Συμπληρώνονται φέτος 77 χρόνια από τη μαύρη εκείνη ημέρα της πυρπόλησης τής πόλης μας από τα γερμανικά στρατεύματα Κατοχής στις 18 Οκτωβρίου του 1943 και 76 έτη από την ημέρα της απελευθέρωσής της.
Ας δούμε όμως πώς περιγράφονται κάποια γεγονότα από την αείμνηστη Λούλα Λιάπη σε ένα δημοσίευσμα στη εφημερίδα “Τα Μετέωρα” στο φύλλο της 18ης Νοεμβρίου 1994.
Μνήμες της Λούλας Λιάπη
Είναι η πρώτη φορά που ασχολούμαι με τέτοιο θέμα, (και ελπίζω να με κρίνουν με επιείκεια). Το ερέθισμα αυτό το πήρα, όταν διάβασα στην έγκριτο εφημερίδα σας, ότι η Καλαμπάκα ελευθερώθηκε από τα Γερμανικά στρατεύματα κατοχής στις 20/10/1944.
Αυτή η είδηση ξύπνησε µέσα µου το παρελθόν, και ξετυλίχθηκε µπροστά µου, όλη η τραγωδία του πολέµου, σαν κινηµατογραφική ταινία. Νοµίζω, πως πολλοί που ήτανε παιδιά εκείνη την εποχή, θα τους ξυπνήσουν αναµνήσεις.
Θα σκιαγραφήσω όσο µπορώ καλύτερα την κατάσταση, που επικρατούσε τότε στην πόλη µας.
Θα προσπαθήσω, να την περιγράψω, όσο το δυνατό πιο γρήγορα, αν είναι δυνατόν να ειπωθούν αυτά τα περιστατικά µε συντοµία.
Ο μήνας Οκτώβριος είναι σταθμός στην Ελληνική Ιστορία, μιας Ιστορίας γεμάτη από νίκες και ηρωϊκά κατορθώματα, που άφηναν άφωνους τους συμμάχους μας και όλο τον κόσμο να μας παρακολουθούν με κομμένη την ανάσα.
Όλα τα μεγάλα κράτη υποτάσσονταν στα Γερμανικά στρατεύματα. Μόνον η μικρή Ελλάδα έγραφε με το αίμα των παιδιών της δόξες.
Με την πάροδο του χρόνου η λήθη έριξε το μαύρο της πέπλο, και σκέπασε αρκετά από τα γεγονότα αυτά.
Ένα τέτοιο γεγονός ξεχασμένο συμβαίνει και με την πόλη μας. Κανείς δεν βρέθηκε να θυμηθεί επέτειο της απελευθέρωσης της Καλαμπάκας από τα Ναζιστικά στρατεύματα κατοχής. Έπρεπε να περάσουν 50 ολόκληρα χρόνια, για να ξεσκεπάσει το πέπλο της λησμονιάς μια Καλαμπακιώτισσα, που διαμένει στην Αθήνα. Πρόκειται για την Κα Βούλα Τσιάρα, που της αξίζουν θερμά συγχαρητήρια. Αυτή έδωσε και σε μένα το ερέθισμα ν’ ασχοληθώ με το γεγονός αυτό.
Ας κάνουμε μια αναδρομή στο παρελθόν.
Το 1940 στις 28 Οκτωβρίου κηρύχτηκε ο πόλεμος των Ιταλών, και αργότερα των Γερμανών εναντίον της Ελλάδας. Ήρθε σαν µπόρα, σαν καταιγίδα, όπως λέει και η Μεγάλη µας Βέµπο και αφού βούρκωσε µάτια, γκρέµισε σπίτια, έκαψε χωριά, γέµισε τα µονοπάτια µας µε αίµατα, πέρασε, αφήνοντας πίσω, χαλάσµατα και µαυροφορεµένες γυναίκες.
Στο διάστηµα του πολέµου στην Αλβανία, η Καλαµπάκα πρόσφερε ό,τι καλύτερο είχε, την νεολαία της, που πολλοί από αυτούς πέσανε, στο πεδίο των µαχών …
Μετά την κατάρρευση του Μετώπου, η Καλαµπάκα πέρασε στην Ιταλική Διοίκηση, στις 18 Απριλίου 1941 ημέρα της Μεγάλης Παρασκευής. Είχαμε πάει όλη η οικογένεια μου στην Εκκλησία, και εκεί βγήκε ο αείμνηστος Παπα-Μπέντας και με τρεμάμενη φωνή, μας είπε, το δυσάρεστο γεγονός. Το τί επακολούθησε είναι δύσκολο να περιγραφεί.
Στην περίοδο της κατοχής η Καλαμπάκα, διέγραψε τη δική της πορεία.
Στα μαύρα χρόνια που επακολούθησαν, άρχισε ν’ ανασυντάσσει τις δυνάμεις της. Τρία νέα παιδιά ήτανε οι πρωτοπόροι του κινήματος. Ο Βασίλης Σαράντης, ο Δημήτριος Λιάπης, φοιτητής τότε, και ο Γεώργιος Αναγνωστόπουλος, υπάλληλος της Α.Τ.Ε. Καλαμπάκας (αυτά μου τα είπε ο κ. Σαράντης. Τότε κανείς από τη σπίτι μας δεν ήξερε τίποτα) και κοντά σ’ αυτούς ακολούθησαν και άλλοι πολλοί τους οποίους εγώ δεν γνωρίζω. Δεν υπήρχε σπίτι στην Καλαμπάκα, που να μην είχε αντάρτη, ή να µην έχει οργανωθεί. Σιγά-σιγά ξεσηκώθηκε όλη η γύρω περιοχή, και έτσι, δηµιουργήθηκε το κίνηµα της Αντίστασης, που ήτανε το µεγαλύτερο στη Θεσσαλία.
Πρώτη µάχη µε τους lταλούς ήταν η µάχη της Μερίτσας, µε πολλά θύµατα από τους Ιταλούς. Οι Ιταλοί τότε µαζέψανε όλο τον πληθυσµό της Καλαµπάκας στην πλατεία και στήσανε τα πολυβόλα. Εγώ η µαµά και τ’ άλλα µέλη της οικογένειάς µας, εκτός του µπαµπά και του Μίµη που εκείνη την εποχή έτυχε να είναι εδώ, ήτανε κάτω στην πλατεία. Εµείς τους παρακολουθούσαµε από το σπίτι του θείου µου του Λιαπίδη που ήτανε κοντά στην πλατεία. Την κατάσταση έσωσε ένας lταλός, που έτυχε να είναι αρραβωνιασµένος µε Καλαµπακιώτισσα, ο Φιορεντίνο, και ετσι σωθήκανε οι Καλαμπακιώτες, αλλιώς θα είχαμε κι εμείς την τύχη των Καλαβρύτων. Δυστυχώς ο Φιορεντίνο σκοτώθηκε σε άλλη μάχη, που είχαμε με τους αντάρτες. Μετά από αυτή τη μάχη, η Καλαμπάκα είχε διοίκηση Γερμανική.
Οι Γερµανοί δέχονταν πολλές παρενοχλήσεις από τους αντάρτες, που τους ανάγκαζε να κρατούν περισσότερες στρατιωτικές µονάδες. Οι παρενοχλήσεις αυτές δώσανε αφορµή, ν’ αρχίσουν οι Γερµανοί, τις εκκαθαριστικές επιχειρήσεις. Πρώτη πλήρωσε η Καλαµπάκα. Πυρπολήθηκε στις 14/9/1943. Κάψανε ορισµένα σπίτια. Μεταξύ αυτών των σπιτιών, ήτανε και το σπίτι που διαµένω τώρα. Τα βλέπαμε από την Κοροµηλιά που είχαµε πάει πολλές οικογένειες. Και µετά, από µια µάχη, που δώσανε οι αντάρτες στις 20/10/43, οι Γερµανοί την κατέστρεψαν ολοκληρωτικά στις 20/10/43. Τότε η Καλαµπάκα θρήνησε θύµατα από τον άµαχο πληθυσµό.
Μετά από την καταστροφή οι Καλαµπακιώτες φύγανε από τον τόπο τους, άλλοι έµειναν στα γύρω χωριά και άλλοι στα Τρίκαλα. Η ζωή ήτανε πολύ σκληρή για όλους. Η πείνα και η δυστυχία κυριαρχούσε παντού. Εκείνο που έκανε τους ανθρώπους αυτούς να ξεχωρίζουν, ήτανε η πίστη που είχανε, πως η Ελλάδα γρήγορα θα ελευθερώνονταν, και προσπαθούσαν όλοι άνδρες, γυναίκες και παιδιά, καθένας µε τον τρόπο του, και µε κίνδυνο της ζωής τους να βοηθούν το κίνηµα. Αυτή η Αντίσταση ανταρτών και λαού έφερε µεγάλες απώλειες στους Γερμανούς που τους ανάγκασε να διατηρήσουν πολλές Μεραρχίες στην Ελλάδα. Και έτσι, δόθηκε η ευκαιρία στους συμμάχους, να ετοιμάσουν την άμυνά τους στην Αίγυπτο.
Η καταστροφή των Γερμανών άρχισε από την Αίγυπτο. Η στρατιά του ROMEL έπαθε πανωλεθρία στη μάχη του EL ALAMEIN και κατόπιν στο RAMINI. Και σ’ αυτές τις μάχες πήρανε μέρος Καλαμπακιώτες. Ο υπολοχαγός του Ιερού Λόχου Θεολόγης Μαντζαρλής γιος του ταγματάρχη Γεωρ. Μαντζαρλή και της Ρίνας Σταθάκη, γεννήθηκε στην Καλαμπάκα και ο Γεώργιος Δημακόπουλος αξιωματικός αεροπορίας που νομίζω σκοτώθηκε στη Ζιμπάμπουε δόξασαν την πατρίδα τους.
Μετά τη μάχη του RAMINI, η Ελπίδα ανοίγει τα φτερά της στους σκλαβωμένους λαούς. Η συντριπτική ήττα των Γερμανών δεν άργησε να φανεί. Ο ήλιος της Ελευθερίας και της Ειρήνης άρχισε ν’ ανατέλλει. Τι ειρωνία της τύχης 28 Οκτωβρίου άρχισε ο πόλεμος και στις 20 Οκτωβρίου 1944 ελευθερώθηκε η Καλαμπάκα, όλη η Θεσσαλία και κατόπιν η Μακεδονία.
Η απελευθέρωση βρήκε σκόρπιους τους Καλαμπακιώτες. Η οικογένειά μου έμεινε στα Τρίκαλα. Όταν οι Γερμανοί άρχισαν να υποχωρούν είχανε απαγορεύσει την κυκλοφορία των κατοίκων και την επομένη το μεσημέρι οι καμπάνες άρχισαν να κτυπούν χαρμόσυνα. Οι άνθρωποι άρχισαν να κυκλοφορούν και να φωνάζουν “Οι Γερμανοί, αδέλφια, φύγανε». Τότε ξεχύθηκαν σαν χείμαρρος όλοι οι άνθρωποι, και κατεβήκαμε στην πλατεία. Η χαρά όλων ήταν απερίγραπτη. Η νεολαια της Καλαμπάκας σκέπτονταν, με πιο μέσο μπορούσαν να έρθουν στην Kαλαμπάκα. Μετά από λίγες μέρες, δόθηκε η άδεια. Συγκεντρωθήκαμε όλοι οι Καλαμπακιώτες στο σιδηροδρομικό σταθμό των Τρικάλων και επιβιβαστήκαμε στο τρένο. Οι γονείς μου, εγώ, η αδελφή και η ψυχοκόρη που είχαμε, τα αδέλφια μου ήταν ακόμη στο αντάρτικο.
Εκείνο που βλέπαμε κατά τη διάρκεια του ταξιδιού είναι δύσκολο να περιγραφεί. Οι κάτοικοι των χωριών μας υποδέχτηκαν με αλλαλαγμούς και τραγούδια. Το μόνο θλιβερό που βλέπαμε στα χωράφια, αυτοκίνητα και τανκς κατεστραμμένα και προφανώς πτώματα Γερμανών, γιατί κατά την οπισθοχώρηση βομβαρδίστηκαν από Αγγλικά αεροπλάνα, όπως λέγανε οι χωρικοί.
Φθάνοντας στο σταθμό συγκεντρωθήκαμε με επικεφαλής τον Ιερέα Χρήστο Μπέντα και με τα άγια κειμήλια που είχε την προνοητικότητα ο παπα-Χρήστος να μεταφέρει στα Τρίκαλα, ανεβήκαμε στην Εκκλησία. Εκεί νιώσαμε απογοήτευση. Η Εκκλησία μας είχε µετατραπεί σε σταύλο! Η συγκίνηση δεν λέγεται! Η ωραία μας εκκλησία κατεστραμμένη! Οι μεγάλοι πολυέλαιοι, δώρα αυτοκρατόρων, σπασμένοι σε χίλια κομμάτια. Μόνο οι εικόνες ήταν στη θέση τους, κι αυτές γρατσουνισμένες από τους Ούνους που θέλανε να φέρουν στην ανθρωπότητα νεά τάξη πραγμάτων… Μετά από την Εκκλησία, κατεβήκαμε στο καφενείο του Φάλλα, όπου έγινε μεγάλη παρέλαση από τους Eλασίτες τραγουδώντας εμπρός Ε.Λ.Α.Σ. για την Ελλάδα.
Έτσι γιορτάσανε οι Καλαμπακιώτες την απελευθέρωση, με χαρά συγχρόνως και δάκρυα για κείνους που φύγανε, και την καταστροφή που είδανε…
Οι Καλαμπακιώτες δειλά-δειλά ξαναγυρίζουν στα ερειπωμένα σπίτια τους, προσπαθώντας να διορθώσουν ότι έμεινε από την λαίλαπα του πολέμου.
Η Καλαμπάκα κατόρθωσε και το ξεπέρασε αυτό και έγινε πάλι μια όμορφη πόλη. Οι κάτοικοί της είναι υπερήφανοι γι’ αυτή, που ο Θεός της έδωσε περίσσια ομορφιά, που δεν υπάρχει σ’ όλον τον κόσμο. Της έδωσε τα ΜΕΤΕΩΡΑ και οι κάτοικοί της ζουν ευτυχισμένοι.
Εκείνοι όμως που χάθηκαν, αυτό το διάστημα και είναι πάρα πολλοί, που δεν τους ξέρω στα ονόματα, εκτός από ορισμένα, ζητούν μια ικανοποίηση. Τίποτα το σπουδαίο. Μια επιτύμβια στήλη, που θα θυμίζει στη νέα γενιά να κάνει κι αυτή το καθήκον της όταν η πατρίδα κινδυνεύει.