Η επέτειος γέννησης (ή θανάτου) του Βασίλη Τσιτσάνη είναι μια ημέρα, όχι μόνο για να γιορτάσουμε την απαράμιλλη συνεισφορά του στην ελληνική μουσική, αλλά και για να αναλογιστούμε τις βαθύτερες αλήθειες που ανέσυρε μέσα από την τέχνη του… Μια αντανάκλαση του ποιοι είμαστε ως λαός, ως πολιτισμός και πράγματι, ως άνθρωποι.
Ο Τσιτσάνης ήταν πολλά περισσότερα από συνθέτης ή ερμηνευτής. Ήταν ένας αλχημιστής του συναισθήματος, αποστάζοντας την πολυπλοκότητα της ύπαρξης σε μελωδίες που μπορούσαν να πετάξουν πάνω από γενιές και σύνορα. Όταν ακούς το μπουζούκι του να «τραγουδάει», ακούς μια συνομιλία με την αιωνιότητα. Στα χέρια του, το ταπεινό αυτό όργανο, που γεννήθηκε στο περιθώριο της κοινωνίας, έγινε μια επική φωνή, ικανή να μεταφέρει το βάρος των συλλογικών κερδισμένων αλλά και χαμένων μαχών της Ελλάδας.
Γιατί ο Τσιτσάνης δεν ήταν ένας μουσικός. Ήταν ιστορικός του άυλου. Τα τραγούδια του αποτύπωναν το πνεύμα μιας Ελλάδας που βρισκόταν ανάμεσα στις παραδόσεις του παλιού κόσμου και τη νεωτερικότητα. Έζησε σε μια εποχή που η ρεμπέτικη μουσική, που κάποτε περιφρονήθηκε ως ο «θρήνος» της κατώτερης τάξης, άρχισε να ωριμάζει σε μια πλούσια, μεστή μορφή τέχνης. Ήταν ο μεγάλος εκσυγχρονιστής του, εμπλουτίζοντάς το με εκλεπτυσμένες μελωδίες, ποιητικούς στίχους και ένα εσωστρεφές ήθος. Τα τραγούδια του δεν αφηγούνταν απλώς τους αγώνες των αδικημένων. Φώτιζαν οικουμενικές αλήθειες για την ανθρώπινη ύπαρξη, για την εξορία, την απώλεια και την ανθεκτικότητα.
Σκεφτείτε τη «Συννεφιασμένη Κυριακή», ίσως την πιο διάσημη σύνθεσή του. Αυτό το τραγούδι, που γράφτηκε κατά τη διάρκεια της ναζιστικής κατοχής της Ελλάδας, δεν είναι απλώς ένας θρήνος για μια σκοτεινή στιγμή της ιστορίας. Είναι ένα πνευματικό κείμενο, που εκφράζει το υπαρξιακό βάρος της καταπίεσης, κρατώντας παράλληλα μια σιωπηλή υπόσχεση λύτρωσης. Είναι μια υπενθύμιση ότι ακόμη και στις πιο απελπισμένες ώρες μας, το ανθρώπινο πνεύμα «παρασύρεται» από την ελπίδα του καθαρού ουρανού.
Οι μελετητές σημειώνουν συχνά ότι η ιδιοφυΐα του Τσιτσάνη έγκειται στην ικανότητά του να εξισορροπεί τα αντίθετα. Ήταν ταυτόχρονα γιος της παράδοσης και τολμηρός καινοτόμος. Συγκέντρωσε την ακατέργαστη ενέργεια του ρεμπέτικου με τον λυρισμό και την εκλέπτυνση της λαϊκής μουσικής, δημιουργώντας ένα ηχοτοπίο τόσο γήινο όσο και αιθέριο. Το έργο του τίμησε τις πλούσιες υφές της Σμύρνης, ενώ αγκάλιασε τον αστικό παλμό της μεταπολεμικής Ελλάδας, σφυρηλατώντας μια γέφυρα ανάμεσα στην Ανατολή και τη Δύση, το παρελθόν και το μέλλον.
Σημαντικό είναι, καθώς αναλογιζόμαστε την κληρονομιά του, να μην ξεχνάμε την ηθική διάσταση της τέχνης του. Ο Τσιτσάνης ήταν ένας αθόρυβος επαναστάτης. Σε έναν κόσμο σημαδεμένο από τον πόλεμο, τη φτώχεια και τη διαίρεση, έδωσε φωνή σε όσους δεν είχαν. Τα τραγούδια του διαπνέονται από μια ηθική ενσυναίσθησης, μια αναγνώριση της κοινής ανθρωπιάς. Οι άνθρωποι στους στίχους του -οι μοναχικοί, οι καταπιεσμένοι, οι ονειροπόλοι- δεν είναι «χαρακτήρες»… Είναι καθρέφτες μέσα στους οποίους βλέπουμε τον εαυτό μας.
Σε αυτή την επέτειο, μας προτρέπω να ακούσουμε εκ νέου τον Τσιτσάνη. Όχι μόνο με τα αυτιά μας, αλλά με την καρδιά και το μυαλό μας. Ας τον μελετήσουμε όπως θα μελετούσαμε έναν μεγάλο ποιητή, έναν φιλόσοφο, έναν προφήτη του ανθρώπινου πνεύματος. Και ας μεταφέρουμε τα μαθήματα που μας άφησε: να αγκαλιάζουμε όλο το φάσμα των συναισθημάτων της ζωής, να τιμούμε τις ρίζες μας, ενώ τολμάμε να καινοτομούμε και να μην χάνουμε ποτέ την πίστη μας στη δύναμη της τέχνης να ενώνει, να θεραπεύει και να εμπνέει! Γι’ αυτό λοιπόν, τα Τρίκαλα μπορούν να είναι περήφανα, σήμερα και κάθε μέρα…
Ακολουθήστε το tameteora.gr στο Google News!