Πόσο εύκολο είναι να αφήσεις πίσω τον τόπο σου, χρονιάρες μέρες; Πώς να αποχωριστείς τους δικούς σου;
Και καλά να φύγεις! Που να πας; Και για ποιόν λόγο; Εκεί που θα πας, θα βρεις τα έθιμα ή έστω τα χρώματα που συνδέουν την γιορτή της Αποκριάς ως ημέρα συγχώρεσης; Θα βρεις μεγάλη καρδιά;
Φύγαμε από τα Τρίκαλα όταν η νύχτα ήταν στην πιο σκοτεινή στιγμή, κοντά στα ξημερώματα του Σαββάτου και το μεσημέρι βρεθήκαμε έξω από τα σύνορα, σε έναν τόπο που είχε τόσα πολλά ξενοδοχεία που του ταίριαζε περισσότερο το όνομα Ξενοδοχειούπολη παρά Bansko.
Όμορφο το παλιό χωριό. Τα κτίσματα μοιάζουν στην εξωτερική μορφολογία με τα Μακεδονίτικα. Σπίτια δομημένα με πέτρα και ξύλο. Φιλικά στον άνθρωπο .
Μεγάλες αυλές. Λιθόστρωτοι δρόμοι. Πλατείες που χρωματίζονταν από τον δικό μας λευκορόδινο «Μάρτη» …Σημάδια μιας νέας εποχής, μετά την χειμερινή, κρεμασμένα στα δέντρα, στις εξώθυρες, στις πεζούλες αλλά και στους μπάγκους των πλανόδιων μικροπωλητών που αναζητούν τον επιούσιο, για να καταδείξουν ότι η χαρά που προκαλεί ο ερχομός της εαρινής εποχής δεν είναι δικό μας μονοπώλιο αλλά το «παντοπωλείο» των ανθρώπων.
Εκεί, το μεγάλο προσκυνητάρι τους, που ακούει στο όνομα Sveta Troits, ένα από τα μεγαλύτερα εκκλησιαστικά κτίσματα στην Βουλγαρία, στην απέναντι πλευρά ο κοσμοκαλόγερος Paisii του Χιλανδαρίου , που έγραψε την ιστορία του λαού που εμψύχωναν τα ποιήματα του Nikola Vaptsarov.
Να και ο δικός τους «Μάρτης» πάνω στα φουσκωμένα, από τους ανοιξιάτικους χυμούς κλαδιά των δέντρων, ως κουκλίστικο υφασμάτινο ζεύγος που το παρίσταναν ο Κόκκινος και η Λευκή.
Λευκή και η επόμενη μέρα. Μια Κυριακή «απαλή» όπως το χιόνι, που άπλωνε το δικό του σεντόνι παντού… Όλα υπό την κηδεμονία του; ή μήπως για την τρελή χαρά των φίλων του βουνού;
Μιλιούνια οι άνθρωποι. Αμέτρητα τα βήματα που άφηναν τα βαριά ίχνη τους πάνω στην απαλή υφή του κατάλευκου τοπίου. Άλλοι κρεμασμένοι στις ιπτάμενες γόνδολες του Lift, άλλοι καβάλα στα αυτοκίνητα που ελίσσονταν στους φιδωτούς δρόμους του βουνού, άλλοι σε μηχανές και μηχανήματα χιονιού, άλλοι ποδαράτα, είχαν μια και μόνη πορεία, τις κορυφές του Πιρίν.
Από το χωριό φτάνουμε στην θέση Banderitza στα 1.602 μέτρα και από εκεί στην θέση Kolarski , ορειβατώντας στην άκρη της χιονοδρομικής πίστας την οποία κατέβαιναν με ταχύτητα οι πρωινοί σκιέρ, πάμε για την τελευταία ανηφοριά που μας βγάζει στο σαλέ Shiligarnik με τα κρεμασμένα κρύσταλλα της στέγης να μας θυμίζουν ότι παρότι κάτω γιορτάζουν τον «Μάρτη» και την Άνοιξη, ωστόσο, εδώ πάνω, είναι ακόμα η «έδρα» του Χειμώνα.
Μεγάλη και σύγχρονη η εγκατάσταση του Σαλέ, ως συνέχεια των υποδομών ενός χιονοδρομικού τόπου που προνοεί όταν δεν υπάρχει φυσικό να φτιάχνει τεχνητό χιόνι. Στην θαλπωρή που δημιουργεί το τζάκι της μεγάλης σάλας δεκάδες καταπονημένοι από την πολύωρη ορειβασία, συζητάνε για το μεγαλείο της φύσης. Τρώνε, πίνουν, αστειεύονται.
Έξω, στον παγερό χιονιά της κορυφογραμμής, μας περιμένουν κρεμασμένα στο συρματόσχοινο παγκάκια για να μας κατεβάσουν μέχρι το Kolarski και από εκεί με τα πόδια μέχρι και στην έδρα μας.
Χιόνι πυκνό και παχύ από την κορυφή μέχρι τον πάτο. Η κίνηση των νιφάδων στον ορίζοντα μοιάζουν με λιλιπούτιες χορεύτριες που φορούν λευκά τούλια.
Η χαρά των μεγάλων. Το πανηγύρι των μικρών.
Η Καθαροδευτέρα μας βρίσκει στον δρόμο της επιστροφής που περνάει από το Ras Lok στην πλατεία του οποίου ετοιμάζουν την βραδινή γιορτή. Μπάτσες (κλαριά) ελάτων στοιβάζονται για να σχηματίσουν μια θημωνιά που θα κάψουν το βράδυ ξορκίζοντας το κακό Χειμώνα. Χορεύοντας στους ήχους λαϊκών οργάνων σε χορούς κυκλωτικούς για την χαρά της Άνοιξης και πίνοντας γλυκό κρασί για να ευφρανθεί η ψυχή να μεγαλώσει η καρδιά και να χωρέσουμε… όλοι .
Δεν είναι οι επίσημες γιορτές που φέρνουν την χαρά, αλλά οι… άνθρωποι .