Σε προηγούμενο άρθρο μου στα «Μετέωρα», δημοσιευμένο στη διάρκεια του Mundial του 2006, ανέφερα πως, μετά την επίσκεψή μου στις παραλίες και τα γήπεδα του Rio de Janeiro, το 2004, απαρνήθηκα την αγαπημένη μου Εθνική Ομάδα της Γερμανίας, για χάρη της Βραζιλίας. Καθώς το Mundial του 2014 που διεξάγεται στη χώρα του “jogo bonito” κορυφώνει την ένταση και τις εντυπώσεις στους τηλεοπτικούς μας δέκτες έρχονται στο μυαλό μου εικόνες από προηγούμενα Παγκόσμια Κύπελλα, όπως αυτό του 2006 που φιλοξένησε η πρώτη μου ποδοσφαιρική αγάπη, η Γερμανία. Τότε, τόσο η Γερμανία όσο και η Βραζιλία έχασαν, ενώ το κύπελλο κέρδισε η Ιταλία, σε εκείνον τον αλησμόνητο τελικό που σημαδεύτηκε από την κεφαλιά του Ζιντάν, όχι προς το τέρμα, όπως μας είχε συνηθίσει, αλλά προς το στήθος του Ματεράτσι, ο οποίος τον είχε προηγουμένως προσβάλει χυδαία.
Είχα προλάβει να δω μόνον το δεύτερο ημίχρονο εκείνου του τελικού, λόγω του μεγάλου μποτιλιαρίσματος που αντιμετώπισα στην επιστροφή μου από τη Χαλκιδική, αλλά όπως λένε και οι λάτρεις των πάσης φύσεως επανασυνδέσεων, «τα ωραιότερα γκολ μπαίνουνε στο δεύτερο ημίχρονο..». Έστω και αν σε εκείνο το παιχνίδι είχε χρειαστεί παράταση για να κερδίσει η Ιταλία….Ήταν το τελευταίο παιχνίδι του Ζιντάν που όταν είδε πως δεν θα κατάφερνε να κλείσει την καριέρα του με ένα ακόμη παγκόσμιο κύπελλο, βλέποντας πως η χαρισματική του υπεροχή δεν ήτανε πια αρκετή για να τον στέψει για ακόμη μια φορά παγκόσμιο βασιλιά του ποδοσφαίρου, τη στιγμή ακριβώς που βασίλευε ο ήλιος της καριέρας, επέλεξε να φύγει μόνος απ’ την παγκόσμια ποδοσφαιρική σκηνή, ως αποδιοπομπαίος τράγος των απανταχού πιστών υπηκόων της στρογγυλής θεάς, σκηνοθετώντας και πρωταγωνιστώντας μόνος του στο δικό του «λυκόφως των ειδώλων».
Όπως έκανε και ο αρνητικός πρωταγωνιστής του Mundial του 2014, ο λαιστρυγονικά «ανθρωποφάγος» Ουρουγουανός Σουάρες, οι δαγκωματιές του οποίου προς τους αντίπαλους παίκτες άφησαν να φανερωθούν στο φιλοθεάμον κοινό οι εσωτερικοί Λαιστρυγόνες που κουβαλάει οι «λαιστρυγόνες (που)….βάζει εμπρός του η ψυχή του» κάθε φορά που καταφεύγει στο δάγκωμα όταν οι αντίπαλοι παίκτες εμφανίζονται στον δρόμο του κι εκείνος, σαν σε λυκοφωτική διέγερση, ζηλεύει τη δόξα των λυκανθρώπων.
Τέσσερα χρόνια πριν, στο Mundial του 2010, στα γήπεδα της Νοτίου Αφρικής, πάλι μέσα από τις σελίδες των «Μετεώρων» υποστήριζα την Αργεντινή. Την ομάδα ενός άλλου μεγάλου απροσάρμοστου, του Ντιέγκο και της ασύγκριτης ποδοσφαιρικής του ιδιοφυίας, προτού την πνίξει σε έναν ωκεανό από ναρκωτικά και ναπολιτάνικα μοντέλα. Είχα διαλέξει ομάδα από τον Οκτώβριο του 2009, οπότε και είχα επισκεφθεί το Μπουένος Άιρες, για τη βράβευση, σ’ έναν Παγκόσμιο Λογοτεχνικό Διαγωνισμό, ενός διηγήματός μου, με θέμα τον Μέγα Αλέξανδρο. Περπατώντας στα σοκάκια της La Boca, της ποδοσφαιρικής κοιτίδας της Boca Juniors, της «ομάδας της καρδιάς» του Μαραντόνα, δαγκώνοντας με τη λαιμαργία του Σουάρες τα παραδοσιακά αργεντίνικα alfajores, με τις μελωδίες της κομπαρσίτα να ξεχύνονται από το μαντονεόν πλημμυρίζοντας τους λαβυρίνθους των αυτιών και της ψυχής μου. Με τα διηγήματα του Αργεντίνου Μπόρχες και τον ‘Στρατηγό μες στον λαβύρινθό του’ του Κολομβιανού Μάρκες στο μυαλό μου. ‘Ένας βώλος από ασήμι’, ή επί το λατινοαμερικανικότερον ‘Una esfera de plata, σύμφωνα με την ισπανόφωνη μετάφραση του τίτλου του διηγήματός μου. Γιατί όλα τελικά γυρίζουνε γύρω ή και μαζί με τη στρογγυλή θεά. Γιατί τελικά και η γη μας, μια μπάλα από χώμα και νερό είναι. Μια μπάλα είναι και κυλά αναπάντεχα και η ζωή μας και για αυτό ίσως μας αρέσει να μνημονεύουμε συχνά την αξέχαστα αθυρόστομη ρήση του Όσιμ, περί των ελευθέρων ηθών της μπάλας. Και ας πάει η Jabulani -η αερόμπαλα της FIFA για το 2010- όπου θέλει. Απελπιστικά άουτ στα σουτ των χαρισματικών Μέσι και Ιγκουαϊν και στο πλεκτό με τα τρελά φάλτσα της τύχης, όταν σουτάρανε κάποιοι άλλοι, απλοί ρολίστες που έχω ξεχάσει και τα ονόματα και τις φανέλες τους.
Καλοκαίρι 2014 και βλέπω στην οθόνη τον Σίρλε να λύνει τον γόρδιο δεσμό κόντρα στην Αλγερία, σκοράροντας με τακουνάκι στην παράταση, σαν ετεροχρονισμένη γερμανική εκδίκηση για εκείνο το αλήστου μνήμης «τακουνάκι του Αλλάχ» με το οποίο ο Μαροκινός Madjer είχε οδηγήσει την Πόρτο στην κατάκτηση του Κυπέλλου Πρωταθλητριών το ’87 στη Βιέννη κόντρα στη Μπάγερν των Ρουμενίγκε και Ματέους και μέσα μου ξυπνά πάλι ο αθεράπευτος ποδοσφαιρικός έρωτας για τη «νασιοναλμανσαφτ», μαζί με εικόνες από τον «Ποταμό του Ιανουαρίου», τον Rio de Janeiro, και από τον «Ποταμό του Ασημιού», τον Rio de la Plata, που τις τεράστιες όχθες του μοιράζονται το αργεντίνικο Μπουένος Άιρες και το Μοντεβιδέο, η πρωτεύουσα της Ουρουγουάης –που αν δεν είχε ήδη αποκλεισθεί- αυτήν, τον Σουάρες και τα σκληροτράχηλα stopper της θα υποστήριζα στο τρέχον Mundial της Βραζιλίας, μαζί, θαρρώ, με τη σιωπηρή πλειοψηφία των νέων της γενιάς μου, τώρα που μας πιέζει περισσότερο από ποτέ η ανάγκη για έμφαση στην άμυνα και για «δάγκωμα» της ευκαιρίας.
Γερμανία, Βραζιλία, Αργεντινή, Ουρουγουάη και φυσικά, πάνω απ’ όλα η «επίσημη αγαπημένη» όλων των Ελλήνων, η Εθνική Ελλάδος. Διαφορετικές ομάδες, παλιά και νέα Μundial, αναμνήσεις και προτιμήσεις που παρασύρονται στην κοίτη της μνήμης από τους ποταμούς του χρόνου. Με τον Rio de la Plata να χύνεται στον Ατλαντικό, κυλώντας ανάμεσα στις ξεμακρυσμένες -σαν δυο ερωτευμένους που χωρίστηκαν- όχθες του, πιο πλατύς, θαρρείς, και από τον ίδιον τον Ωκεανό. Τον Ωκεανό στον οποίον δεν κατάφερε τελικά να φτάσει ο Αλέξανδρος, αν και πέρασε την έρημο της Γεδρωσίας. Όπως και ο Ζιντάν δεν ξέφυγε ποτέ από την εσώτερή του έρημο, παρότι διάβηκε τη Μεσόγειο από τ΄ Αλγέρι ως τη Μαρσίλια.
Ο νικηφόρος αγώνας της Εθνικής μας ενάντια στην αποδεκατισμένη Ιαπωνία και η ήττα μας κόντρα στην επίσης κουτσουρεμένη Κόστα Ρίκα. Το τακουνάκι του Σίρλε και το «τακουνάκι του Αλλάχ», όλες οι μεγάλες φάσεις και όλες οι άστατες φίλαθλες προτιμήσεις της ποδοσφαιρικής μου καρδιάς, παλιές και νέες ερωμένες της ποδοσφαιρικής μνήμης και της στρογγυλής θεάς. Ποδοσφαιρικοί παγκόσμιοι πόλεμοι, πραγματικά και τηλεοπτικά οικουμενικά ταξίδια, βγαλμένα θαρρείς από τα ταξιδιωτικά βιβλία, από τα «Ταξιδεύοντας», του Νίκου Καζαντζάκη που σε ένα από αυτά γράφει:
Όταν ο Μουχαμέτης πήγε και χτύπησε την πόρτα ενός πιστού του σεΐχη να μιλήσει μαζί του για πολέμους, έτρεξε η γυναίκα του φίλου του, η Ζεϊνέπ, να του ανοίξει. Μα ως άνοιξε την πόρτα, φύσηξε αγέρας, κουνήθηκε λίγο το φόρεμα της Ζεϊνέπ και φάνηκε το στήθος της. Ο Μουχαμέτης θαμπώθηκε από τη λάμψη, ξέχασε με μιας όλες τις γυναίκες που αγάπησε, σήκωσε τα χέρια του κι ευχαρίστησε τον θεό: ‘Ευχαριστώ σε, Αλλάχ, που έκαμες την καρδιά μου τόσο άστατη!’…..Ας ευχαριστήσουμε κι εμείς τον Αλλάχ που έκαμε την καρδιά μας τόσο άστατη, κι ας αφήσουμε τον καινούριον αέρα να φυσήξει και να μας δείξει λίγο το στήθος της Ιαπωνίας!»….έστω και αν τόσο η Ιαπωνία, όσο και η Κόστα Ρίκα παίζανε με 10 παίκτες…
Χρίστος Χρυσοστόμου Λιάπης
Ψυχίατρος – Διδάκτωρ Παν/μίου Αθηνών
chliapis@yahoo.gr
Twitter: @chliapis