Αναβίωσε κι εφέτος το έθιμο της ανάβασης γυναικών στο βράχο της Καλαμπάκας «Μικρή Αϊά», στο ψηλότερο σημείο του οποίου υπάρχει μεταλλικός Σταυρός.
ΤΟΥ ΓΙΑΝΝΗ ΨΑΡΡΗ
Τον Σταυρό αυτό, όπως και πολλούς άλλους στην περιοχή μας, είχε τοποθετήσει ο μακαρίτης Γιάννης Νταϊλιάνας ή Σταυρογιάννης. Επειδή «μόλυνε» τους βράχους τον κυνηγούσαν με μηνύσεις.
Θυμάμαι παλιότερα πολλές γυναίκες και ελάχιστοι άνδρες, -μια χρονιά και ο μακαρίτης Χρήστος Σινάνης- ανέβαιναν πάνω, έλεγαν μερικά τραγούδια και μετά κατέβαιναν κάτω όπου περίμεναν κι άλλες γυναίκες και μοιράζονταν τα νηστίσιμα «χάσμαλα», τραγουδούσαν και χόρευαν…
Η ανάβαση γινόταν από δύο μονοπάτια. α) Από Άγιο Αντώνιο και β) από το υδραγωγείο (Δεξαμενή) – «Σχισμένη Πέτρα» (κάποιοι τη λένε Συμπληγάδες Πέτρες) – Αϊά.
Το δεύτερο μονοπάτι έχει κλείσει τα τελευταία χρόνια, αλλά και το άλλο, εφέτος δεν καθαρίστηκε! Χορτάρια, τσουκνίδια, αγκάθια, πουρνάρια, ακακίες έχουν φουντώσει. Έγινε το κορμί μου σαν να το γρατσούνισαν δέκα γάτες! Φαντάζομαι κάποιες κοπέλες-γυναίκες τι θα τράβηξαν…
Βοηθώντας ο ένας τον άλλο ανεβήκαμε καμιά εικοσαριά άτομα (4 άντρες), μέλη και φίλοι της Ορειβατικής Λέσχης Καλαμπάκας, στο βράχο και σταθήκαμε δίπλα στο Σταυρό. Ούτε το ψιλόβροχο που άρχισε να πέφτει μας πτόησε. Η θέα από ψηλά είναι πανοραμική…
Πάλι αλληλοβοηθούμενοι και όπως ο καθένας μπορούσε, κατεβήκαμε στον Άγιο Αντώνιο. Μόνο που ο χορός, μάλλον λόγω χρονικής ασυνεννοησίας, ήταν στο τέλος του και τα «χάσμαλα» είχαν τελειώσει. Εγώ πρόκανα και χλαπάκιασα ένα μεγάλο λουκούμι, (προσφορά του Δήμου) με γεύση τριαντάφυλλου!
Στο τέλος, μετά από τις φωτογραφίες, παραθέτω ένα σχετικό άρθρο από το βιβλίο (1992) του ΣΤΕΦ. ΘΑΝΑΣΟΥΛΑ (δασκάλου μου στο Β’ Δημοτικό Σχολείο – ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΟΣ ΣΧΟΛΗ) ΛΑΟΓΡΑΦΙΚΑ ΚΑΛΑΜΠΑΚΑΣ, «ένα έθιμο που έσβησε». Σας προτείνω να το διαβάσετε.
Ένα έθιμο που έσβησε
Τη μέρα της προσκύνησης του Τιμίου Σταυρού ο νους μου πέταξε σε χρόνια μακρινά. Κι ανασκαλεύοντας τα περασμένα έφερε στη θύμησή μου ένα ωραίο έθιμο του τόπου μας, που έσβησε πια για πάντα.
Το βλέμμα μου ξεμάκρυνε, δρασκέλισε τα μετεωρίτικα βράχια, που τα πέτρινα μάγουλά τους χάιδευε απαλά, λες, η νιόφερτη άνοιξη και σκαρφάλωσε σε μια της Αϊιάς κορφή, που τ’ ορίζοντα το κοντήλι χαμηλοχάραξε καμπυλωτή. Γι’ αυτό τη λέμε «Ύψιλο» τη μεριά τούτη του τιτάνιου βράχου κι έτσι θωριέται από παντού.
Εκεί ψηλά κορίτσια, μικροκόριτσα ως δώδεκα χρονών παρέες-παρέες ανέβαιναν το πρωί αυτής της Κυριακής και μέναν ως το απομεσήμερο αργά. Η απλοχωριά του βράχου της Αϊιάς ήταν αποκλειστικά δική τους κατάκτηση τη μέρα εκείνη και δεν επιτρεπόταν στ’ αγόρια ν’ ανεβούν και να πλησιάσουν.
Είχαν μαζί τους σε τσάντες, σακουλάκια και ντρουβάδες ελιές, κρεμμυδάκια, καρύδια, μύγδαλα καθαρισμένα, χαλβά κι ό,τι απ’ τα «χάσμαλα» είχε απομείνει, σουτζούκια, κριτσέλια και χουσάφια. Κι αντί για ψωμί είχαν πίτα κοινή για όλα τα κορίτσια, φτιαγμένη με ρύζι ή σουσάμι. Την έφτιαχναν αποβραδίς σε μεγάλο ταψί, αλάδωτη, ανάρτυτη καθώς όλα τα κοριτσόπουλα νήστευαν.
Λίγη ώρα ύστερα απ’ το σκαρφάλωμά τους στην απλοχωριά του βράχου καταγής στην πρασινάδα απλώνονταν «μπατανίες» που είχαν φέρει μαζί τους. ‘Εστρωναν τραπέζι βγάζοντας το καθένα ό,τι απ’ το σπίτι του πήρε κι έφερε στο καλαθάκι του, που θά ‘παίρνε να πάει να τραγουδήσει τη μέρα του Λαζάρου. Μετά μοιράζονταν της ρυζόπιτας ή σαμόπιτας τα κομμάτια —ίσα όλα— κι άρχιζαν να τρων. Κι έπιναν από μια-δυο «βτσέλες», που είχαν κουβαλήσει στον ώμο ως εκεί με νερό γεμάτες. Και σαν απότρωγαν κοντά-κοντά η κάθε παρέα με τα πέντε ή εφτά* κορίτσια αντάμα όλες οι παρέες, που έφταναν τις δέκα, άρχιζαν τα τραγούδια.
Ήταν αυτά όλα τραγούδια που θά ‘λεγαν του Λαζάρου και δοκίμαζαν, λες, τις φωνές τους. Ήθελαν να τα μάθουν κι οι πιο μικρές κι οι άλλες καλύτερα, κι όλες να ξέρουν να τα τραγουδήσουν σωστά. Που και που σταματούσαν να τραγουδούν, για ν’ αφουγκραστούν τον αχό τους πού ‘παίζε για ώρα με τα βράχια και να γελάσουν μαζί του. Και πάλι ξανάρχιζαν τα τραγούδια απ’ την αρχή και ποιο ταίριαζε στο κάθε σπίτι που θα πήγαιναν να τραγουδήσουν. Άλλο τραγούδι ήταν για όποιο είχε κορίτσι για παντρειά, παιδί που να σπουδάζει, μωρό στην κούνια, κάποιου στην ξενιτιά κι άλλα τραγούδια ήταν για κάθε δουλειάς ανθρώπους, για τους χαρούμενους ή τους πικραμένους. Κι όλο ξανάλεγαν τα Λαζαροτράγουδα, μα δεν απόλειπαν και τα τοπικά, που τραγουδιένται στην Πουλιάνα τις μέρες του Πάσχα κι άλλα ακόμη δημοτικά.
Και στηνόταν χορός κι αντιβοούσε στα βράχια ο αχός, φτάνοντας ως κάτω χαμηλά στην Καλαμπάκα. Εκεί στους δρόμους της στέκονταν όλοι, ντόπιοι και ξένοι για ν’ ακούσουν τα τραγούδια. Κι αγνάντευαν εκεί ψηλά —σαν στην άκρη του γκρεμού— πιασμένες σε χορό κοπέλες να διαβαίνουν στη γραμμή, να ξεχωρίζουν κόκκινες, πράσινες, γαλάζιες φορεσιές … που ανέμιζαν στο γαλανό φόντο τ’ ουρανού.
Τούτο το γλεντοκόπι, θάλεγα, που στήναν στην Αϊιά τα κοριτσόπουλα που θα πήγαιναν στο Λάζαρο σκορπούσε μια ιδιαίτερη χαρά στον καθένα εδώ αυτή τη μέρα. Τους ξεκούραζε όλους και τους δυνάμωνε απ’ την τόσων ημερών νηστεία. Τους έδινε κουράγιο να τη συνεχίζουν και σπηρούνιαζε τη σκέψη σε μέρες άλλες, στην ανάσταση του Λαζάρου, στα Βάϊα, στο Μεγαλοβδόμαδο, στις μέρες της Λαμπρής.
Τώρα τ’ όμορφο εκείνο έθιμο ξεχάστηκε. Κι οι Λαζαρίνες δεν ανεβαίνουν πια τη μέρα του Σταυρού ψηλά στης Αϊιάς το «ύψιλο».
* έπρεπε ο αριθμός τους να είναι περιττός.
