Καλαμπακιώτης φίλος μου, που η κορούλα του φοίτησε φέτος στην Α’ τάξη Γυμνασίου, σε μια συνάντησή μας διαμαρτυρόταν για ένα σαχλό κείμενο που περιλαμβάνεται στο «Τετράδιο Εργασιών» τής «Νεοελληνικής Γλώσσας» τής Α’ Τάξης Γυμνασίου.
Ζήτησα και μου έφερε το εν λόγω βιβλίο. Διαβάζοντας το κείμενο, δεν πίστευα στα μάτια μου. Είναι μια ανεκδοτολογική ιστορία «σόκιν» από την οποία δεν βγαίνουν μηνύματα, ωφέλιμα για την τρυφερή ηλικία και συμβατά με τη σχολική σοβαρότητα και με την οποιαδήποτε Παιδαγωγική. Σαφώς, πρόκειται εδώ για ένα χτυπητό αρνητικό παράδειγμα, που εκθέτει και τον άμυαλο ηλεκτρολόγο και την ανήλικη μαθήτρια και τις συμμαθήτριές της, που την διακωμωδούν μέσα στην τάξη.
Συνάμα, η ιστορία αυτή εκθέτει: τη συγγραφέα της, τους συγγραφείς τού βιβλίου, το Υπουργείο Παιδείας και το Ελληνικό Σχολείο.
Δείτε λοιπόν παρακάτω αυτό το κείμενο και αναρωτηθείτε μαζί μου γιατί βρίσκεται ακόμη μέσα στο βιβλίο:
«Ο καθηγητής της φιλολογίας έριχνε κάθε μέρα το μπαλάκι. Όλη η τάξη το έπιανε σαν ένα γαργαλιστικό μήνυμα.
Το πετούσε ο ένας στον άλλον. Χαράς ευαγγέλια.
«Οσάκις…» άρχισε τη φράση του ο φιλόλογος.
«Ναι. Ναι. Ο Σάκης! Ο Σάκης!» φώναζαν όλες μαζί οι μαθήτριες γελώντας. Κι ο καθηγητής τρελαινόταν. «Οσάκις…» επαναλάμβανε, τονίζοντας τη λέξη σαν να έλεγε «σκάστε».«Ο Σάκης! Ο Σάκης!» ακουγόταν πάλι από κάτω και το γέλιο έδινε κι έπαιρνε. Ο καθηγητής δεν μπορούσε να ξεχωρίσει ποιες από τις μαθήτριες ήταν οι δράστες.
Η λέξη – μπαλάκι κυλούσε ακαριαία σε κλάσμα δευτερολέπτου μέσα από τα χείλια τους που ήταν κρυμμένα στο κάτω μέρος του σκυμμένου
τους κεφαλιού. Νόμιζε πως απλώς επαναλάμβαναν τη λέξη. Πως τις ερέθιζε αυτή η λέξη. Δεν ήταν όμως έτσι. Άλλο πράγμα το «Οσάκις» κι άλλος άνθρωπος «Ο Σάκης».
Ο Σάκης ήταν ηλεκτρολόγος με μαγαζί. Μεγαλύτερός τους, 20 με 25 ετών. Τα είχε φτιάξει με την Αλέκα. Μια από τις μαθήτριες της τάξης.
Ψηλή κι αδύνατη, με κοντά ξανθά μαλλιά και μεγάλα καστανά μάτια, μακρύ λαιμό και μακριά χέρια και πόδια, κάπως ξερακιανή, αλλά ζόρικη. Στα 15-16, όπως όλες τους. Η πρώτη που έβγαινε ραντεβού μήνες τώρα. Ο Σάκης την περίμενε το μεσημέρι στην άλλη γωνία κι οι άλλες μαθήτριες έτρεχαν από πίσω της να τον δούνε. Τα σχόλια έδιναν κι έπαιρναν. Ήταν ο πρώτος έρωτας της τάξης.
Ο καθηγητής φώναξε την πρώτη μαθήτρια, τη Μαρία, στο γραφείο του και τη ρώτησε. «Τι συμβαίνει με το «Οσάκις»; Γιατί αυτή η αντίδραση;»
«Δεν ξέρω, κύριε. Στο δικό μου θρανίο δεν ξέρουμε τίποτα. Το πήραν έτσι φαίνεται και το διασκεδάζουν» του απάντησε. Ρώτησε κι άλλες μαθήτριες. Μερικές δεν κρατήθηκαν και γελούσαν. Ο καθηγητής προσπάθησε να βγάλει από το λεξιλόγιό του τη λέξη «Οσάκις». Αυτή όμως αντιστεκόταν. Του έβγαινε αυθόρμητα, έστω και με κάποια καθυστέρηση. Τότε, όμως, γινόταν πανζουρλισμός. Σαν να την είχε στερηθεί η τάξη και ξεσπούσε «Ο Σάκης! Ο Σάκης!», φώναζαν ακόμα πιο δυνατά και γελούσαν με την καρδιά τους. Γιατί ήταν υπόθεση καρδιάς και όχι γραμματικής.
Ρούλα Κακλαμανάκη, Γραφές της αθωότητας, εκδ. Ελληνικά Γράμματα 2000».
Ακολουθήστε το tameteora.gr στο Google News!