Γράφει ο Παναγιώτης Καρασίμος
Στον σιδηροδρομικό σταθμό Καλαμπάκας καταφθάνουν συνεχώς εφεδρείες και πολεμικό υλικό: στρατιώτες πολεμοφόδια, μουλάρια. Ύστερα με Επιταγμένα άλογα, κάρα και αυτοκίνητα προωθούνται για το πολεμικό μέτωπο της Βορείου Ηπείρου.
Οι στρατιώτες μας, οι φαντάροι μας πεζοί, φορτωμένοι το γυλιό τους και κρεμασμένο το δοξασμένο μάλιγχερ διασχίζουν την οδό βασιλέων Γεωργίου του Α΄, μετά στρίβουν αριστερά στο ύψος της σημερινής πλατείας Ρήγα Φεραίου και τσαλαβουτώντας στις λακκούβες του σκυρόστρωτου δρόμου παίρνουν πορεία προς τα Γιάννενα.
Αριστερά και δεξιά του δρόμου τα γυναικόπαιδα τους καλωσορίζουν με χειροκροτήματα και τους κατευοδώνουν με θερμές ευχές. Το ίδιο κάνουμε κι εμείς οι μικροί, τα παιδιά του σχολείου, που γυρίζουμε άσκοπα εδώ κι εκεί αφού τα σχολεία είχαν κλείσει και οι δάσκαλοί μας που είχαν επιστρατευθεί, μέρες τώρα πολεμούσαν στα χιονισμένα βουνά της Βορείου Ηπείρου.
Οι φαντάροι μας, λεβεντόκορμοί, γελαστοί, ανταποδίδουν στα χειροκροτήματα με ένα χαμόγελο γεμάτο αυτοπεποίθηση για την έκβαση του πολέμου.
Καθισμένη στην εξώπορτα του σπιτιού της η γριούλα παρακολουθεί κι αυτή τους φαντάρους μας καθώς διαβαίνουν. Για μια στιγμή ένας φαντάρος την πλησιάζει και της πιάνει το χέρι. Ήταν σα να χαιρετούσε τη δική του μάνα, τη δική του γιαγιά στο χωριά του που δεν πρόλαβε να αποχαιρετήσει….
Η γιαγιά του το σφίγγει και το χαϊδεύει με το γεροντικά της χέρια.
— Γιαγιά, φεύγουμε, πάμε στον πόλεμο…
— Μακάρι, γιε μ’, μακάρι…
— Πάμε να πολεμήσουμε…
— Μακάρι, γιε μ’, μακάρι…
— Θα σκοτωθούμε, γιαγιά…
— Μακάρι, γιε μ’, μακάρι..
— Και θα νικήσουμε, γιαγιά…
— Μακάρι, γιε μ’, μακάρι…
Η γριούλα, θεόκωφη καθώς ήταν, απαντούσε στον συνομιλητή της με την ίδια πάντα στερεότυπη απάντηση: «Μακάρι, γιέ μ’, μακάρι…».
Όμως, το τελευταίο που είπε στον φαντάρο, ήταν προφητική ευχή. Οι φαντάροι μας, χάρη στη λεβεντιά πολέμησαν με αυταπάρνηση και απώθησαν τον εισβολέα πέρα μακριά απ’ τα χώματα της Βορείου Ηπείρου, γράφοντας το Έπος του 1940.