Ένας υπάλληλος μιας μεγάλης εταιρείας, ο Μπόμπ, είχε συνηθίσει να φέρνει κάθε πρωί στους συναδέλφους του στο γραφείο κουλουράκια και τυράκια, τα οποία όλοι τιμούσαν δεόντως.
Σε μια φάση της ζωής του, όπως συμβαίνει με πολλούς ανθρώπους, ο Μπόμπ βαρέθηκε τη δουλειά του και αποφάσισε να παραιτηθεί και να ασχοληθεί επαγγελματικά με το χόμπι του, δηλαδή να μοιράζει κουλουράκια.
Κάθε πρωί λοιπόν έκανε τον γύρο διάφορων επιχειρήσεων και γραφείων και άφηνε καλαθάκια με κουλουράκια και ένα ξύλινο κουτί, όπου κάποιος μπορούσε να ρίξει τα χρήματα. Το μεσημέρι περνούσε και συνέλεγε τα κουλουράκια που είχαν απομείνει και τα χρήματά του.
Τα αποτελέσματα ήταν ενδιαφέροντα. Ο Μπόμπ περνούσε με πολλή επιμέλεια όλα τα στοιχεία που αφορούσαν στη δουλειά του. Μετρώντας τα χρήματα έναντι των κουλουρακιών που πουλούσε, μπορούσε να έχει μια εικόνα για την εντιμότητα των πελατών και επίσης μπορούσε να συγκρίνει τα χαρακτηριστικά των επιχειρήσεων ή γραφείων που έκλεβαν, με αυτά που δεν το έκαναν.
Άθελά του ο Μπόμπ είχε στήσει ένα πολύ ενδιαφέρον οικονομικό πείραμα που φωτίζει ορισμένες πτυχές της εγκληματικότητας των χαρτογιακάδων και κατά συνέπεια της διαφθοράς που ανταμώνουμε μεταξύ των υπαλλήλων.
Ο Μπομπ θεωρούσε έντιμο ένα γραφείο, αν του άφηνε χρήματα για άνω των 90% του κουλουριών που έπαιρναν, ανεκτό μεταξύ 80% – 90%, και ανέντιμο αν ήταν κάτω από 80%. Στην τελευταία περίπτωση, ο Μπομπ άφηνε ένα μεγάλο σημείωμα πάνω στο καλάθι που έγραφε: «Υποθέτω ότι δεν θέλετε να μάθετε στα παιδιά σας να κλέβουν, τότε εσείς γιατί το κάνετε;»
Η δουλειά αυτή οδήγησε σε τέσσερις ενδιαφέρουσες παρατηρήσεις.
1ο) Στα μικρά γραφεία κλέβουν λιγότερο από ό,τι στα μεγάλα. Ένα τμήμα με καμιά 30αρια υπαλλήλους είναι κατά 5% πιο έντιμο από ένα τμήμα από 200-300 άτομα. Απ’ αυτή την άποψη, η εγκληματικότητα των χαρτογιακάδων αντικατοπτρίζει το κοινό έγκλημα. Η κοινή εγκληματικότητα είναι υψηλότερη στην πόλη σε σχέση με αγροτικές περιοχές. Διότι ο εγκληματίας στην ύπαιθρο είναι συνήθως κάποιο γνωστό στην κοινότητα άτομο, κι έτσι έχει περισσότερες πιθανότητες σύλληψης.
2ο) Ότι το κέφι ενός ατόμου επηρεάζει τη διάθεση να κλέψει. Σε ημέρες με απρόσμενα καλό καιρό οι κλοπές ήταν λιγότερες απ’ ό,τι σε ημέρες που επικρατούσε κακοκαιρία. Επίσης, όσον αφορά στις γιορτές, υπήρξε μία διαφοροποίηση στα αποτελέσματα. Σε παραμονές γιορτών, όπως τα Χριστούγεννα, οπότε η διάθεση των εργαζομένων επηρεάζεται από το άγχος των υποχρεώσεων (δώρα κ.λπ.), οι κλοπές αυξανόταν. Αντίθετα, σε γιορτές που δεν υπήρχαν τέτοιες υποχρεώσεις (εθνικές εορτές κ.λπ), οι κλοπές κουλουριών μειώνονταν.
3ο) Όπως επεσήμανε ο Μπομπ, τόσο στη βάση των παρατηρήσεών του όσο και στη βάση της δικής του εμπειρίας, οι κλοπές ήταν πολύ λιγότερες μεταξύ υπαλλήλων που ήταν ευχαριστημένοι με τα αφεντικά τους, ήταν ικανοποιημένοι με τη δουλειά τους και είχαν γενικώς την αίσθηση ότι η συμβουλή τους αναγνωρίζεται και εκτιμάται.
Τέλος, ένα άλλο ενδιαφέρον στοιχείο αφορούσε στη διαπραγμάτευση των κλεφτών. Αντίθετα από ό,τι ίσως θα περίμενε κανείς, συνήθως έκλεβαν περισσότερα κολούρια στα γραφεία των υψηλόβαθμων στελεχών της επιχείρησης! Ο Μπόμπ το απέδιδε στο γεγονός ότι αυτοί που βρίσκονται στα ανώτερα κλιμάκια ενός οργανισμού ή μιας επιχείρησης είναι γενικώς «καβαλημένα καλάμια» και πιστεύουν ότι τα κολούρια τους ανήκουν δικαιωματικά. Όμως, ο οικονομολόγος Λεβίτ Τ. είχε μια άλλη εκδοχή: «Μήπως», διερωτάται, «το γεγονός ότι έκλεβαν και εξαπατούσαν, ήταν αυτό που τους έκανε να φτάσουν ψηλά;»
Ακολουθήστε το tameteora.gr στο Google News!