Το «ΠΡΩΤΟ ΘΕΜΑ» δημοσίευσε αναφορά στην πρωτοβουλία της Βιβλιοθήκης Καλαμπάκας να παρουσιάσει πρόσφατα διαδικτυακή εκδήλωση με τον Χρίστο Λιάπη, Ψυχίατρο, Διδάκτορα του Παν/μιου Αθηνών και Πρόεδρο του ΚΕΘΕΑ και την ηθοποιό Χριστίνα Αλεξανιάν, προσεγγίζοντας το θέμα: “Οι ερωτικές σχέσεις εν μέσω καραντίνας – από τον Μάρκες στο quarantexting”.
Ο Δρ. Λιάπης δήλωσε σχετικώς: Είναι ξεχωριστή η σημασία της προβολής των εκδηλώσεων και των πρωτοβουλιών της Βιβλιοθήκης Καλαμπάκας στο κεντρικό επίπεδο. Η Βιβλιοθήκη της ιδιαιτέρας μου πατρίδας έχει εξελιχθεί, χάρη στο πλεόνασμα δημιουργίας της ευεργέτιδος Κατερίνας Δημουλά και στις άοκνες προσπάθειες των συνεργατών της και όλου του προσωπικού, σε μια πνευματική όαση που παράγει πολιτισμό στη Θεσσαλία, αγγίζοντας ζητήματα σύγχρονου προβληματισμού και μεγάλου κοινωνικού ενδιαφέροντος, διευρύνοντας παράλληλα τις πύλες της γνώσης και της εσωτερικής καλλιέργειας που μας ανοίγουν τα βιβλία και οι νέες τεχνολογίες. Είναι τιμή μου η συνεργασία με αυτή τη νησίδα ποιότητας και κοινωνικής ευαισθησίας.
Μια συνεργασία που έχει πραγματωθεί πολλές φορές στο παρελθόν με εκδηλώσεις για τη λογοτεχνία, τα δικαιώματα του παιδιού, τη νόσο του Parkinson, την καταπολέμηση της βίας κατά των γυναικών, τη νόσο του Alzheimer και πρόσφατα την ανάλυση της ψηφιακής ερωτικής αλληλεπίδρασης -μέσω του διαδικτύου, στις ιδιότυπες συνθήκες που διαμόρφωσε η καραντίνα- σε συνδυασμό με λογοτεχνικές αναφορές στον “Έρωτα στα χρόνια της χολέρας” του Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες.
Γιατί, η επιδείνωση και η ανάδυση τόσο ψηφιακών όσο και γενικότερων εξαρτητικών συμπεριφορών που υποδαυλίζονται ή πυροδοτούνται από την καραντίνα, όπως το quarantexting, με αμιγώς ερωτικό και συναισθηματικό πυρήνα, πέρα από την ενδελεχή επιστημονική μελέτη και την παράθεση των σχετικών ερευνητικών δεδομένων, δεν θα μας παραξενέψει αν τη δούμε να θέτει τις βάσεις μιας νέας «ερωτικής λογοτεχνίας» με στοιχεία ενός ιδιότυπου, λόγω των συνθηκών, των αναγκαιοτητών και των πιέσεων που τον γέννησαν, «ψηφιακού νέο-ρομαντισμού». Αυτό αποτυπώνεται και στον παρακάτω λογοτεχνικό συνδυασμό αποσπασμάτων από το προαναφερθέν μυθιστόρημα του Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες και από γραπτή-ψηφιακή επικοινωνία συναισθηματικώς ευάλωτων συνανθρώπων μας, εν μέσω καραντίνας, τον οποίον είχαμε τη χαρά να ακούσουμε, στη διάρκεια της πρόσφατης εκδήλωσης, να τον αποδίδει με τη βαθιά ερμηνευτική της εσωτερικότητα η ηθοποιός Χριστίνα Αλεξανιάν.
Ήταν άνοιξη σχεδόν όταν ήρθες στη ζωή μου, μια περίεργη άνοιξη….
Όλα ανθισμένα γύρω μου, με χρώματα που αρχίσανε να σκάνε μέσα μου, σαν χρωματιστά μπαλόνια γεμάτα συναισθήματα.
Ο Φλορεντίνο Αρίσα το είχε διαβάσει κάποια φορά: «Ο έρωτας γίνεται μεγαλύτερος και πιο ευγενικός μέσα στις καταστροφές».
Επωφελήσου τώρα που είσαι νέος, για να υποφέρεις όσο περισσότερο μπορείς, του έλεγε, γιατί αυτά τα πράγματα δεν κρατούν μια ολάκερη ζωή.
Όταν γινόμαστε ένα, όταν ο κόσμος σου και ο κόσμος μου συναντιούνται, όταν η λαχτάρα μου να ακούσω τη φωνή σου κυριαρχεί στη μέρα μου, όταν ακουμπάς στο στήθος μου κι όταν αποκοιμιέμαι στο δικό σου, ακούγοντας μόνο τον χτύπο της καρδιάς σου, ο χρόνος χάνεται, σταματάει να μετράει και να έχει σημασία.
Πήρε το χέρι της και το έβαλε στο στήθος του: η Φερμίνα Δάσα ένιωσε σχεδόν στην επιφάνεια του δέρματος την ακούραστη γέρικη καρδιά να χτυπάει με τη δύναμη, τη βιασύνη και την ταραχή ενός εφήβου. Εκείνος είπε: ο υπερβολικός έρωτας είναι το ίδιο κακός όσο και η έλλειψη του έρωτα. Το μόνο που μπορούσε να τα ξεπεράσει όλα ήταν η περίπτωση της επιδημίας πάνω στο πλοίο. Τότε κηρύσσονταν σε καραντίνα, σήκωναν την κίτρινη σημαία και έπλεαν σε κατάσταση ανάγκης. Έτσι και αλλιώς όλοι ήξεραν πως η εποχή της χολέρας δεν είχε περάσει παρά τους χαρούμενους υπολογισμούς των υγειονομικών αρχών. Το μόνο που τον παρακάλεσε ο καπετάνιος ήταν να κάνει μια στάση στο Πουέρτο Νάρε για να πάρει κάποιον που θα τον συνόδευε στο ταξίδι: είχε και αυτός κρυμμένη την καρδιά του.
Η καρδιά μου άρχισε να μεταμορφώνεται.
Με έκανες να φτερουγίζω κι εγώ σαν μια μικρή λευκή πεταλούδα.
Οι κυνηγοί δερμάτων από τα βυρσοδεψία της Νέας Ορλεάνης είχαν εξαφανίσει τους κροκόδειλους, που παρίσταναν τους ψόφιους με ανοιχτές τις μασέλες για ολόκληρες ώρες, στην άκρη της όχθης, περιμένοντας τις πεταλούδες.
Άνοιξαν και τα δικά μου φτερά για καινούριους κόσμους, με πρώτο από όλους τον δικό σου.
Έναν κόσμο που όσο τον γνώριζα τον αγαπούσα πιο πολύ.
Το μόνο που με πονάει στον θάνατο είναι το να μην πεθάνω από έρωτα.
Αν μου ζητούσε κάποιος να περιγράψω πως βίωσα εκείνο το διάστημα θα απαντούσα ονειρικά.
Η αγκαλιά σου έγινε για εμένα ο κόσμος όλος,
Ο γιατρός Ουρμπίνο θα μπορούσε να πιστέψει πως δεν ήταν πια εκεί, αν δεν ένιωθε τη ζεστασιά του κορμιού της στο σκοτάδι.
Ήταν 28 χρονών και είχε γεννήσει τρεις φορές, αλλά η γύμνια της διατηρούσε ανέπαφο τον ίλιγγο της ανύπαντρης.
«Είμαι ένα πλάσμα που έχει μάθει να ντύνεται στο σκοτάδι» είπε.
Όταν σηκώθηκαν, ντυμένοι πια για να ξεμπαρκάρουν, είχαν αφήσει πίσω τους τις καλαμιές και τους βάλτους από το παλιό ισπανικό πέρασμα και έπλεαν, ανάμεσα σε απομεινάρια από πλοία και λιμνούλες από λάδια, στον κόλπο.
Συνέβη κάτι μαγικό από το πρώτο βράδυ που συναντηθήκαμε, κάτι πρωτόγνωρο για εμένα.
Η μητέρα του το κατάλαβε πριν της το πει, γιατί είχε χάσει την φωνή του και την όρεξη του και περνούσε τις νύχτες ξάγρυπνος, στριφογυρίζοντας στο κρεβάτι. Αλλά όταν άρχισε να περιμένει απάντηση στο πρώτο του γράμμα, η κατάστασή του χειροτέρεψε με διάρροιες και πράσινους εμετούς. Η μητέρα του τρομοκρατήθηκε γιατί αυτό δεν έμοιαζε με ερωτική ενόχληση αλλά με τα συμπτώματα της χολέρας, γιατί είχε αδύναμο σφυγμό, ακανόνιστη αναπνοή και ίδρωνε χλωμός σαν ετοιμοθάνατος. Η εξέταση όμως αποκάλυψε πως δεν είχε πυρετό ούτε πονούσε πουθενά και το μόνο βέβαιο που αισθανόταν ήταν μια μεγάλη ανάγκη να πεθάνει, αποδεικνύοντας για άλλη μια φορά, πως τα συμπτώματα του έρωτα είναι τα ίδια με της χολέρας.
«Αν εγώ πεθάνω τώρα», του είπε ο πατέρας του, «μόλις που θα με θυμάσαι όταν φτάσεις στην ηλικία μου». Η χολέρα του έγινε μόνιμη ιδέα. Δεν ήξερε για αυτήν περισσότερα από τα συνηθισμένα, τα οποία είχε μάθει σε κάποιο δευτερεύον μάθημα και του είχε φανεί απίθανο που τριάντα μόνο χρόνια πριν είχε προκαλέσει στη Γαλλία, ακόμα και στο Παρίσι, πάνω από εκατόν σαράντα χιλιάδες νεκρούς. Όμως, μετά τον θάνατο του πατέρα του έμαθε όλα όσα μπορούσε να μάθει για τις διάφορες μορφές της χολέρας, σχεδόν σαν εξιλέωση, για να ηρεμήσει τη θύμησή του κι έγινε μαθητής του πιο γνωστό επιδημιολόγου της εποχής, δημιουργού της υγειονομικής ζώνης, του καθηγητή Αντριάν Προυστ, πατέρα του μεγάλου μυθιστοριογράφου.
Του άρεσε να λέει πως εκείνος ο έρωτας ήταν το φρούτο μιας κλινικής πλάνης.
Όμως δεν την ενόχλησε αυτό, γιατί σε τέτοιες περιπτώσεις διακρίνει κανείς ανάμεσα στη συμπόνια και τον έρωτα. Στο τέλος, ωστόσο, ένιωσε κενή.
Εσύ που μπορείς να βλέπεις μέσα μου, εσύ που μπορείς να διαβάζεις το βλέμμα μου, ακόμα και τις σκέψεις μου, έχεις αντιληφθεί αυτόν τον φόβο, που σε καμία περίπτωση δεν είναι στεναχώρια.
Εκείνη του απάντησε χωρίς σχεδόν να το σκεφτεί: είναι ένας άνθρωπος που κάνει πολλά πράγματα, υπερβολικά πολλά ίσως, αλλά που κανείς δεν ξέρει τι σκέφτεται. Ίσως και για αυτό κάνει τόσα πράγματα, για να μην χρειάζεται να σκέφτεται.
…γιατί οι πληγές που μόλις είχαν κλείσει άρχιζαν πάλι να αιμορραγούν σαν πρόσφατες.
Οι πρώτες μας διαδρομές στους άδειους δρόμους μιας πόλης σε καραντίνα κι εγώ τόσο απρόσμενα αρχίζω να σε ερωτεύομαι.
Κάποιος που τον είδε να τρέμει από τον πυρετό ειδοποίησε τον καπετάνιο και εκείνος εγκατέλειψε το γλέντι φέρνοντας μαζί του και τον γιατρό του πλοίου φοβούμενος πως ήταν μία περίπτωση χολέρας, κι ο γιατρός για μεγαλύτερη προφύλαξη τον έστειλε στην καμπίνα της καραντίνας με ένα καλό φορτίο από βρωμιούχο νάτριο.
Έτσι η «Καινούρια Πίστη» σάλπαρε τα ξημερώματα της επόμενης μέρας, χωρίς φορτίο και χωρίς επιβάτες και με την κίτρινη σημαία της χολέρας να κυματίζει χαρούμενα από το μεγάλο κατάρτι.
Μου κρατάς το χέρι και είμαι ευτυχισμένη που ενώνονται τα δάχτυλά μας, ενώνονται όπως κι εμείς και βυθίζομαι μέσα σου όπως το ποτάμι στη θάλασσα.
Χωρίς κανέναν φόβο…
Ο καπετάνιος κοίταξε τη Φερμίνα Δάσα και είδε στα βλέφαρά της τις πρώτες λάμψεις από μία χειμωνιάτικη πάχνη… Τον τρόμο της πραγματικής ζωής.
Δεν φοβάμαι ότι εσύ δεν με αγαπάς ή ότι εσύ θα σταματήσεις να με αγαπάς, φοβάμαι εμένα, τη δική μου «συναισθηματική υπερβολή».
«θα γεράσουμε περιμένοντας» είπε.
Ήταν αντίθετος στα καταπραϋντικά φάρμακα για τα γεράματα: του ήταν πιο εύκολο να υποφέρει τους ξένους πόνους από τους δικούς του.
Στην ολοένα και πιο δύσκολη δουλειά, στην ανία του κρυφού κυνηγού, στην απόλυτη ηρεμία των χρόνων, είχε προστεθεί και η τελική κρίση της Τράνσιτο Αρίσα, που το μνημονικό της έμεινε χωρίς αναμνήσεις: σχεδόν άδειο.
Και πες μου κάτι γιέ μου, τον ρωτούσε, εγώ ποιά είμαι;
Λες ότι πρέπει να ρωτάμε τα σωστά «γιατί», μα δεν υπάρχουν απαντήσεις σε όλα, αυτό συμβαίνει γιατί κάποιες φορές η ζωή μάς πάει σε αχαρτογράφητα τοπία, σε συναισθήματα που δεν αναγνωρίζουν το γιατί, που δεν χρειάζονται ερωτήσεις, καθώς αποτελούν απάντηση από μόνα τους.
Έτσι ο Φλορεντίνο Αρίσα έμενε σπίτι, από την ώρα που έφευγε από το γραφείο μέχρι την ώρα που κατάφερνε να κοιμίσει την μητέρα του.
Ο πατέρας του, ένας περισσότερο αλτρουιστής παρά διάσημος γιατρός, είχε πεθάνει στην επιδημία της ασιατικής χολέρας που εξόντωσε τον πληθυσμό πριν από έξι χρόνια και μαζί του είχε πεθάνει και η ψυχή του σπιτιού.
Μέχρι τότε, ο γιατρός Χουβενάλ Ουρμπίνο και η οικογένειά του σκέφτονταν το θάνατο σαν μια δυστυχία που συνέβαινε στους άλλους, στους πατεράδες των άλλων, στα αδέρφια και στους ξένους συζύγους αλλά όχι στους δικούς τους.
Ο Φλορεντίνο Αρίσα ανακάλυψε ωστόσο εκείνη την ομοιότητα πολλά χρόνια αργότερα, ενώ χτενιζόταν μπροστά στον καθρέφτη και, μόνο τότε έμαθε πως, ένας άνδρας καταλαβαίνει το πότε αρχίζει να γερνάει, όταν αρχίζει να μοιάζει στον πατέρα του.
Έτσι σύχναζε εκεί περισσότερο από τα άλλα μέρη ενώ ο φίλος του ο φαροφύλακας τον δεχόταν με ευχαρίστηση παριστάνοντας τον χαζό πράγμα που αποτελούσε την πιο διακριτική μεταμφίεση για τις τρομαγμένες πεταλούδες.
Εκεί που παγώνει ο χρόνος, ένας παράδεισος ευτυχίας και γαλήνης γεννιέται μέσα μου κι εγώ, σαν λευκή πεταλούδα, ακουμπώ τα διάφανα φτερά μου στο πιο όμορφο λουλούδι που έχουν αντικρίσει τα μάτια μου, που μόνο εγώ κατάφερα να δω την ομορφιά του!
Όταν οι κροκόδειλοι έφαγαν και την τελευταία πεταλούδα κι εξαφανίστηκαν τα μητρικά μανατίς, εξαφανίστηκαν οι παπαγάλοι, οι μαϊμούδες, τα χωριά: εξαφανίστηκαν όλα.
Μετά με πήγες για πρώτη φορά στο χωριό μου.
Μια διαδρομή που κάνω τόσα χρόνια άλλαξε μαζί σου, άλλαξε γιατί τη μοιράστηκα μαζί σου.
Ούτε εκείνος, ούτε εκείνη, ένιωθαν να μπορούν να παραδοθούν με έναν τόσο εύκολο τρόπο.
Περνούσαν σιωπηλά σαν δύο γέροι ζεματισμένοι από τη ζωή, πέρα από τις παγίδες του πάθους, πέρα από τις άγριες κοροϊδίες των ψευδαισθήσεων και τους αντικαθρεφτισμούς των παθημάτων τους: πέρα από τον έρωτα. Γιατί είχαν ζήσει αρκετά για να καταλάβουν πως ο έρωτας είναι έρωτας σε οποιαδήποτε εποχή και σε οποιοδήποτε τόπο, αλλά γινόταν πιο έντονος όταν βρισκόταν κοντά στον θάνατο.
Ύστερα κοίταξε τον Φλορεντίνο Αρίσα, την ακατανίκητη ψυχραιμία του, τον ατρόμητο έρωτά του και τον τρόμαξε η αργοπορημένη υποψία πως είναι η ζωή περισσότερο από τον θάνατο αυτή που δεν έχει όρια.
Ακολουθήστε το tameteora.gr στο Google News!