Η προετοιμασία για το ταξίδι στο μακρινό Νεπάλ και τη φημισμένη διαδρομή προς τη βάση του Έβερεστ ξεκίνησε τρεις μήνες πριν από την προγραμματισμένη αναχώρηση. Το ταξίδι διοργανώθηκε από τοπικό γραφείο του Νεπάλ, με το οποίο βρισκόμασταν σε επικοινωνία καθόλη τη διάρκεια της προετοιμασίας, για να ενημερωθούμε για όλο το πρόγραμμα που θα ακολουθούσαμε κάθε μέρα, καθώς και για τον απαραίτητο εξοπλισμό που χρειαζόμασταν. Για το Νεπάλ χρειάζεται βίζα και η έκδοσή της γίνεται από το προξενείο του Νεπάλ στην Αθήνα.
Αναχωρήσαμε από το αεροδρόμιο Ελ. Βενιζέλος και μέσω Ντόχας φτάσαμε στο αεροδρόμιο της Κατμαντού. Η διάρκεια των δύο πτήσεων και μαζί με την αναμονή στη Ντόχα δεν ξεπέρασε τις 12 ώρες.
Φτάσαμε στην Κατμαντού και συναντηθήκαμε με τον τοπικό οδηγό για να μεταβούμε στο γραφείο για την πρώτη συνάντηση και τη γνωριμία με τον οδηγό και τον κουβαλητή μας. Ο κουβαλητής μπορεί να κουβαλήσει τα σακίδια δύο ατόμων (περίπου 30 κιλά) και ήταν μαζί μας σε όλη τη διάρκεια της διαδρομής. Μετά τις συστάσεις και τις απαραίτητες πληροφορίες για το πρόγραμμα που θα ακολουθούσαμε, έγινε έλεγχος στον εξοπλισμό μας, προκειμένου να διαπιστωθεί ότι έχουμε όλα τα απαραίτητα.
Η επόμενη μέρα από την άφιξη ήταν ελεύθερη για περιήγηση στην Κατμαντού και για επίσκεψη κυρίως σε βουδιστικούς ναούς. Η πλειονότητα του πληθυσμού πιστεύει στον βουδισμό και έχουν πολλά κοινά στοιχεία (γλώσσα, θρησκεία, ήθη και έθιμα) με τους Ινδούς. Έχουν περάσει τρία χρόνια από τον μεγάλο σεισμό στο Νεπάλ και τα σημάδια που έχει αφήσει στην πρωτεύουσα είναι ακόμη έντονα, καθώς πολλά κτήρια και ναοί είναι ακόμη σε φάση ανακατασκευής.
Το επόμενο πρωί συναντηθήκαμε με τον οδηγό και τον κουβαλητή μας στο αεροδρόμιο, για να πάρουμε την εσωτερική πτήση διάρκειας 25 λεπτών με προορισμό τη Lukla (2840 μ.). Ο καιρός ήταν καλός και επιτρέπονταν οι πτήσεις από και προς τη Lukla, αλλιώς θα έπρεπε να περιμένουμε να ενημερώσουν από τη Lukla ότι ο καιρός είναι καλός και οι πτήσεις μπορούν να γίνουν με ασφάλεια. Το αεροδρόμιο στη Lukla συγκαταλέγεται ανάμεσα στα δύο πιο επικίνδυνα του κόσμου, εξαιτίας της μορφολογίας της περιοχής και της έλλειψης υποδομών.
Αναχωρήσαμε από τη Lukla με κατεύθυνση το Phakding (2610 μ.), σε μία διαδρομή που ήταν εύκολη και η διάρκεια της πεζοπορίας ήταν περίπου 4 ώρες. Η διαμονή καθόλη τη διάρκεια του trek ήταν σε καταλύματα lodges ή teahouses, όπως είναι γνωστά.
Μετά το πρωινό ξεκινήσαμε τη διαδρομή προς το Namche Bazaar (3440 μ.), σε μια διαδρομή πολύωρη και αρκετά απαιτητική, προκειμένου να καλυφθούν τα 15 χιλιόμετρα. Η διαδρομή γίνεται κατά μήκος του ποταμού Dudh Kosi με κύριο χαρακτηριστικό τις πολλές μεταλλικές γέφυρες που συνδέουν τις δύο όχθες και τη μεγάλη ανηφόρα πριν την άφιξη στο Namche.
Μετά τη Lukla, το Namche είναι η μεγαλύτερη πόλη του εθνικού πάρκου Sagarmatha. Διαμείναμε εκεί για δύο βράδια, προκειμένου να συνηθίσει ο οργανισμός την αλλαγή υψομέτρου και να γίνει καλύτερη προσαρμογή στις κλιματολογικές συνθήκες.
Η δεύτερη μέρα ήταν μέρα εγκλιματισμού στο υψόμετρο και είχε ανάβαση στο μουσείο που βρίσκεται πάνω από την πόλη του Namche, όπου ο επισκέπτης έχει τη δυνατότητα να μάθει για τον τρόπο που κατακτήθηκε η ψηλότερη κορυφή του κόσμου, από τον Sir Edmund Hillary και Tenzing Norgay το 1953, καθώς και για τα αντικείμενα που χρησιμοποιήθηκαν κατά τη διάρκεια των αποστολών.
Μετά από την επίσκεψη στο μουσείο, έγινε και η ανάβαση στο πολυτελές για τα δεδομένα της περιοχής ξενοδοχείο, το Everest view hotel στα 3880 μ., με θέα στο Έβερεστ. Ο καιρός ήταν εξαιρετικός και βοήθησε ώστε η θέα προς τις υψηλότερες κορυφές του κόσμου να σου κόβει την ανάσα.
Επιστρέψαμε στο Namche, για να εφαρμόσουμε την τακτική «ανεβαίνω ψηλά, αλλά κοιμάμαι χαμηλά, προκειμένου να μειώσω τις πιθανότητες για τη νόσο του υψομέτρου».
Η διαδικασία ανόδου σε μεγάλα υψόμετρα έχει ως εξής: κάθε 300 – 400 μέτρα ανόδου πρέπει να γίνεται διανυκτέρευση, διότι αλλιώς το σώμα δεν μπορεί να ανταποκριθεί στη μεγάλη πίεση που δέχεται και ο οργανισμός είναι ευάλωτος στην ασθένεια του υψόμετρου. Κάθε 2-3 μέρες πρέπει επίσης να σταματάς και να κάνεις δύο διανυκτερεύσεις στο ίδιο μέρος, για να δώσεις την ευκαιρία στον οργανισμό να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις του μεγάλου ύψους. Βέβαια, τα 300-400 υψομετρική διαφορά μπορεί να φαίνονται λίγα, αλλά δεν είναι. Για παράδειγμα, μπορεί να περπατάς και να ανεβοκατεβαίνεις μια ολόκληρη μέρα για να φτάσεις στον τελικό προορισμό, που είναι μόλις 300 μέτρα πιο ψηλά από το μέρος που διανυκτέρευσες την προηγούμενη μέρα.
Την επόμενη μέρα αναχωρήσαμε με προορισμό το Pangboche (3985 μ.). Το μονοπάτι μέχρι το μέσο της διαδρομής δεν είχε ιδιαίτερη δυσκολία, εκτός από τα αμέτρητα σκαλοπάτια, μέχρι να ξεκινήσουμε τη μεγάλη ανάβαση προς το μοναστήρι στο Tengboche (3860 μ.). Για την ανάβαση περίπου 400 μέτρων χρειάστηκαν 3 ώρες. Το βουδιστικό μοναστήρι είναι ιδιαίτερα γνωστό, καθώς είναι το μεγαλύτερο της ευρύτερης περιοχής και αποτελεί μνημείο της παγκόσμιας κληρονομιάς της UNESCO. Πλάνα της ταινίας Everest έχουν γυριστεί στο συγκεκριμένο μοναστήρι. Μετά την επίσκεψη – στάση ξεκούρασης, συνεχίσαμε για να φτάσουμε στον προορισμό της ημέρας.
Η προηγούμενη μέρα ήταν αρκετά κουραστική, λόγω της πολύωρης διαδρομής και της μεγάλης ανάβασης, όπως και η επόμενη μέρα, καθώς έπρεπε να συνεχίσουμε την πορεία μας προς το Dingboche (4410 μ.). Κάθε μέρα που περνούσε γινόταν όλο και πιο κουραστική, εξαιτίας των πολύωρων διαδρομών αλλά και της εμφανούς έλλειψης οξυγόνου.
Στο Dingboche κάναμε δύο διανυκτερεύσεις, με τη δεύτερη μέρα να είναι μέρα εγκλιματισμού στο υψόμετρο, όπως έγινε και στο Namche. Η δεύτερη μέρα είχε ανάβαση στον λόφο πάνω από το Dingboche, εκεί όπου για πρώτη φορά έσπασα το φράγμα των 5.000 μέτρων, φτάνοντας συγκεκριμένα στα 5.090 μ. Ιδιαίτερα απαιτητική η διαδρομή προς την κορυφή του λόφου, όπου παρά την ηλιοφάνεια που επικρατούσε κατά τη διάρκεια της ημέρας, ο ισχυρός άνεμος δυσχέραινε την προσπάθεια με αποτέλεσμα η ανάβαση να διαρκέσει 4 ώρες και η κατάβαση μιάμιση ώρα.
Το τοπίο είχε αποκτήσει μία άγρια ομορφιά, ενώ η θέα προς την κορυφή του Ama Dablam ήταν ιδιαίτερα επιβλητική. Η έλλειψη οξυγόνου μου προκάλεσε λήθαργο, ενώ τα πρώτα σημάδια πονοκεφάλου με ανάγκασαν να ξεκινήσω αμέσως την κατάβαση, για να επιστρέψω στο teahouse και να ξεκουραστώ.
Αναχωρήσαμε την επόμενη μέρα με προορισμό το Lobuche (4910 μ.). Το τοπίο πλέον είχε αλλάξει, το έδαφος είχε γίνει πετρώδες και η βλάστηση ανύπαρκτη. Οι ισχυροί άνεμοι μας συνόδευαν σε όλη τη διαδρομή και λόγω του κρύου δεν υπήρχαν σημεία του σώματος εκτεθειμένα. Κατά μήκος της διαδρομής, υπάρχουν πολλά μνημεία, που είναι αφιερωμένα στους ορειβάτες που πέθαναν στην προσπάθεια τους να κατακτήσουν τις υψηλότερες κορυφές του κόσμου, αλλά δεν τα κατάφεραν. Τα πτώματά τους έχουν μείνει πάνω στα βουνά, παγωμένα, διότι κανείς δε μπορεί να τα κουβαλήσει και να τα κατεβάσει στις βάσεις που υπάρχουν σε χαμηλότερα υψόμετρα. Στο Lobuche φτάσαμε την 8η μέρα με την 9η να είναι η πιο σημαντική, καθώς θα φτάναμε στην περίφημη βάση του Έβερεστ.
Αναχωρήσαμε νωρίς το πρωί μετά το πρωινό, με σκοπό να φτάσουμε στο Gorak Shep (5140 μ.), όπου θα αφήναμε τα πράγματά μας και θα συνεχίζαμε για τη βάση του Έβερεστ. Το Gorak Shep είναι ο τελευταίος μικρός οικισμός με τα λεγόμενα teahouses, ενώ παλαιότερα ήταν η τοποθεσία της πρώτης βάσης του Έβερεστ.
Αφήσαμε τα πράγματα και συνεχίσαμε την πορεία παράλληλα με τον παγετώνα Khumbu, ο οποίος είναι ο μεγαλύτερος παγετώνας του Νεπάλ και ο υψηλότερος στον κόσμο. Ξεκινά από υψόμετρο 7.600 μέτρων και καταλήγει χαμηλά μέχρι τα 4.900 περίπου μέτρα.
Η βάση του Έβερεστ βρίσκεται στα 5.364 μέτρα και είναι η πιο πολυπληθής βάση, διότι εκεί συγκεντρώνονται όλες οι αποστολές που επιχειρούν ανάβαση προς την κορυφή του Έβερεστ. Συνήθως οι αποστολές μένουν στη βάση για περίπου δύο μήνες, προκειμένου να εγκλιματιστούν στο υψόμετρο και από εκεί να επιχειρήσουν να ανέβουν στις ψηλότερες βάσεις, διασχίζοντας τον παγετώνα Khumbu. Η βάση βρίσκεται στη νότια πλευρά, ενώ υπάρχει και μία στη βόρεια στα 5.150 μέτρα και βρίσκεται στο Θιβέτ. Μετά από την περιήγηση, επιστρέψαμε στο Gorak Shep για διανυκτέρευση και ξεκούραση για την επόμενη μέρα.
Το επόμενο πρωί ξυπνήσαμε στις 4:30, για να ανέβουμε στην κορυφή του Kala Patthar (5.550 μ). Η ανάβαση έγινε νωρίς το πρωί, διότι αυτές τις ώρες, όπως και κατά τη διάρκεια της νύχτας, ο καιρός είναι καλός χωρίς ισχυρούς ανέμους, αλλά και για να δούμε την ανατολή του ηλίου με θέα το Έβερεστ. Η ανάβαση ήταν δύσκολη και αρκετά κοπιαστική σε βραχώδες έδαφος, ενώ η έλλειψη οξυγόνου έκανε το κάθε βήμα όλο και πιο δύσκολο. Η άφιξη στην κορυφή του Kala Patthar για μένα ήταν προσωπικός στόχος σε αυτό το ταξίδι, με τη θέα προς την κορυφή του Έβερεστ και δίπλα το Nuptse (7861 μ.) να είναι εντυπωσιακή. Παρά την εξαιρετική θέα, το κρύο που επικρατούσε με ανάγκασε να μείνω λιγότερο από 10 λεπτά. Επιστρέψαμε και μαζέψαμε τα πράγματά μας, διότι μετά το πρωινό θα ξεκινούσαμε την επιστροφή για τη Lukla.
Η επιστροφή έγινε μόλις σε τρεις μέρες. Ο δρόμος της επιστροφής μοιράστηκε, προκειμένου κάθε μέρα να περπατάμε 20 με 25 χιλιόμετρα. Την πρώτη μέρα θα περπατούσαμε από το Gorak Shep (5140 μ.) μέχρι το Pheriche (4371 μ.), την επόμενη από το Pheriche (4371 μ.) μέχρι το Namche Bazaar (3440 μ.) και την τελευταία θα φτάναμε στη Lukla (2840 μ.).
Ήδη από την πρώτη μέρα της κατάβασης η ξεκούραση σε χαμηλότερο υψόμετρο με βοήθησε να αναπληρώσω αρκετές ώρες ξεκούρασης από τις προηγούμενες μέρες και να ανακτήσω τις δυνάμεις μου για τη συνέχεια. Η επιστροφή είχε δυσκολίες εξαιτίας των πολλών χιλιομέτρων, αλλά και των πολλών κατηφορικών σημείων που καταπονούσαν τα πόδια.
Φτάσαμε τελικά στη Lukla και στη συνέχεια στην πρωτεύουσα, και η διαδρομή ολοκληρώθηκε για εμένα, έχοντας αποκομίσει μία από τις καλύτερες εμπειρίες στη ζωή μου γεμάτη συναισθήματα και αναμνήσεις.
ΒΑΣΙΛΗΣ ΠΡΕΤΣΙΟΣ
Ακολουθήστε το tameteora.gr στο Google News!
Πολύ ωραίο το άρθρο. Ξύπνησες ένα παλιό μου όνειρο Βασίλη. Πόσες μέρες συνολικά ήταν η αποστολή και πόσο περίπου η οικονομική επιβάρυνση;
Ευχαριστώ