Τη στήριξη του αγροκτηνοτροφικού τομέα, «ενός εκ των σημαντικότερων κλάδων της Ελληνικής Οικονομίας» όπως τόνισε χαρακτηριστικά από του βήματος της Βουλής, ζητά ο κ. Κώστας Σκρέκας. Ο βουλευτής Ν. Τρικάλων της Νέας Δημοκρατίας μιλώντας επί του Νομοσχεδίου του Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης έκανε λόγο για «πολλές διαρθρωτικές αδυναμίες στον τρόπο που λειτουργεί και ο αγροτικός και ο κτηνοτροφικός τομέας στην Ελλάδα». Σημείωσε ότι θα πρέπει να δοθούν κίνητρα σε νέους ανθρώπους να ασχοληθούν, επιχειρηματικά, με τη γεωργία και την κτηνοτροφία και το Κράτος να αναλάβει τη πρωτοβουλία προώθησης των προϊόντων τους, μέσα από συντονισμένες δράσεις, ακόμη και ίδρυση γραφείων σε χώρες του εξωτερικού, όπως η Ρωσία και η Γερμανία. Ο κ. Σκρέκας τόνισε ότι είναι ανάγκη να υπάρξει καθετοποίηση παραγωγής και τυποποίησης προϊόντων, έτσι ώστε «τα Ελληνικά προϊόντα να γίνουν ανταγωνιστικά σε όλο τον κόσμο». Αναλυτικά η ομιλία του κ. Κώστα Σκρέκα στη Βουλή:
«Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, ο αγροκτηνοτροφικός τομέας είναι σημαντικός γιατί αξίζει να αναφέρουμε ότι συμμετέχει περίπου κατά 4% στο συνολικό ΑΕΠ της χώρας, αλλά ακόμη περισσότερο σημαντικό είναι το ότι απασχολεί το 12% του εργατικού, του ανθρώπινου δυναμικού αυτής της χώρας.
Και επειδή πάρα πολλές φορές ακούγεται ότι η Ελλάδα δεν παράγει πολλά ή δεν παράγει τίποτα κ.λπ., θα πω ότι η Ελλάδα είναι για παράδειγμα η πρώτη χώρα σε παραγωγή βαμβακιού στην Ευρώπη, η δεύτερη σε παραγωγή λαδιού και ελιών, η τρίτη σε παραγωγή ντομάτας, καρπουζιών και άλλων αγροτοκτηνοτροφικών προϊόντων. Υπάρχουν όμως πολλές διαρθρωτικές αδυναμίες στον τρόπο που λειτουργεί και ο αγροτικός και ο κτηνοτροφικός τομέας στην Ελλάδα.
Καταρχήν, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, θα παρατηρήσουμε ότι ο αγροτοκτηνοτροφικός τομέας στην Ελλάδα είναι γηρασμένος και αυτό ισχύει όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά γενικότερα στην Ευρώπη. Ειδικά στην Ελλάδα έχουμε μία μικρή κατά κεφαλήν καλλιεργούμενη έκταση ή παραγωγή αγροτοκτηνοτροφικών προϊόντων σε σχέση με το ευρωπαϊκό γίγνεσθαι. Αυτή τη στιγμή διαπιστώνεται μία έλλειψη ρευστότητας, όπως αυτή άλλωστε παρατηρείται και στους άλλους οικονομικούς κλάδους και δραστηριότητες.
Επίσης, μαζί με όλα αυτά θα παρατηρήσουμε, αν βγούμε στην περιφέρεια –προέρχομαι άλλωστε από έναν αγροτοκτηνοτροφικό νομό, το Νομό Τρικάλων- πως πάρα πολλοί αγρότες καλλιεργούν και σήμερα σχεδόν με παραπλήσιο τρόπο αυτά που καλλιεργούσαν και οι προηγούμενες γενιές. Αυτό σημαίνει ότι δυστυχώς έχουν γίνει λίγες επενδύσεις σε ό,τι αφορά την καινοτομία, έχουν αφιερωθεί λίγοι πόροι σε ό,τι αφορά τη βελτίωση της τεχνογνωσίας σε νέες καλλιέργειες και όλα αυτά δημιουργούν ένα πολύ σύνθετο και δύσκολο πρόβλημα. Αυτός ο σημαντικός, ο απαραίτητος και για την Ελλάδα και για την Ευρώπη, αλλά και για τον υπόλοιπο κόσμο, αγροτικός και κτηνοτροφικός τομέας, που παράγει προϊόντα που χρειαζόμαστε για να επιβιώσουμε σαν ανθρώπινο είδος, έχει πολύ σημαντικά προβλήματα στη χώρα μας.
Θέλει λοιπόν χρήμα, θέλει χρόνο, θέλει νέους να μπουν στις καλλιέργειες και στην κτηνοτροφία και -το σημαντικότερο απ’ όλα- θέλει στρατηγική κατεύθυνση και συγκεκριμένη πολιτική. Ήδη στα δύο χρόνια που βρισκόμαστε στη διακυβέρνηση και ο Υπουργός και το επιτελείο του έχουν δείξει ξεκάθαρα προς τα πού πρέπει να κινηθεί αυτή η χώρα, όπως σε προϊόντα βιολογικής καλλιέργειας αλλά και άλλα προιόντα υψηλής ποιότητας, που προωθούν έναν αειφόρο τρόπο καλλιέργειας των εδαφών, που διασφαλίζουν τη μακροβιότητα και τη μακροχρόνια καλλιέργεια και παραγωγή ποιοτικών προϊόντων στην Ελλάδα. Αυτά έχουν υπεραξία και μπορούν να διατεθούν στις ευρωπαϊκές αγορές σε υψηλότερες τιμές απ’ αυτές που διατίθεντο χρόνια πριν.
Όλα αυτά χρειάζονται επιπλέον βοήθεια από το κράτος, όπως είναι παραδείγματος χάρη τα εξαγωγικά γραφεία που πρέπει να στηθούν και να βοηθήσουν τους εμπορικούς ακολούθους στις πρεσβείες, εξαγωγικά γραφεία σε μεγάλες αγορές που απορροφούν ελληνικά προϊόντα, όπως είναι η Ρωσία, η Γερμανία και άλλες δυτικοευρωπαϊκές χώρες. Αυτά πρέπει να ενισχυθούν και να ασχοληθούν με την προώθηση και τη διανομή των ελληνικών προϊόντων.
Επίσης, θα πρέπει να προχωρήσουμε στην τυποποίηση αυτών των προϊόντων, όχι να πουλάμε πια χύδην το λάδι για παράδειγμα, αλλά να πουλάμε τυποποιημένα προϊόντα υψηλής αξίας. Είναι γεγονός ότι και εξαιτίας της κρίσης η ιδιωτική πρωτοβουλία και η νέα επιχειρηματικότητα –που και αυτά χρειάζονται σ’ αυτό τον κλάδο- δείχνουν σημάδια πως το μέλλον της Ελλάδας ως προς αυτό το κομμάτι μπορεί να είναι πραγματικά λαμπρό.
Θα ήθελα όμως πολύ γρήγορα να αναφερθώ σε κάτι που απασχολεί αυτό το διάστημα τους αγρότες και αφορά την τήρηση βιβλίων και στοιχείων που ναι μεν είναι ένα καλό μέτρο εκσυγχρονισμού, διότι είναι γεγονός ότι πολλοί αγρότες καλλιεργούν και στην πραγματικότητα δεν ξέρουν πόσο κοστίζει αυτό που καλλιεργούν και στο τέλος της σεζόν ή στο τέλος του χρόνου δεν ξέρουν πόσα χρήματα έχουν βγάλει, αλλά γι’ αυτό ακριβώς το θέμα θα ήθελα να σχολιάσω δύο πράγματα.
Πρώτον, η παραγωγή αγροτικών και κτηνοτροφικών προϊόντων έχει τεράστιες αντιξοότητες που δεν προσομοιάζουν με καμία άλλη οικονομική δραστηριότητα. Θα σας πω για παράδειγμα ότι οι καιρικές συνθήκες, οι παθογόνοι μικροοργανισμοί και άλλες απρόβλεπτες περιβαλλοντικές συνθήκες μπορούν να μεταβάλλουν και το κόστος παραγωγής και την ποσότητα παραγωγής και την ποιότητα του παραγόμενου προϊόντος.
Το δεύτερο είναι το εξής: Η τιμή πώλησης των παραγόμενων προϊόντων και αυτή, δυστυχώς, τις περισσότερες φορές εξαρτάται από εξωτερικές συνθήκες οι οποίες είναι ξένες προς τον παραγωγό. Με λίγα λόγια, ο αγρότης ή ο κτηνοτρόφος παράγει ή προγραμματίζει να παράγει την επόμενη σεζόν προϊόντα για τα οποία δεν ξέρει ποιο είναι το τελικό τους κόστος και δεν ξέρει και ποια είναι η τελική τιμή πώλησης. Όλα αυτά συνθέτουν ένα εκρηκτικό μείγμα δυσκολιών στο να παράγει κάποιος σήμερα αγροτικά και κτηνοτροφικά προϊόντα.
Άρα, αυτή τη στιγμή ως Κυβέρνηση έχουμε θέσει και έχουμε ψηφίσει ότι θα τηρηθούν βιβλία και στοιχεία και έχουμε εξαιρέσει κάποιους αγρότες. Ποιοι είναι αυτοί που έχουμε εξαιρέσει; Είναι αυτοί οι οποίοι έχουν έσοδο, προσοχή όχι εισόδημα, συνολικό ετήσιο τζίρο μέχρι 10.000 ευρώ ή 5.000 ευρώ επιδότηση.
Πάνω σε αυτό, κύριε Υπουργέ, θα ήθελα να σας αναφέρω τρεις δικές μου προτάσεις, τις οποίες θα ήθελα να συζητήσετε εσείς και αφορούν ακόμη περισσότερο το Υπουργείο Οικονομικών. Καταλαβαίνετε ότι 10.000 ευρώ συνολικός τζίρος μπορεί να σημαίνει ένα καθαρό εισόδημα για τον αγρότη περίπου της τάξεως των 1.000 ευρώ ή 2.000 ευρώ. Άρα, αυτό μπορεί να αυξηθεί στις 20.000 ευρώ τζίρο και πάλι ίσως δεν είναι αρκετό να εξαιρέσει τους μικρούς και πολύ μικρούς αγρότες.
Δεύτερον, τέλος επιτηδεύματος. Αυτοί οι νέοι επιτηδευματίες-αγρότες οι οποίοι θα τηρήσουν βιβλία για τρία χρόνια, εκ του νόμου δεν θα πληρώσουν τέλος επιτηδεύματος. Να τους εντάξουμε, όπως τους επαγγελματίες οι οποίοι εκδίδουν ένα τιμολόγιο παροχής υπηρεσιών προς ένα προμηθευτή έως τρία, με το ένα να είναι στο 70% του συνολικού τζίρου, οι οποίοι τελικά δεν πληρώνουν καθόλου τέλος επιτηδεύματος κατά τη διάρκεια της επαγγελματικής τους σταδιοδρομίας. Καταλαβαίνετε, ότι 650 ευρώ είναι πολλά για έναν αγρότη ο οποίος έχει εισόδημα 3.000 ευρώ ή 4.000 ευρώ ετησίως. Τρίτον, πρέπει να εξετάσουμε το θέμα της έκπτωσης φόρου. Ξαναλέω ότι υπάρχουν οι ελεύθεροι επαγγελματίες -ισχύει γι’ αυτούς οι οποίοι έχουν ένα μόνο προμηθευτή- οι οποίοι μπαίνουν στην κλίμακα των μισθωτών υπηρεσιών και οι οποίοι έχουν έκπτωση φόρου 2.100 ευρώ. Αυτό μπορούμε να το συνυπολογίσουμε και έτσι να εξαιρέσουμε τους μικρούς και πολύ μικρούς αγρότες, οι οποίοι είναι αυτοί οι οποίοι θα αποτελέσουν τη ραχοκοκαλιά της επόμενης γενιάς.
Τέλος, σας έχουμε καταθέσει μία ρύθμιση αγροτικών δανείων, ληξιπρόθεσμων, «κόκκινων» δανείων, τα οποία έχουν περάσει στη «bad» bank, στην «κακή» τράπεζα της Αγροτικής, την οποία τροπολογία θα θέλαμε να δείτε -την έχουμε καταθέσει με τους υπόλοιπους συναδέλφους από τη Νέα Δημοκρατία και να την αποδεχθείτε, γιατί θα δώσει λύση σε χιλιάδες αγρότες και θα βοηθήσει να επανεκκινηθεί ο αγροτικός τομέας.
Ευχαριστώ πολύ».