Γράφει ο ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΚΑΡΑΣΙΜΟΣ — Εκπ/κός, Συγγραφέας
Το σπίτι μας, ένα από τα λίγα που γλίτωσαν απ’ την πυρπόληση της πόλης μας από τους Γερμανούς το 1943, βρισκόνταν δίπλα απ’ το διώροφο του Θανάση Μουλά, που στη δεκαετία του ’40 χρησιμοποιήθηκε από πολλούς και για διάφορους σκοπούς.
Στο ισόγειο έμενε η πολυμελής οικογένεια της Στέφαινας Μουλά αμέσως μετά την απελευθέρωση ενώ στον όροφο είχε την έδρα της η προσωρινή διοίκηση της Εθνικής Πολιτοφυλακής Καλαμπάκας.
Το υπόγειο, ένας στενός χώρος που φαίνονταν τα θεμέλια του σπιτιού, κάτω για πάτωμα είχε χώμα και φωτίζονταν από δυο στενά σιδερόφρακτα παράθυρα. Η πόρτα προστατεύονταν από ένα τσιμεντένιο πλατύσκαλο. Αυτό το υπόγειο χρησιμοποιήθηκε για κρατητήριο τόσο από τους Γερμανούς κατά τη διάρκεια της κατοχής όσο και από την Εθνική Πολιτοφυλακή, τη Χωροφυλακή και τελευταία στα δύσκολα χρόνια των αδελφοφάδων από την ΕΣΑ.
Δίπλα και στα ανατολικά ήταν ένα μικρό τουβλόκτιστο κατασκεύασμα που υπήρχε φούρνος αλλά χρησιμοποιούνταν συγχρόνως και ως πλυσταριό και μαγειρείο.
Μπροστά από αυτό το κτίριο απλωνόταν μια μεγάλη ακαλλιέργητη έκταση όπου παίζαμε μερικές φορές και έβγαζαν τους κρατούμενους για μια βόλτα ή για τις απόλυτες ατομικές τους ανάγκες. Αριστερά απ’ την είσοδο του υπογείου ήταν μια τουλούμπα που το νερό της είχε μυρωδιά κλούβιου αυγού. Πιο κάτω, δίπλα απ’ την καρυδιά της Στυλιανής ήταν ένας πρόχειρος απόπατος που βρωμούσε όχι από το περιεχόμενό του όσο απ’ τις ανίερες πράξεις που ξεπερνούσαν και την πιο νοσηρή φαντασία.
Το οικόπεδο τέλειωνε στις σάρες της σιδηροδρομικής γραμμής όπου έβλεπε κανείς να ξεπροβάλλουν τάφοι, ελληνιστικής περιόδου, όπως έλεγαν οι μεγαλύτεροι και σοφότεροι της περιοχής.
Το δικό μας σπίτι βρίσκονταν ανάμεσα απ’ την οδό Ιωαννίνων και του διώροφου κτιρίου του Μουλά. Ήταν ισόγειο, πετρόκτιστο όπως και εκείνο, που το μοιραζόμασταν με το θείο μου και ήταν χωρισμένο με μεσοτοίχι. Στα νοτιοανατολικά και στα σύνορα με το αμπέλι του Δήμου Κουκουράβα ήταν μια γέρικη μουριά που με δυσκολία μπορούσαμε να αγκαλιάσουμε δυο άτομα. Στον κορμό της ήταν μπηγμένα μεγάλα τετράγωνα ατσάλινα καρφιά στα οποία έλεγαν πως κρεμούσαν οι Γερμανοί φυλακισμένους.
Ήταν φορές που στο κρατητήριο ήταν τόσοι οι κρατούμενοι που με δυσκολία ανέπνεαν καθαρό αέρα απ’ τα παραθυράκια. Τους βλέπαμε καθώς γυροφέρναμε και ράγιζε η καρδιά μας. Όταν πάλι ο αριθμός τους επέτρεπε κάποια «άνεση» μας κάναν νόημα να τους πλησιάσουμε. Μερικοί μας παρακαλούσαν να τους αγοράσουμε κάτι απ’ τα μπακάλικα.
Τις περισσότερες όμως φορές, τότε που αφθονούσαν τα φρούτα τους δίναμε σύκα, σταφύλια, αμύγδαλα, καρύδια αλλά και κάποιο άλλο φαγώσιμο απ’ αυτά που λέει ο λόγος, μας περίσσευαν. Τις ευχαριστίες τους τις συνόδευαν πάντα με ευχές για υγεία και πρόοδο στα μαθήματά μας.
Ήταν στα χρόνια που την ευθύνη για την τήρηση της τάξης στην πόλη μας είχε η Εθνική Πολιτοφυλακή. Τότε επιτρεπόταν η επίσκεψη συγγενών και φίλων στους κρατουμένους και η επιτήρηση ήταν μάλλον χαλαρή. Τούτο οφειλόταν και στην παρουσία του Τάσου Καμπόση που έφερε το βαθμό του μοιράρχου της Εθνικής Πολιτοφυλακής και του είχε ανατεθεί η τήρηση της τάξης της πόλης μας.
Τότε συνέβη τούτο:
Παραμονή Χριστουγέννων, κατά το έθιμο, έσφαζαν το μανάρι και μερικοί το γουρούνι που τάιζαν για τις μέρες αυτές. Συνηθιζόταν να σφάζουν πρώτα το μανάρι για τη μέρα των Χριστουγέννων ενώ «γουρνοπασχαλιά» αργότερα καθώς έσφαζαν το γουρούνι μετά τα Χριστούγεννα.
Όπως όλοι —άλλωστε ήταν η πρώτη χρονιά μετά την απελευθέρωση— και οι δικοί μου «φύλαξαν» και μανάρι και γουρούνι. Το γουρούνι μάλιστα είχε πάρει τόσο βάρος που με δυσκολία γύριζε απ’ την μία πλευρά στην άλλη. Όταν ήρθε το τέλος του, μάταια ψάξαμε για χασάπη. Οι λίγοι επαγγελματίες χασάπηδες δεν προλάβαιναν να εξυπηρετούν τον κόσμο.
Τις μέρες αυτές το έργο της σφαγής των γουρουνιών ανελάμβαναν συνήθως ερασιτέχνες χασάπηδες που βασάνιζαν τα καημένα με το ατρόχητο μαχαίρι και την αδέξια χρήση του.
Η μάνα μου αφού ρώτησε δω, ρώτησε κει, τίποτα.
Τότε απευθύνθηκε σε κάποιον Καστρακινό που βρισκόταν στον αύλειο χώρο. Εκείνος ζήτησε την άδεια του διοικητή της Εθνικής Πολιτοφυλακής.
Στον ίδιο απευθύνθηκε και η μητέρα μου. Με τον διοικητή ήμαστε παλιά γείτονες στη Λαλούκα γνωστός και αγαπητός. Ήταν ένας συνετός, πράος και δίκαιος που τον αγαπούσαν ακόμη και οι κρατούμενοι. Ύστερα από κάποιο δισταγμό δόθηκε η άδεια από το Διοικητή. Χωρίς κανένα τελετουργικό —θυμιάτισμα του γουρουνιού κ.λπ.— αν και θηρίο ως εκεί πάνω, χρειάστηκε τη βοήθεια και άλλων δυο για να νικήσει την αντίσταση του γουρουνιού.
Ο ίδιος το τεμάχισε, διαχώρισε τα μέρη από το λίπος, να, πέντε δάχτυλα ήταν στις πλάτες. Χώρια η λίπα. Χώρια το «αυγό». Τα ψαχνά. Μάλιστα στα κομμάτια του λίπους φρόντισε να μείνει λίγο ψαχνό για να γίνουν πιο νόστιμες οι τσιγαρίδες. Δε θυμάμαι πόσοι τενεκέδες γέμισαν με λίπα. Όλοι βεβαίωναν ότι το γουρούνι αυτή τη χρονιά ήταν καλής ράτσας και γι’ αυτό ξεπέρασε και τις εκατό οκάδες!
Κατά το έθιμο, ακολούθησε η «γουρνοχαρά». Πολλοί συνηθίζουν, για όσους συμμετέχουν και κουράζονται για τη σφαγή του γουρουνιού, την τηγανιά. Η μάνα μου όμως τον ταβά: Κομματάκια κομματάκια κρέας διαλεχτό, λίγα κομματάκια συκωτιού, λίγο ψαρονέφρι, μαζί με κρασί, ξύδι, σκόρδο, ρίγανη, κρεμμύδι, αλάτι τα αργοέψησε στον ταβά.
Μοσχομύρισε ο τόπος. Οι λίγοι κρατούμενοι που έτυχε να βρίσκονται τις ημέρες εκείνες υπό περιορισμό, δυο τρεις φύλακες, κάτω από το διακριτικό βλέμμα του διοικητή της Πολιτοφυλακής, μαζί όλοι αδελφωμένοι, μια οικογένεια, καθίσαμε γύρω απ’ το πρόχειρο τραπέζι.
Ήταν μια, ίσως η πρώτη, ευτυχισμένη μεταπολεμική στιγμή όπως ταίριαζε σε μέρες Χριστουγεννιάτικες.
ΦΩΤΟ: ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ – Πίνακας ζωγραφισμένος με το στόμα απ΄ τη Μαρία Αποστόλου