τον οπλισμό της αποσύρθηκε προς την Πύλη και τον Κόζιακα. Δύο δε κανόνια της τα πήρε ο ΕΛΑΣ και τα προώθησε προς το Μουργκάνι.
Ωστόσο, στην Καλαμπάκα δεν επέστρεψαν οι κάτοικοί της κι εξακολουθούσε να είναι σχεδόν έρημη […].
Δεν πέρασαν όμως παρά λίγες μόνο ώρες και φάλαγγα μηχανοκίνητων γερμανικών φάνηκαν να έρχονται προς την Καλαμπάκα. Με καταιγισμό πυροβόλων και πολυβόλων η φάλαγγα επιτέθηκε κατά των υψωμάτων, όπου λίγοι Ελασίτες που ήταν εκεί δεν ήταν δυνατόν να τα κρατήσουν κι αναγκάστηκαν να τα εγκαταλείψουν και να υποχωρήσουν προς τα υψώματα της Τζέρτζης. Οι Γερμανοί μπήκαν στην έρημη πόλη, λεηλάτησαν και πυρπόλησαν εξήντα σπίτια στο κέντρο της και λίγο πριν απ’ τα μεσάνυχτα πήραν τον δρόμο της επιστροφής τους στα Τρίκαλα.
Ένας μήνας πέρασε απ’ τη νύχτα εκείνη και λίγοι Καλαμπακιώτες έρχονταν στην πόλη για γεωργικές κυρίως εργασίες ή για να πάρουν κάτι απ’ το σπίτι τους που τους χρειαζόταν στην προσφυγιά τους. Και μόνο λίγοι, αψηφώντας τον κίνδυνο, έμεναν και δυο τρεις μέρες και διανυκτέρευαν ακόμη.
Η Πυρπόληση της Καλαμπάκας
Τα ξημερώματα της 18ης Οκτωβρίου 1943 τους ξύπνησε ο αχός των μηχανοκίνητων που αντιβούιζαν στα βράχια και μεγάλωνε, καθώς πλησίαζαν στην Καλαμπάκα. Κι ήταν πλήθος πολύ, που ερχόταν από τα Τρίκαλα.
Σε λίγο η πρώτη οβίδα του γερμανικού πυροβολικού έσκασε στον τρούλο της εκκλησιάς του μοναστηριού του Αγίου Στεφάνου. Μια δεύτερη που σημάδευε φαίνεται το ψηλό καμπαναριό της «μεγάλης εκκλησιάς», το χτύπησε ξυστά χωρίς ζημιά και πήγε κι έσκασε στον βράχο της Αϊάς. Η καμπάνα δε που μέχρι τότε σήμαινε συναγερμό, βουβάθηκε απ’ τη στιγμή εκείνη και ως έναν χρόνο αργότερα.
Δεν μπορεί να μιλήσει, αλήθεια, κανείς για αντίσταση των λίγων Ελασιτών, ούτε ήταν δυνατόν να εμποδίσουν την προέλαση των Γερμανών τα λίγα βλήματα των κανονιών που είχαν πάρει απ’ τους Ιταλούς.
Το φως των φωτοβολίδων, σημείο κατάληψης της Καλαμπάκας, ακολούθησαν οι πρώτες φλόγες στα σπίτια, που άρχισαν να πυρπολούνται, κι ακολουθούσαν των άλλων όλων. Φλόγες τεράστιες, γλώσσες πύρινες μυριάδες, σαν από κόλαση φωτιάς υψώνονταν ώς τα ουράνια λες όλη τη νύχτα εκείνη. Και φώτιζαν τραγικά τους βράχους των Μετεώρων, που μόνον αυτοί έμειναν ορθοί, γιγάντιοι, ακατάβλητοι απ’ τους χιτλερικούς δαίμονες, να μοιάζουν παράξενα, απόκοσμα θεριά, ανάμεσα στα σύγνεφα καπνού. Ήταν ένα θέαμα που μου είναι αδύνατο να περιγράψω.
Το πρωινό της άλλης μέρας βρήκε την πόλη ολοκληρωτικά καταστραμμένη να κάθεται σε ερείπια. Και τα χαλάσματα της έχασκαν απαίσια και φριχτά στη μορφή τους.
Κάποιοι Καλαμπακιώτες δεν πρόλαβαν ν’ απομακρυνθούν από τον τόπο της καταστροφής, καθώς ήταν ανήμποροι και άρρωστοι, και τους εκτέλεσαν οι Γερμανοί που τους βρήκαν στον δρόμο τους πίσω απ’ τα βράχια. Τα κουφάρια τους τα βρήκαν εκεί οι δικοί τους λίγες μέρες αργότερα. Κι ήταν αυτοί ο δικηγόρος Χρήστος Σακελλαρίδης, ο Βησσάρης Γκούτρας, ο Γιώργος Παπαγεωργίου κι ο Θανάσης Τάκος.
Μετά την πυρπόληση της Καλαμπάκας οι Γερμανοί συνέχισαν τις εκκαθαριστικές τους επιχειρήσεις προς την περιοχή της Πίνδου.
Θύματα της γερμανικής θηριωδίας κατά το διάστημα των εκκαθαριστικών επιχειρήσεων των Ναζί στην περιοχή της Πίνδου ανέρχονται σε μια εκατοντάδα περίπου κατοίκων των εκεί χωριών, μεταξύ των οποίων και η δεκαεφτάχρονη Καλαμπακιώτισσα Μαρία Αρσενίου που είχε καταφύγει με την οικογένεια της στον Κλεινοβό.
Απ’ τα ώς χίλια και πάνω οικοδομήματα της Καλαμπάκας μόνο τέσσερα γλίτωσαν από τη γερμανική πυρομανία. Αυτά τα χρησιμοποίησαν οι ίδιοι με την εγκατάσταση σ’ αυτά φρουράς μέχρι τέλους του πολέμου. Ήταν δε αυτή η φρουρά σαν ένα κέντρο υποδοχής των διερχομένων Γερμανών από και προς την Ήπειρο και Θεσσαλία.
Εκείνη την εποχή ακόμα κι όλα τα δέντρα της αγροτικής περιφέρειας Καλαμπάκας κόπηκαν απ’ τους Γερμανούς και μεταφέρθηκαν στα Τρίκαλα και σ’ άλλες θεσσαλικές πόλεις γερμανοκρατούμενες. Οι μεταφορές γίνονταν μ’ αυτοκίνητο ή το τρένο, τον «καρβουνιάρη» των θεσσαλικών σιδηροδρόμων που έθεσαν σε κυκλοφορία με Γερμανούς μηχανοδηγούς και Έλληνες σιδηροδρομικούς […].
Με συνεργείο των πολιτών, που αγγάρευαν στα Τρίκαλα κι έφεραν στην Καλαμπάκα, οι Γερμανοί αποσύνδεσαν τις σιδηροτροχιές της σιδηροδρομικής γραμμής και τις μετέφεραν στο ανατολικό μέτωπο.
Η σιδηροδρομική αυτή γραμμή έφτανε 18 χιλιόμετρα από την Καλαμπάκα. Είχαν ιδρυθεί δε σιδηροδρομικοί σταθμοί που στεγάζονταν σε ωραιότατα κτήρια, ένας λίγο κάτω απ’ το Καστράκι, όπου σήμερα υπάρχει ο στρατιωτικός σχηματισμός Π.Α.Π., άλλος στο Μουργκάνι, όπου σήμερα βρίσκεται εξοχικό κέντρο, και άλλος κοντά στην Οξύνεια, όπου σώζονται ακόμα οι τοίχοι του.
Πολλοί από τα γειτονικά χωριά, όπου οι Γερμανοί έκαναν αιφνιδιαστικές επιδρομές, οδηγήθηκαν στην Καλαμπάκα κι εκτελέστηκαν. Ομαδική δε εκτέλεση έγινε κοντά στο λόφο του Αϊ-Λιά δεκαοχτώ κατοίκων της Βασιλικής, όπου ομάδα Γερμανών διέπραξε ατιμωτική πράξη σε βάρος Ελληνίδας κόρης, Καλαμπακιώτισσας, που έμεινε εκεί και τελικά τρελάθηκε.
Αναφέρεται τέλος η εκτέλεση πολλών Καστρακινών που τόλμησαν να πάνε για κάποια δουλειά στα χωράφια τους, όπως και μιας δεκάδας άλλων, που βρέθηκαν στον Καστρακινό μύλο για ν’ αλέσουν λίγο καλαμπόκι. Τούτους εκτέλεσε με το αυτόματό του ένας Γερμανός που μπήκε έξαλλος στον μύλο, σε αντίποινα, όπως μαθεύτηκε, διότι είχε λάβει γράμμα απ’ τους δικούς του στη Γερμανία, που τον πληροφορούσαν ότι σκοτώθηκε ο αδελφός του στο ανατολικό μέτωπο.
Με τον ερχομό του χειμώνα του 1943 αρκετές οικογένειες Καλαμπακιωτών που έμειναν σε καλύβες ή και κάτω από δέντρο, αφού η πόλη είχε καταστραφεί, αναγκάστηκαν να μείνουν σε διάφορα σπίτια Ισραηλιτών, μια και κείνοι είχαν φύγει στα χωριά των Χασίων. Δεν είναι δε λίγα τα όσα υπέφεραν εκεί πέρα απ’ τις στερήσεις, τους εξευτελισμούς απ’ τη συμμορία συνεργατών των Γερμανών, κακοποιών. Διέτρεξαν κινδύνους πολλούς με την τρομοκρατία που επικρατούσε στα Τρίκαλα, με τις εκτελέσεις πατριωτών και τον απαγχονισμό τεσσάρων νεαρών στους φανοστάτες της κεντρικής πλατείας τους.
Η Καλαμπάκα για έναν περίπου χρόνο ήταν εγκαταλειμένη απ’ τους κατοίκους της και είχε γίνει κέντρο διακίνησης των Γερμανών ιδιαίτερα την άνοιξη του 1944, οπότε άρχισε να παρατηρείται μεγαλύτερη κίνησή τους προς την Ήπειρο. Στο σπίτι του Τζίμη Λυτάρη είχε εγκατασταθεί τώρα ανώτερος αξιωματικός ως ρυθμιστής της κίνησης οχημάτων και στρατιωτικών τμημάτων.
Ακόμα οι Γερμανοί είχαν στήσει ένα ξύλινο παράπηγμα στην κεντρική πλατεία και το χρησιμοποιούσαν σαν αναρρωτήριο με διευθυντή ανώτερο αξιωματικό του Υγειονομικού τους. Τούτος, μάλλον πειραματιζόμενος, θεράπευσε ένα δεκαπεντάχρονο αγόρι, τον Βασίλη Αθανασούλα, από βαριάς μορφής αδενοπάθεια.
Αυτό το αναρρωτήριο πυρπόλησαν οι Γερμανοί τη μέρα της αναχώρησής τους απ’ την Καλαμπάκα στις 18 Οκτωβρίου 1944.
Στα χρόνια της μαύρης και πικρής σκλαβιάς, όπως κάθε πόλη της Ελλάδας και κάθε χωριό, έτσι και η Καλαμπάκα έδωκε το «παρών» της στην Αντίσταση. Ήταν μια απ’ τις πρώτες, όπου ιδρύθηκαν οι αντιστασιακές οργανώσεις.
Παρά τα δεινοπαθήματά τους, τις κακοποιήσεις, τις φυλακίσεις, τη φριχτή διαβίωση των κατοίκων της, την πείνα, τους εξευτελισμούς, τα στρατόπεδα συγκεντρώσεως και τις εκτελέσεις, σ’ όλη τη διάρκεια της κατοχής συνέχισε τον αγώνα κι έκανε να φουντώσει το δέντρο της λευτεριάς, που είχαν ποτίσει με το αίμα τους τόσα παιδιά της στις κορφές της Πίνδου.
Η ολοκληρωτική πυρπόληση της Καλαμπάκας μπορεί και πρέπει να θεωρηθεί ως το κορύφωμα της προσφοράς της στην Άγια Τράπεζα της ελληνικής θυσίας.
Η Απελευθέρωση της Καλαμπάκας
Με γλαφυρό τρόπο περιγράφει την ημέρα της Απελευθέρωσης της Καλαμπάκας ο Δάσκαλος και Συγγραφέας Παναγιώτης Καρασίμος:
«Είχα ήδη συμπληρώσει τα δέκα. Από τον Απρίλιο του 1944 βρισκόμαστε με άλλους Καλαμπακιώτες στο μοναστήρι της Παναγίας του Βυτουμά. Στο στενό, μα φιλόξενο χώρο του μοναστηριού ξεχειμωνιάσαμε μέσα σε στερήσεις και φόβο για τον ερχομό των Γερμανών […]. Εκείνη την ημέρα του φθινοπώρου του 1944 καθόμαστε σε ένα από τα πολλά ασβεστολιθικά τσουγκάνια στα νότια του μοναστηριού και αγναντεύαμε κάτω τον κάμπο και περισσότερο στη δημοσιά Τρικάλων – Καλαμπάκας. Ο κορνιαχτός που σηκωνόταν κίνησε την περιέργεια για την τόση κίνηση αυτοκινήτων. Σε λίγο έρχονται οι δικοί μου αλαφιασμένοι:
– Πάμε, πάμε, τρέξτε να κρυφτούμε. Έρχονται οι Γερμανοί. Πριν προλάβουμε να πάμε δυο δρασκίλια πανύψηλος σαρακατσάνος απ’ τα διπλανά κονάκια ανεμίξοντας την κάπα του μας καθησυχάζει. Και όχι μόνον αυτό. Αναγγέλλει το φευγιό των Γερμανών για πάντα από τα χώματά μας. Είμαστε ελεύθεροι!
Το χαρμόσυνο μήνυμα απλώθηκε παντού γύρω, κάτω, ψηλά, στις καρδιές μας. Η καμπάνα δεν έλεγε να σταματήσει…
Με την κατσίκα μας και τα λιγοστά μας υπάρχοντα φτάσαμε στην Καλαμπάκα. Παντού ερημιά και χαλάσματα. Καμένη γη… Το σπίτι μας, όπως και μερικά εκεί γύρω στην οδό Ιωαννίνων, δεν το έκαψαν. Τα δυο δωμάτια τα μοιραστήκαμε με άλλους στις πρώτες μέρες της λευτεριάς».