Πριν από μέρες ανεβήκαμε, μια παλιοπαρέα αποτελούμενη από τον γράφοντα Γιάννη Ψαρρή (Βλάχο), τον Ηλία Ζαλαβρά (Βλάχο από την παλιά Γκουντοβάσδα-Καλομοίρα) και Νίκο Κατοίκο (Ευρυτάνα από τον Κλειτσό), στην Βλαχάβα.
ΤΟΥ ΓΙΑΝΝΗ ΨΑΡΡΗ
Αντικειμενικός σκοπός μας ήταν να επισκεφτούμε την ταΐστρα των άγριων σαρκοφάγων πουλιών την οποία είχε κατασκευάσει το Δασαρχείο Καλαμπάκας, όταν ήταν στις δόξες του, και είναι ένα από τα πάμπολλα έργα της Δασικής Υπηρεσίας, που τώρα φυτοζωεί πνέοντας τα λοίσθια από την αδιαφορία όλων, μα όλων, των πολλών τελευταίων κυβερνήσεων…
Για την άνοδο χρησιμοποιήσαμε τον ανατολικό δρόμο των Μετεώρων. Κάποτε, μετά την Τζέρτση δεξιά, φαίνονταν το παρατηρητήριο και ο χώρος της ταΐστρας. Τώρα τον κρύβουν τα δέντρα που μεγάλωσαν και η αδιαφορία των υπεθύνων.
Με τα πόδια, ακολουθώντας ένα υποτυπώδες μονοπάτι γεμάτο πουρνάρια και αγριογκορτσιές, φτάσαμε σε ένα περιφραγμένο με σιδερένιους πασσάλους και ψηλό συρματόπλεγμα χώρο, εμβαδού 4-5 στρεμμάτων. Στο ψηλότερο σημείο στέκει ακόμη όρθιο το παρατηρητήριο, ένα ξύλινο δωματιάκι με τζάμια σε κάποια σημεία από τα οποία οι επισκέπτες έβλεπαν τα μεγαλόσωμα πουλιά. Για την παρατήρηση και τη φωτογράφιση χρησιμοποιούσαν και ειδική διόπτρα (κιάλια). Στο κέντρο αυτού του χώρου υπάρχει ισοϋψής περίπου με το έδαφος βράχος κοντά στον οποίο έριχναν (κυρίως ο Λάμπρος Τζανίκας, ο οποίος την περίοδο 2000-2006 τάιζε και (72;) ζευγάρια ασπροπάρηδων όλης της περιοχής) τροφές που έπαιρναν από τα σφαγεία της Καλαμπάκας, τα οποία θα ξανάνοιγαν! Ο Χρήστος Ντάπας (Σαλαριάς) μου είπε πως έριχνε τροφές στην ποταμιά, όπου πήγαιναν και έτρωγαν πουλιά. Μάλιστα γνώριζαν και το αυτοκίνητο ακούγοντας την κόρνα. Μια φορά μέτρησε, είπε, 44 πουλιά.
Η ταΐστρα έγινε εκεί για να βρίσκουν εύκολα τροφή αρπακτικά πουλία: Όρνια, γύπες, κοράκια, ασπροπάρηδες (χελωνοφαγάδες και τυροκόμους, τους λέγαμε στην Καλαμπάκα) και άλλα πολλά πουλιά. Αυτά τότε. Τώρα ψάχνουμε με τα κιάλια για να δούμε έναν ασπροπάρη… Η κλειστή και σιδερένια πόρτα ήταν κλειδωμένη.
Στο δάσος της Δαδιάς υπάρχει αντίστοιχο παρατηρητήριο πουλιών. Εδώ το έχουμε στα αζήτητα! Πόσοι ξέρουν ότι είχαμε κάτι τέτοιο στην περιοχή μας εκείνα τα χρόνια, που δεν είχαμε τον σημερινό τουρισμό, υπερτουρισμό θα έλεγα αλλά κατά τον Τζανίκα πήγαιναν ακόμη και λεωφορεία! Υπάρχει κανείς θαρραλέος, Ορνιθολογική Εταιρεία, ΟΦΥΠΕΚΑ, Δήμος, Περιφέρεια να ξαναλειτουργήσει και να αξιοποιήσει αυτήν την κατασκευή ή ζητάω πολλά; Περιττό να αναφέρω ότι στο δρόμο είδαμε πολλούς ξένους τουρίστες, άλλους «ποδαράτους» και άλλους «οχημάτους».
Συνεχίζοντας στον αυτοκινητόδρομο είδαμε στην άκρη νεκρή μια «κυρά Μάρω» (αλεπού). Κάποιος ασυνείδητος θα τη νέκρωσε. Σε καφενείο της Βλαχάβας, κι εκεί υπήρχαν τουρίστες, ήπιαμε το καφεδάκι μας. Περνώντας από το άγαλμα του παπα-Θύμιου Βλαχάβα ανεβήκαμε στον κοιμητηριακό ναό του Προφήτη Ηλία να αγναντέψουμε την περιοχή.
Στην επιστροφή σταθήκαμε για λίγο στο χώρο της Τζέρτσης για να ανάψουμε ένα κεράκι στο εξωκκλήσι του Αγίου Αθανασίου. Τί είδαμε εκεί; Η καινούργια πέτρινη βρύση που κατασκεύασε το Δασαρχείο (+ Κώστας Θεοδώρου) δεν είχε νερό. Ήταν κομμένοι οι σωλήνες ύδρευσης. Ούτε το ξύλινο αποχωρητήριο είχε νερό, και στο νιπτήρα και στην τούρκικη λεκάνη. Είχε όμως ωραία θέα από τη χαλασμένη πόρτα. Από εκεί θα βγήκε το: «Χ@σε ψηλά κι αγνάντευε»! Αλήθεια, πόσοι γνωρίζουν ότι υπάρχει στην Τζέρτση απόπατος με πουρνάρια γύρω γύρω; Μέρος από το ισάδι το είχαν σκάψει, οργώσει θα έλεγα, τα αγριογούρουνα. Στο ρέμα, δεξιά του δρόμου μετά τη γέφυρα, υπάρχει μια παλιά πέτρινη βρύση-ποτίστρα που κι αυτή δεν έχει νερό, γιατί είναι κομμένο το λάστιχο. (Γιώργο Τσιάμη ή Στούκα, φωνή βοώντος εν τη ερήμω)!
Επιστρέψαμε από το δυτικό δρόμο των Μετεώρων που κι αυτός ήταν γεμάτος από αυτοκίνητα επισκεπτών. Σταματήσαμε στο ξύλινο άγαλμα του Αγίου Παΐσίου του Αγιορείτη, το οποίο έχει δεν έχει ζωή άλλα 2-3 χρόνια. Πόσο δύσκολο ήταν να μπει ένα σκέπαστρο πάνω από το ξύλινο ομοίωμα του Αγίου να το προστατεύει;
Τελειώνω με την ορειβατική φράση που πρώτος χρησιμοποίησα στα χρόνια της ορειβατικής μου ακμής: ΠΑΝΤΑ ΨΗΛΑ.