Πίσω από την αισθητική της έκθεσης GR80s κρύβονται αυτά τα δύο ταλαντούχα κορίτσια Η Ιουλιέττα Ζήνδρου και η Νικολέτα Μπαλοθιάρη ήταν υπεύθυνες για τον γραφιστικό και αρχιτεκτονικό σχεδιασμό των GR80s στην Τεχνόπολη και μιλούν για όλα (και για την αρνητική κριτική) στο Lifo.gr.
Δεκαοκτώ θεματικά περίπτερα, 4.000 εκθέματα, 1.000 σπάνιες φωτογραφίες, 400 ώρες προβολών, περισσότερες από 30 παράλληλες εκδηλώσεις, workshops, ομιλίες, σεμινάρια, πάρτι, συναυλίες και δράσεις για όλες τις ηλικίες σε μια έκθεση που έγραψε τη δική της ιστορία.
Ξεπερνώντας κάθε προσδοκία και προσελκύοντας 80.000 επισκέπτες, η μεγάλη συμμετοχική έκθεση GR80s που πραγματοποιήθηκε στην Τεχνόπολη του Δήμου Αθηναίων γνώρισε μεγάλη επιτυχία. Ήταν, για να θυμηθούμε την ορολογία εκείνης της περιόδου, ένα «ραντεβού με την Ιστορία» και οι περισσότεροι που την επισκέφθηκαν αντίκρισαν κομμάτια του εαυτού τους μέσα από ένα ταξίδι σε μια ιδιαίτερη δεκαετία. Κομβικό ρόλο στην επιτυχία της έκθεσης έπαιξε η ομάδα σχεδιασμού και ειδικά η αρχιτέκτονας της έκθεσης Ιουλιέττα Ζήνδρου, καθώς και η art director Νικολέτα Μπαλοθιάρη.
Τις συνάντησα ένα ηλιόλουστο μεσημέρι στην Τεχνόπολη και συζητήσαμε για τα GR80s, τη γοητεία της συγκεκριμένης δεκαετίας αλλά και τη συμμετοχή τους σε αυτήν.
Η Νικολέτα Μπαλοθιάρη γεννήθηκε στην Ιεράπετρα της Κρήτης και έζησε ξέγνοιαστα παιδικά καλοκαίρια δίπλα στη θάλασσα. Μεγαλώνοντας, θέλησε να μιλήσει για όλα όσα έβλεπε με απλότητα, ευστοχία και υψηλή αισθητική, γι’ αυτό και σπούδασε Graphic & Web Publishing Design. Όπως λέει η ίδια, έχει δουλέψει ως art director σε δημιουργικά γραφεία στην Αθήνα και έχει συνεργαστεί με μικρές και μεγάλες εταιρείες στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Σήμερα, στο δημιουργικό της γραφείο «Skafandro» ασχολείται με ένα εύρος θεμάτων που σχετίζονται με την οπτική επικοινωνία.
Η Ιουλιέττα Ζήνδρου γεννήθηκε στα Μετέωρα και η σχέση της με την πλαστικότητα του τοπίου, φυσικού και οικιστικού, έχει επηρεαστεί βαθιά από αυτό τον τόπο. Λόγω των σπουδών της στην αρχιτεκτονική και της επαγγελματικής ενασχόλησης με αυτή από το 2006, έχει ταξιδέψει σε διάφορες χώρες. Από το 2013, που επέστρεψε στην Ελλάδα, εργάζεται με το αρχιτεκτονικό γραφείο ahylo πάνω σε αρχιτεκτονικά πρότζεκτ και στην έρευνα σχετικά με τον σχεδιασμό και την κατασκευή, καλύπτοντας διάφορες κλίμακες.
Όταν τους πρότειναν συνεργασία από τη Medianeras και ύστερα από τη συνάντησή τους με τους επιμελητές της έκθεσης Παναγή Παναγιωτόπουλο και Βασίλη Βαμβακά, συμφώνησαν αμέσως να συμμετάσχουν. Αξίζει να σημειωθεί ότι η Νικολέτα και η Ιουλιέττα ήταν υπεύθυνες για τον γραφιστικό και αρχιτεκτονικό σχεδιασμό των GR80s στον χώρο της Τεχνόπολης.
«Ήταν ιδιαίτερες οι απαιτήσεις της συγκεκριμένης έκθεσης, ειδικά η έννοια της συμμετοχικότητας, για την οποία κιόλας ξεχώρισε, καθώς αυτό το στοιχείο αποτέλεσε καθοριστικό παράγοντα για εμάς. Ουσιαστικά, πρόκειται για μια σχεδιαστική πρόκληση, διότι ξεκινάς να εργάζεσαι για κάτι του οποίου η τελική σύνθεση δεν γνωρίζεις πώς ακριβώς θα είναι. Παρόλο που ξέραμε το περιεχόμενο, δεν μπορούσαμε να γνωρίζουμε τα συγκεκριμένα αντικείμενα που θα κοσμούσαν τους χώρους», θα μου πουν.
«Κατά κάποιον τρόπο, οπτικοποιήσαμε και κατασκευάσαμε τη χωρική απεικόνιση της κεντρικής ιδέας της έκθεσης για τη δεκαετία του ’80. Επιλέξαμε μια σχεδιαστική στρατηγική και εργαστήκαμε πάνω στα χαρακτηριστικά των αντικειμένων, λαμβάνοντας υπόψη τη σημασία που τους προσδίδεται από τους επιμελητές, την ιστορική αξία, την αισθητική, τον όγκο τους και άλλες παραμέτρους. Ειδικά η αισθητική είχε ιδιαίτερη σημασία για εμάς, διότι κρίναμε ότι το πλαίσιο θα έπρεπε να είναι ουδέτερο, προκειμένου να δεχτεί την ποικιλία των αντικειμένων. Η πορεία που είχε οριστεί από τους επιμελητές ήταν ξεκάθαρη, αλλά δεν επιβαλλόταν, και εντός αυτού του πλαισίου, εκτός από τις προθήκες, σχεδίασα τη μετάβαση μέσα από βιωματικές εγκαταστάσεις-κατασκευές που λειτουργούν ως φίλτρα», λέει η Ιουλιέττα και με τη σειρά της η Νικολέτα προσθέτει: «Το πιο ενδιαφέρον κομμάτι της έκθεσης ήταν το βράδυ των εγκαινίων, όταν παρατηρούσαμε τις αντιδράσεις του κόσμου και πώς έβλεπε καθένας ένα κομμάτι του εαυτού του σε αυτήν. Είναι πολύ περίεργο το συναίσθημα να είσαι για μεγάλο χρονικό διάστημα απομονωμένος σχεδιάζοντας και ξαφνικά, μια μέρα, άνθρωποι να συρρέουν, να βρίσκουν τα σημεία αναφοράς για τους ίδιους κι εμείς να τους παρακολουθούμε. Σαν να αποκαλύψαμε στο κοινό ένα γλυπτό που σμιλεύαμε καιρό».
Γεννημένες αρχές της δεκαετίας του ’80, αναγνώρισαν κι εκείνες στοιχεία που τους έφεραν αναμνήσεις από τα παιδικά τους χρόνια, τους θύμισαν αντικείμενα συνδεδεμένα με την ανεμελιά και την αθωότητα, προσωπικά βιώματα. «Ανήκουμε σε μια γενιά που ναι μεν έχει μνήμες από τη δεκαετία του ’80, αλλά διατηρεί και μια σημαντική απόσταση από τα γεγονότα της συγκεκριμένης δεκαετίας. Γι’ αυτό επιλέξαμε να δούμε κριτικά εκείνη την περίοδο. Ίσως έτσι εξηγείται το ότι το αποτέλεσμα δεν σε μπερδεύει. Περισσότερο συνδιαλέγεσαι με αυτό, παρά σου επιβάλλεται», τονίζει η Ιουλιέττα.
Τι απαντούν στα αρνητικά σχόλια που ακούστηκαν και στις ενστάσεις που διατυπώθηκαν; «Σίγουρα θα υπήρχαν και ενστάσεις. Συναντήσαμε ανθρώπους προβληματισμένους που μας έλεγαν ότι το punk, για παράδειγμα, ήταν πολύ περισσότερα από αυτά που δείξαμε. Όταν σε μια έκθεση έχεις να επεξεργαστείς 18 θεματικές, κάνεις κάποιες επιμελητικές επιλογές και φτάνεις μέχρι ένα σημείο. Διαφορετικά, θα μιλούσαμε για ένα ανεξάντλητο εκτιθέμενο υλικό», απαντά η Νικολέτα, ενώ η Ιουλιέττα συμπληρώνει: «Πρόκειται για μια έκθεση στην οποία καθένας συναντούσε ένα κομμάτι του εαυτού του, άρα εκ των πραγμάτων ήταν πολύ δύσκολο να καλυφθούν οι προσδοκίες τόσων χιλιάδων επισκεπτών». Αναμφίβολα, όπως μου λένε, η συμμετοχή τους στα GR80s ήταν μια σημαντική επαγγελματική εμπειρία. «Η συνεργασία με μια μεγάλη ομάδα ανθρώπων, μεταξύ των οποίων και πολλοί επιστημονικοί επιμελητές, υπήρξε εποικοδομητική και ενδιαφέρουσα. Ο σχεδιασμός μιας εφήμερης, περιορισμένου χρόνου αλλά μεγάλης σε έκταση έκθεσης στον χώρο της Τεχνόπολης, στα διατηρητέα κτίρια και σε πολλαπλές αίθουσες υπήρξε κομβικός για τις σχεδιαστικές επιλογές. Τέλος, υπήρχε και πρόκληση της ολοκλήρωσης στο χρονικό πλαίσιο ελάχιστων εβδομάδων», αναφέρει η Ιουλιέττα.
«Ο μεγάλος όγκος δεδομένων και ο απαραίτητος σεβασμός στο ιστορικό υπόβαθρο της έκθεσης ήταν μεγάλες προκλήσεις. Δεν θέλαμε να κυριαρχεί στην έκθεση η νοσταλγία αλλά η σύγχρονη ματιά. Θέλαμε ο θεατής να κοιτάξει το παρελθόν μέσα από το πρίσμα του παρόντος. Γι’ αυτό διαλέξαμε τη συνέπεια και τη συνταγή εκείνη που θα αφορούσε το μεγαλύτερο κομμάτι του κόσμου που μας επισκέφθηκε», υποστηρίζει η Νικολέτα.
Ποιο ήταν το δικό τους αγαπημένο κομμάτι από την έκθεση; Για τη Νικολέτα, εκτός από το κομμάτι των διαφημίσεων, οι διαδραστικοί τοίχοι στους οποίους μιλούσε και το κοινό μέσα στον χώρο της Τεχνόπολης. «Μέσα από αυτούς τους τοίχους επιβεβαίωσα την ανάγκη που έχει ο κόσμος σήμερα να μιλήσει, να σχολιάσει, να θυμηθεί και να νοσταλγήσει, να αφήσει το δικό του κομμάτι στην έκθεση», λέει η Νικολέτα, ενώ η Ιουλιέττα ήταν ενθουσιασμένη με το pony που κοσμούσε το περίπτερο της πολιτικής και αναφέρει: «Ήταν ενδιαφέρον για μένα να παρατηρώ την αυθόρμητη ικανοποίηση και διάδραση του κοινού ιδιαίτερα με την κατασκευή που σχεδίασα για τις σκάλες που οδηγούσαν στον χώρο της disco και της μόδας. Το κοινό είχε έντονα τη διάθεση να οικειοποιηθεί και να παίξει με τις αλυσίδες, που, παραμετροποιημένα τοποθετημένες, δημιουργούν αυτή μου την αναφορά στο glam».
Λίγο πριν τις αποχαιρετίσω, τις ρωτώ τι ήταν αυτό που τις έκανε να ασχοληθούν με το αντικείμενό τους. Η Νικολέτα θυμάται ότι, μικρή, δεν είχε αποφασίσει με τι ακριβώς θα ασχολούνταν, αλλά ότι το design βρισκόταν στις τρεις επικρατέστερες επιλογές. «Ειδικά η Αθήνα είναι μια πόλη αρκετά ταλαιπωρημένη και θέλεις, όσο μπορείς, να την ξεκουράσεις αισθητικά», λέει και προσθέτει, «πάντοτε μου άρεσε να στέλνω μηνύματα. Ο σχεδιασμός μιας οπτικής γλώσσας, λοιπόν, που επικοινωνεί για συγκεκριμένους, κάθε φορά, λόγους με συγκεκριμένο κοινό είναι για μένα το πιο ενδιαφέρον κομμάτι στη δουλειά μου. Μου αρέσει πολύ η φράση του Ai WeiWei που λέει ότι “ο κόσμος δεν αλλάζει αν δεν αναλάβεις την ευθύνη που σου αναλογεί”. Ίσως αυτό να ήταν και ένα από τα μηνύματα της έκθεσης για τη δεκαετία του ’80». Η Ιουλιέττα, από την πλευρά της, επέλεξε συνειδητά την αρχιτεκτονική, γιατί θεωρεί σημαντικό το ότι μέσω της αρχιτεκτονικής μπορείς να συνδυάζεις πολλά κομμάτια του εαυτού σου. «Πρόκειται για μια ενασχόληση δημιουργική και συναρπαστική που σου επιτρέπει τον δημιουργικό σχολιασμό και τις δημιουργικές λύσεις. Υπάρχουμε συνειδητά σε αυτή την πόλη και μπορούμε να την αλλάξουμε, έστω με μικρές, αλλά συντονισμένες κινήσεις», καταλήγει η Ιουλιέττα.