Ο Μέγας Αλέξανδρος, ο τέλειος αυτός εκπρόσωπος του μεγαλείου τού ελληνικού κόσμου, είναι ασφαλώς μία από τις προβληματικότερες μορφές τής ιστορίας.
Πέραν της σημασίας τού έργου του, που σφραγίζει το τέλος μιας ιστορικής περιόδου και την απαρχή μιας άλλης, παραμένει το αίνιγμα μιας προσωπικότητας που εμπνέεται και ενεργεί κάτω από τις ισχυρές παρορμήσεις δύο αντίθετων και αλληλομαχόμενων δυνάμεων: της ελληνικής αρετής αφενός και αφετέρου των τυφλών φυσικών ενστίκτων, των παθών και των ορμέμφυτων.
Ολυμπιάς
Η Ολυμπιάδα, η βασίλισσα της Μακεδονίας, γέννησε τον πρωτότοκο γιο της στην Πέλλα, κατά το έτος της 106ης Ολυμπιάδος, δηλαδή, όπως το υπολογίζουν οι χριστιανοί ιστορικοί, το 356 π.Χ. Ήταν ένα εξαιρετικό μωρό. Η Ολυμπιάς, βίαια και συναισθηματική, ήταν υπερήφανη γι’ αυτόν. Ασφαλώς ήλπιζε πως θα τη βοηθούσε να σταθεροποιήσει τη θέση της στην καρδιά τού πατέρα του, του βασιλέως Φιλίππου.
Φίλιππος
Εκείνον τον χρόνο ο Φίλιππος δέχθηκε τρεις καλές ειδήσεις, τη μια αμέσως μετά την άλλη. Ο στρατηγός του Παρμενίων είχε κατατροπώσει τα ορεσίβια φύλα των Ιλλυριών. Η νεαρή βασίλισσά του είχε γεννήσει αγόρι. Το άλογό του είχε νικήσει στους ολυμπιακούς αγώνες. Ο ίδιος όμως δεν βρισκόταν κοντά στον προσκέφαλο της Ολυμπιάδος. Και πραγματικά, σπάνια βρισκόταν. Ο Φίλιππος, νεαρός, ατρόμητος, εύγλωττος, πανούργος και ακαταπόνητος, είχε θέσει ως σκοπό να επεκτείνει το βασίλειό του. Ήταν γοητευτικότατος όταν γύρισε στην πατρίδα. Έδειξε το πρέπον ενδιαφέρον για τον γιο του και έμεινε ικανοποιημένος με την Ολυμπιάδα. Αλλά την επόμενη άνοιξη έφυγε πάλι. Έτσι, οι πρώτες αναμνήσεις τού Αλεξάνδρου ήταν από ένα σπίτι, όπου αφεντικό ήταν κυρίως η μητέρα του, μια μητέρα στοργική και νοσηρά αφοσιωμένη, ενώ ο «πατέρας» ήταν μάλλον μια αφηρημένη ιδέα, που από καιρό σε καιρό ενσαρκωνόταν σ’ έναν κουρασμένο, ισχνό αλλά πάντοτε αεικίνητο άνδρα.
Ο Φίλιππος και ο Αλέξανδρος τα κατοπινά χρόνια τηρούσαν το μακεδονικό βασιλικό έθιμο να δίνουν συμπόσια και να πίνουν κατά κόρον. Ο Φίλιππος έπινε με ευχαρίστηση, ο Αλέξανδρος με κάποιο μέτρο στα νιάτα του. Αργότερα, στην Ασία έπινε περισσότερο. Αν δεν έκαναν έτσι κι αν δεν οδηγούσαν αυτοπροσώπως τους άνδρες τους στη μάχη και στις εφόδους, κερδίζοντας στη σύντομη ζωή τους περισσότερα τραύματα από οποιονδήποτε άλλο πολεμιστή τους, είναι αμφίβολο αν θα είχαν τόσο αποτελεσματικά κρατήσει τη νομιμοφροσύνη τού στρατού τους.
Στην αρχή τού έβδομου χρόνου του, κάθε αγόρι καλής καταγωγής άφηνε πια την τροφό του, και το έβαζαν κάτω από την επίβλεψη ενός παιδαγωγού. Στην περίπτωση του Αλεξάνδρου, τα καθήκοντα αυτά τα ανέλαβε ένας Έλληνας που τον έλεγαν Λυσίμαχο. Ο Λυσίμαχος, που καταγόταν από την Ακαρνανία, τη χώρα που συνόρευε με τη νότια Ήπειρο, ήταν από αρχοντική οικογένεια και ικανός άνθρωπος. Το γεγονός ότι σε όλη τη ζωή έμεινε πιστός στον Αλέξανδρο δείχνει πως η επιλογή ήταν σωστή.
Λένε πως ο Φίλιππος διασκέδαζε πολύ με τη συνήθεια του Λυσιμάχου να τον ονομάζει Πηλέα, να λέει τον Αλέξανδρο Αχιλλέα και τον εαυτό του Φοίνικα. Υπήρχε ένας μύθος που έλεγε πως ο Φοίνικας είχε διωχθεί από τον πατέρα του, τον βασιλιά των Δολόπων στην Ήπειρο, εξαιτίας τού δεσμού του με την ερωμένη τού βασιλιά, κι είχε καταφύγει κοντά στον Πηλέα, βασιλιά των Θεσσαλικών Μυρμιδόνων. Εκεί, τον έκαναν παιδαγωγό τού Αχιλλέα, γιου του μονάρχη. Ο θρύλος έλεγε πως ο Αχιλλέας ήταν από τα παιδικά του χρόνια προορισμένος να γίνει πιο διάσημος από τον πατέρα του, και το ίδιο έπρεπε αναλογικά να ισχύει και για τον Αλέξανδρο.
Ο Πλούταρχος λέει πως ο Λυσίμαχος δεν είχε μεγάλα μέσα για να επιβληθεί στην αυλή, και σε λίγο η Ολυμπιάδα, όπως θα έπρεπε κανείς να το περιμένει, του επέβαλε ως ανώτερο έναν από τους δικούς της συγγενείς που τον έλεγαν Λεωνίδα, και που πήρε τη θέση τού κηδεμόνα και θετού πατέρα τού μικρού πρίγκιπα.
Ο Λεωνίδας δεν αντιπροσώπευε καθόλου τον τύπο τού ανθρώπου που θα διάλεγε ο ίδιος ο Φίλιππος για τον κηδεμόνα τού Αλεξάνδρου. Ήταν πολύ αυστηρός και προφανώς είχε κάποια επιρροή πάνω στην Ολυμπιάδα. Ο Λεωνίδας ήταν φανατικός οπαδός τής άκαμπτης πειθαρχίας. Πίστευε πως η κούραση και οι στερήσεις αποτελούν το καλύτερο φάρμακο για τη θέρμη της νεανικής ηλικίας, κι αντιπαθούσε όλες τις μορφές της πολυτέλειας και της μαλθακότητας. «Ναι, αυτός ο άνθρωπος –έλεγε αργότερα ο Αλέξανδρος– πήγαινε κι έψαχνε τις κασέλες, όπου είχα τα ρούχα και τα σκεπάσματά μου, και κοι-τούσε για να δει μήπως η μητέρα μού είχε δώσει τίποτα που να μην το χρειαζόμουν πραγματικά και που θα μπορούσε να με σπρώξει προς τη μαλθακότητα».
Ο Λεωνίδας δεν άφηνε τον έφηβο ούτε καν να τρώει τα καλά φαγητά που ετοίμαζαν οι μάγειρες του παλατιού για το βασιλικό τραπέζι, αλλά του είχε επιβάλλει την πιο απλή δίαιτα, δίνοντάς του ίσα-ίσα τα απαραίτητα. Όταν μεγάλωσε ο Αλέξανδρος, διηγούταν στους φίλους του ότι ο Λεωνίδας τον είχε εφοδιάσει με τους δύο καλύτερους μάγειρες του κόσμου για να κάνουν το φαγητό του ορεκτικό. Έναν ολονύχτιο περίπατο σαν πρόγευμα κι ένα ελαφρύ πρόγευμα σαν γεύμα. Δίδαξε στον νεαρό πρίγκιπα την οικονομία και το μέτρο σε όλα, κι ο Πλούταρχος αναφέρει πως μια φορά που ο μικρός Αλέξανδρος πετούσε ασυλλόγιστα μεγάλες ποσότητες λιβανωτού στη φωτιά τής θυσίας, σε κάποια θρησκευτική γιορτή, ο Λεωνίδας τον μάλωσε αυστηρά και του είπε να μην είναι σπάταλος.
Αυτό το είδος τής ανατροφής είχε ασφαλώς χρήσιμο αποτέλεσμα, διότι έβαλε κάποιο χαλινό στη φυσική τάση τής σπατάλης που είχε ο έφηβος, και διόρθωσε μια υπεροπτική αδιαφορία του για την αξία των πραγμάτων, χαρακτηριστικό που το είχε κι ο Φίλιππος. Στο ζήτημα αυτό της σπατάλης υπάρχουν ομοιότητες πολύ χτυπητές ανάμεσα στον χαρακτήρα τού Φιλίππου και του Αλεξάνδρου.
Είναι αποκαλυπτικό το γεγονός ότι ο νεαρός Αλέξανδρος θεωρούσε πάντοτε τον εαυτό του σαν έναν νέο Αχιλλέα, τον ήρωα της οικογένειας της μητέρας του. Και ο πρόγονος του πατέρα του, ο Ηρακλής, είχε ταξιδέψει στην Ασία, όπως και σε άλλα μέρη του κόσμου, που κατά καιρούς ονειρευόταν ο Αλέξανδρος. Είχε επίσης πολεμήσει και για να επιτύχει τους περίφημους άθλους του. Είχε χρησιμοποιήσει τόσο την εξυπνάδα του όσο και την ωμή βία.
Καθώς μεγάλωνε ο Αλέξανδρος γινόταν, όπως και ο Φίλιππος, ένα άτομο με ασυνήθιστο προσωπικό μαγνητισμό. Φαινόταν σαν να ακτινοβολούσε. Οι αρχαίοι συγγραφείς μιλούν για το παράξενο φλογερό βλέμμα του, ή –όπως λέει ο Πλούταρχος– για το πώς το σώμα του φαινόταν ν’ αστράφτει. Προφανώς προσπαθούν να περιγράψουν κάτι, το οποίο δυσκολεύονται να εκφράσουν.
Καθώς μεγάλωνε, γινόταν, προς αγαλλίαση του Φιλίππου, σοβαρός, ακαταπόνητος, με φλογερή επιμονή, προκειμένου να επιτύχει οποιοδήποτε δύσκολο έργο, και μάλιστα με τόσο περισσότερη επιμονή όσο πιο δύσκολο ήταν το έργο.
Ήταν επίσης δεινός φιλαναγνώστης. Από πολύ νωρίς τον συνάρπασε η γοητεία τού Τρωικού πολέμου, όπως άλλωστε τα περισσότερα αγόρια στην Ελλάδα. Και ποτέ δεν βαρέθηκε να τον διαβάζει. Ως τον Ώξο και τον Ινδό, είχε μαζί του το προσωπικό του αντίγραφο της «Ιλιάδος», μέσα σε μια ωραία δουλεμένη περσική πυξίδα. Τις νύχτες η «Ιλιάδα», μαζί με το μαχαίρι του, βρισκόταν πάντα κάτω από το προσκέφαλό του.
Επιπλέον, όταν ήταν πια ώριμος, την αποκαλούσε σοβαρά «εγχειρίδιο στρατιωτικής αγωγής» και επειδή ο Αγαμέμνων και ο Νέστωρ δεν είχαν να τον διδάξουν τίποτα στα ζητήματα της τακτικής, είναι σαφές ότι η «Ιλιάδα» τον εφοδίαζε με το θάρρος και τη συναδελφικότητα και τη σημασία τής προσωπικής ηγεσίας κατά τη μάχη.
Όσο για άλλα βιβλία, υπάρχει ένας κατάλογος μερικών που του έστειλε ο Άρπαλος, όταν από τα βάθη τής Ασίας τού έγραψε ζητώντας του «κάτι να διαβάζει» μια ιστορία της εποχής, για τον βίο των Συρακουσών, τα Σικελικά, του Φιλίστου, που ήταν και ναύαρχος του Διονυσίου. Μια επιλογή από θεατρικά έργα (ήδη κλασικά) των τριών μεγάλων τραγικών τής Αθήνας, και δυο τόμους σύγχρονης ποίησης, τους διθυράμβους του Τελεστή και του Φιλόξενη.
Τα τραγούδια, οι ιστορίες και τα αθλήματα ήταν πολύ καλά, αλλά ο Φίλιππος δεν σκόπευε να περιορίσει σ’ αυτά την παιδεία τού μέλλοντος βασιλέως.
Τη στρατιωτική τέχνη και τη διπλωματία θα τις σπούδαζε αργότερα στο πλευρό τού Φιλίππου. Αλλά στο μεταξύ έπρεπε να έχει την καλύτερη εγκύκλιο παιδεία, όπως εκείνη που θα είχαν και οι μέλλοντες ηγέτες τής Αθήνας και της Θήβας.
Έπρεπε, με δυο λόγια, να στηριχτεί στη φιλοσοφία και στη ρητορική. Δυο μαθήματα που τα ονόματά τους είχαν τότε πολύ ευρύτερο νόημα απ’ ό,τι έχουν σήμερα. Η φιλοσοφία περιλάμβανε όλο το πεδίο των επιστημονικώ γνώσεων και η ρητορική πολύ περισσότερα από την απλή εκμάθηση των τεχνασμάτων τής δημοκοπίας. Η λέξη «ρήτωρ» ουσιαστικά ήταν ταυτόσημη με τον «πολιτικό» και η ρητορική, όπως διδασκόταν από τους μεγαλύτερους σοφιστές τής εποχής –από τον Ισοκράτη π.χ.– περιλάμβανε την εφαρμογή των διδαγμάτων τής ιστορίας.
Ο Φίλιππος το εξετίμησε αυτό, πιθανόν περισσότερο από οποιονδήποτε προηγούμενο βασιλέα τής Μακεδονίας, κατά την παραμονή του στη Θήβα, την εποχή που η πόλη εκείνη ήταν ηγετική δύναμη της Ελλάδας και η νεαρά δημοκρατία της κατευθυνόταν από τον νεαρό Πελοπίδα και τον φιλόσοφο στρατηγό Επαμεινώνδα.
Στη Θήβα τού Επαμεινώνδα επικρατούσε επίσης πολύ ιδεαλισμός. Ο Φίλιππος έλαβε εκεί την ελληνική παιδεία που επρόκειτο τώρα να μεταδώσει. Είχε ακουστά για κάποιον, που η φήμη του ως διδασκάλου, αλλά και ως κατόχου εγκυκλοπαιδικών γνώσεων, έδειχνε ότι ήταν ακριβώς ο άνθρωπος που τον χρειαζόταν. Είχε σπουδάσει με τον Πλάτωνα, στο υπαίθριο σχολείο στην Ακαδήμενα. Αλλά η διεύθυνση της σχολής μετά τον θάνατο του Πλάτωνα είχε περάσει στον ανιψιό τού ιδρυτού της, στον Σπεύσιμο. Έτσι, ο άνθρωπος που είχε διαλέξει ο Φίλιππος ήταν διαθέσιμος.
Ο διδάσκαλος ήταν ουσιαστικά υπήκοος του Φιλίππου, διότι τα Στάγιρα, η γενέθλιος πόλη του, ήταν μια από τις ελληνικές παραθαλάσσιες πόλεις που μόλις είχε καταλάβει ο Φίλιππος. Έγινε η πρόσκληση στον Σταγιρίτη και εκείνος ήλθε. Το όνομα του ήταν Αριστοτέλης.
Ο Φίλιππος ίδρυσε τη βασιλική σχολή στην αγροτική κωμόπολη Μιέζα, όπου πιθανόν σπούδασαν και ο Ηφαιστίων, ο Πτολεμαίος, ο Άρπαλος και άλλοι από τους περίφημους «Εταίρους». Τετρακόσια χρόνια αργότερα, επιδεικνύονταν στους τουρίστες της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας οι κήποι όπου περιδιάβαζαν ο Αριστοτέλης και ο Αλέξανδρος. Ο Αλέξανδρος συνδέθηκε στενά με τον Αριστοτέλη, αλληλογραφούσε μαζί του από την Ασία και συνήθιζε να λέει ότι τον αγαπούσε όσο και τον πατέρα του, αφού «εκείνος του είχε δώσει το ζειν, αλλά ο φιλόσοφος τον είχε διδάξει το ευ ζειν».
Η ηθική που έμαθε ο νεαρός Αλέξανδρος από τον Αριστοτέλη –ή πρωτύτερα– έθετε πολύ υψηλά τη φιλία. Η φιλία στο κάτω-κάτω, είναι φυσική σ’ έναν άνδρα. Ο Αλέξανδρος διάβαζε για αυτήν όχι μόνο στα συγγράμματα του Αριστοτέλη αλλά και στον Όμηρο. Οπωσδήποτε διδάχτηκε τις αρετές των Ελλήνων, τη μεγαλοψυχία, τη γενναιότητα, τη λεβεντιά.
Αξίζει να σημειωθεί ένα γεγονός, το οποίο το αναφέρουν όλοι σχεδόν οι ιστορικοί που ασχολήθηκαν με το έργο τού Μ. Αλεξάνδρου:
Μετά τη νικηφόρα μάχη της Ισσού, ο Αλέξανδρος ασφαλώς ήταν εξαντλημένος από την τεράστια κούραση της ημέρας. Ταυτόχρονα όμως ήταν ο ήρωας, διότι είχε πολεμήσει με μεγάλη γενναιότητα και πολεμική τέχνη και είχε περάσει αφάνταστους κινδύνους, τόσο μεγάλους, ώστε είχε κανείς την εντύπωση πως γεννήθηκε άτρωτος. Το βράδυ, αφού έκανε το λουτρό του, δέχτηκε σε δείπνο τους φίλους του στη χλιδή τής βασιλικής σκηνής. Στη μέση τού γεύματος ακούστηκαν ξαφνικά φοβερά ουρλιαχτά και αξιολύπητες κραυγές, που έρχονταν από τη σκηνή όπου βρισκόταν αιχμάλωτη η περσική βασιλική οικογένεια. Νομίζοντας πως ο μεγάλος βασιλιάς είχε πεθάνει, όλες οι γυναίκες τον έκλαιγαν με γοερές κραυγές. Ο Αλέξανδρος αναστατώθηκε τόσο από αυτές τις εκδηλώσεις λύπης, ώστε με δάκρυα στα μάτια έστειλε έναν από τους στρατηγούς του να τις πληροφορήσει πως ο Δαρείος ήταν ζωντανός και πως δεν έπρεπε να ανησυχούν καθόλου για την προσωπική τους ασφάλεια.
Το πρωί επισκέφτηκε την οικογένεια του Δαρείου και αφήνοντας το επιτελείο του στην είσοδο της σκηνής, μπήκε μέσα με τον φίλο του Ηφαιστίωνα. Τους υποδέχτηκε η βασιλομήτωρ Σισύγαμβις, αλλά καθώς οι δύο επισκέπτες ήταν ντυμένοι απαράλλαχτα και ο Ηφαιστείων ήταν ψηλότερος από τους δύο, θεώρησε για βασιλιά τον φίλο τού Αλέξανδρου και χαιρέτησε πρώτα αυτόν.
Ένας από τους ευνούχους τής έκανε νόημα και της εξήγησε χαμηλόφωνα το λάθος της κι αμέσως η δυστυχισμένη γυναίκα ντράπηκε και τά ‘χασε, μα ο Αλέξανδρος βιάστηκε να την καθησυχάσει λέγοντάς της: «Δεν έκανες λάθος σεβαστή μου μητέρα, διότι και τούτος εδώ είναι Αλέξανδρος». Της δήλωσε μετά πως δεν ήθελε να βλάψει τον Δαρείο, αλλά τον πολεμούσε σαν γενναίο εχθρό, κι ήταν ευτυχής που του δινόταν η ευκαιρία να τιμήσει την οικογένειά του.
Μια συγκλονιστική μαρτυρία για την ηθική εκείνης της εποχής, για την εγκράτειά του, μας δίνει το γεγονός ότι οι αρχαίοι συγγραφείς μάς μιλούν με έκπληξη και θαυμασμό που έδειξε ο Αλέξανδρος απέναντι στη γοητεία τής βασίλισσας Στάτειρας και των κοριτσιών της, που όλες θα περίμεναν να περάσουν από τη σκηνή του τις επόμενες νύχτες. Ο Πλούταρχος μας διηγείται πως αφού κοίταξε τις άλλες αιχμάλωτες, που είχαν όλες εξαιρετικά ωραία σώματα και πρόσωπα, είπε χαμογελώντας πως οι Περσίδες αποτελούσαν βάσανο για τα μάτια και η κριτική του αυτή μας κάνει να πιστέψουμε πως η συμπεριφορά του οφειλόταν τόσο στην έλλειψη πειρασμού, όσο και στις ηθικές αρετές του.
Είναι αλήθεια ότι υπάρχει μεγάλη διαφορά γνωμών σχετικά με τον χαρακτήρα και το ταλέντο τού Αλέξανδρου του Γ΄ της Μακεδονίας ή του Μεγάλου Αλεξάνδρου, όπως επονομάζεται. Ένα είναι γεγονός, ότι ο αρχαίος κόσμος έμεινε με το στόμα ανοιχτό όταν ένας πρόωρος και απροσδόκητος θάνατος (13 Ιουνίου 323 π.Χ.) έθεσε τέρμα στη θυελλώδη σταδιοδρομία του.
Για τους Αιγυπτίους, ήταν όχι μόνο γιος τού Άμμωνα μα και σαν Φαραώ, ένας επίγειος θεός. Για τους κατοίκους τής Μεσοποταμίας σαν βασιλιάς της Βαβυλώνας ήταν παρόμοια θεός, σαν μεγάλος βασιλιάς, δεν ήταν για τους Πέρσες πραγματικός θεός, αλλά πάντως ο ιερότατος αντιπρόσωπος του ουρανού. Για τους Έλληνες δεν είχε τίποτα το υπερβολικό η ιδέα πως ένας άνθρωπος μπορούσε να ήταν θεός και ήταν όλοι πρόθυμοι να αναγνωρίσουν τον Αλέξανδρο σαν τέτοιο.
Η ίδια η Σύγκλητος της Ρώμης, ακολουθώντας με ειλικρίνεια το λιγότερο ειλικρινές παράδειγμα των Αθηναίων, τον αναγνώρισε δέκατο τρίτο Ολύμπιο θεό (Athur Weigall, Μέγας Αλέξανδρος, Εκδόσεις Πέλλα, μετάφραση Σταύρου Καμπουρίδη, σελ. 15).
Στην εβραϊκή λαϊκή παράδοση ήταν ο απεσταλμένος τού Ιεχωβά. Στο Ισλάμ ήταν ο ήρωας της Μωαμεθανικής πίστης. Σε μερικές Χριστιανικές εκκλησίες τον θεωρούσαν, λησμονώντας την εποχή του, έναν από του αγίους τού Χριστιανισμού.
Στους μεσαιωνικούς χρόνους ο Αλέξανδρος κυριάρχησε στα πνεύματα και στις τύχες των απλών ανθρώπων και ηγεμόνων, και η μαγεία του μύθου, των άθλων και των έργων του κυριάρχησε στη φαντασία τους, σε μια απίστευτη ποικιλία μορφών τέχνης και δημιουργίας. Τόση ήταν η επίδραση του μύθου στη λαϊκή φαντασία, που στις χώρες της Ανατολής προσαρμόσθηκε στην τοπική ιστορία και στις τοπικές παραδόσεις. Στην Περσία αναγορεύθηκε ήρωας με το όνομα Σικαντάρ, και τον φαντάστηκαν ως αδυσώπητο τιμωρό, που στάλθηκε στη γη από τον ίδιο τον Θεό. Για τους Σέρβους του Μεσαίωνα υπήρξε ο ήρωας βασιλέας τους και για τους μουσουλμάνους ο πιστός προσκυνητής στη Μέκκα. Για τους Ινδούς και τους Αφγανούς ήταν ημίθεος, που τον παρουσίαζαν να κάθεται παραπλεύρως τού Βούδα, να επισκέπτεται τους προφήτες και τους ιερούς τόπους τής Ινδίας και να συζητά με τους Βραχμάνους γυμνοσοφιστές. Για άλλους υπήρξε Αιθίοπας ή Αιγύπτιος, γιος του Διός Άμμωνος ή ακαταμάχητος πολεμιστής, που τον παρίσταναν να μάχεται δίπλα σε Κινέζους ήρωες.
Η μεσαιωνική φαντασία τον κατάταξε ανάμεσα στους μεγαλύτερους βασιλιάδες και ήρωες του αρχαίου κόσμου και οι χριστιανοί τον μεταμόρφωσαν σε υπερασπιστή τής χριστιανοσύνης, ενώ το μεσαιωνικό ελληνικό κράτος τον αναγόρευσε σε προστάτη του. Ατελείωτες είναι οι παραστάσεις των κατορθωμάτων του, που διασώθηκαν σε μεσαιωνικά μνημεία, έργα τέχνης και χειρόγραφα.
Ο Αλέξανδρος παρουσιάζεται έτσι να έχει περάσει τις Ηράκλειες στήλες και τον απέραντο ωκεανό, να έχει συναντήσει τους αρχαίους Θεούς τού Ολύμπου, να έχει αντιμετωπίσει με επιτυχία πρωτόγονες φυλές, μονόφθαλμους Κύκλωπες και ανθρωπομορφικά τέρατα. Ο Αλέξανδρος παρουσιάζεται ότι εξερεύνησε και καθυπόταξε έτσι ολόκληρη τη γη και, αφού τελείωσε με αυτήν, εξερεύνησε τον ίδιον τον ουρανό και τα βάθη τής θάλασσας!
Με την Αναγέννηση, ο Αλέξανδρος ως ιστορικό πρόσωπο και ως μύθος, άρχισε πάλι να κυριαρχεί στη φαντασία των ανθρώπων τής Αναγέννησης και στα καλλιτεχνικά τους επιτεύγματα. Η ζωή και το έργο του απετέλεσε ανεξάντλητη πηγή για ζωγράφους, γλύπτες, ποιητές και άλλους καλλιτέχνες.
Κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας στην Ελλάδα, τα κατορθώματα του Αλεξάνδρου ενδυνάμωναν και σφυρηλατούσαν το εθνικό φρόνημα και βοηθούσαν θεμελιακά στο να κρατηθεί άσβεστη η φλόγα τής επιθυμίας και της πάλης για εθνική αποκατάσταση. Ο Εθνομάρτυρας Ρήγας Φεραίος τύπωσε τη μορφή τού Αλέξανδρου και την κυκλοφόρησε το 1797, για να εξυπηρετήσει τους σκοπούς τής Μυστικής Εταιρείας για την απελευθέρωση του Γένους.
Η αδελφή τού Μεγαλέξανδρου μεταμορφώθηκε από τη λαϊκή φαντασία σε γοργόνα που διασχίζει ακατάπαυστα τις θάλασσες, ρωτά τους ναυτικούς αν ο Αλέξανδρος ζει και ικανοποιείται μόνο με την απάντηση ότι ο Αλέξανδρος «ζει και βασιλεύει και τον κόσμο κυριεύει».
Μετά την απελευθέρωση, ο Αλέξανδρος συνέχισε φυσικά να είναι απανταχού παρών στη νεοελληνική πνευματική και πολιτιστική πραγματικότητα. Συνεχίζει και σήμερα να ασκεί μοναδική επίδραση στη νεοελληνική σκέψη, τέχνη και ζωή, όπως συμβαίνει και σε ολόκληρο τον κόσμο, όπου ο θαυμασμός και ο ενθουσιασμός για τον Μακεδόνα στρατηλάτη παραμένει πάντοτε επίκαιρος, μοναδικός και αμείωτος.
Να γιατί ο ιστορικός Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος εύστοχα θα αναφωνήσει: «…Όθεν ευλόγως δυνάμεθα ειπείν ότι ουδέποτε από καταβολής κόσμου ο θάνατος ανθρώπου ενός συγκίνησε την όλην ανθρωπότητα, όσον ο του Αλέξανδρου θάνατος… κατορθώθη να επικρατήσει καθ’άπασαν την Ανατολήν, η γλώσσα η ελληνική ως γλώσσα της κυβερνήσεως, του εμπορίου, ως όργανον ενί λόγω όλων των υψίστων και ευγενέστατων σχέσεων… ώστε ότε μετά τρεις περίπου εκαντοταετηρίδας εκηρύχθη εν Ασία κατά πρώτον ο λόγος του Κυρίου, εύρε τους λαούς εκείνους προπαρασκευασμένους».
Ο Γάλλος ιστορικός και φιλόσοφος μέγας Μοντέσκιος ανακράζει στο περιώνυμο αυτού σύγγραμμα, «Περί πνεύματος των νόμων»: «Ιδού λοιπόν κατακτητής, του οποίου τον θάνατο εθρήνησαν άπαντα τα υπ’ αυτού υποταχθέντα έθνη.ιδού σφετεριστής ον έκλαυσε και αυτός ο υπ’ αυτού καθαιρεθείς βασίλειος οίκος! Τοιούτο το περί ουδενός άλλου των δορικτητόρων ανέφερε η ιστορία».
Συμπέρασμα
Ο Μέγας Αλέξανδρος αναδείχτηκε από τους κατακτητές ο μέγιστος, αλλά αττό τους κυβερνήτες ο μάλλον μεγαλεπήβολος και αγαπητός. Το κράτος το οποίο δημιούργησε απλωνόταν από την Ελληνική θάλασσα μέχρι των Ιμαλαΐων και από των αφρικανικών ερήμων μέχρι των στεπών της Αραλικής λίμνης. Τον τελευταίο χρόνο τής ζωής του εξαναγκάστηκε να πει στους στρατιώτες του (όταν είχαν κάνει στάση, θέλοντας να επιστρέψουν στην πατρίδα): «Είστε σατράπες, είστε στρατηγοί, είστε πλοίαρχοι! Δεν πήρα τίποτα για τον εαυτό μου, και κανένας δεν μπορεί να δείξει έναν θησαυρό που μου ανήκει, εκτός από εκείνους που κατέχετε ή που φρουρώ για λογαριασμό σας… Αλλά υπάρχει άραγε έστω κι ένας από σας που να φαντάζεται πως έχει τραβήξει περισσότερα βάσανα για μένα απ’ όσα τράβηξα εγώ γι’ αυτόν;». Μπήκε στη σκηνή του. Όταν ξαναβγήκε προσπάθησε να μιλήσει, μα η συγκίνηση τον έπνιγε κι έβαλε τα κλάματα. Όταν ένας αξιωματικός είπε στον βασιλιά ότι εκείνο που τους στενοχωρεί είναι ότι έκανε μερικούς Πέρσες «συγγενείς», ο Αλέξανδρος τον έκοψε στη μέση και φώναξε: «Μα όλους χωρίς εξαίρεση σας θεωρώ συγγενείς μου κι έτσι θα σας λέω πάντα».
Ο Αλέξανδρος λοιπόν πίστευε στη συναδέλωωση των Ελλήνων και των Περσών. Σ’ αυτή την περίπτωση θα μπορούσαμε να συνδυάσουμε τους ομαδικούς γάμους των Σουσών.
Ήταν μια τραγική μορφή της Ιστορίας. Είχε πρόωρο και απροσδόκητο θάνατο. Αλλά «εκ των επί της γης ανθρώπων» η ιστορία, αυτόν πρώτον ονόμασε Μέγα.
Γι’ αυτό, ο ιστορικός έχει δικαίωμα να γράψει τις απόψεις του –θα τον κρίνει η ιστορία– ο δε διπλωμάτης ή πολιτικός όταν κάνει δυσμενείς κρίσεις γύρω από την προσωπικότητά του, γελοιοποιεί και τον εαυτό του και τη χώρα του.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
• Ο Μέγας Αλέξανδρος και η Ελληνιστική Αυτοκρατορία, Α.Ρ. Μπερν, βιβλιοθήκη Ελλήνων και ξένων συγγραφέων, Τόμοι 81-82, Μετάφραση Αλεξάνδρου Κοτζιά, Εκδόσεις Γαλαξία, Αθήνα, 1963.
• Μέγας Αλέξανδρος, ARTHUR WEIGALL, Εκδόσεις ΠΕΛΛΑ, Μετάφραση: Σταύρου Καμπουρίδη, ΑΘΗΝΑ.
• Μακεδόνες Πολέμαρχοι Συμπολεμιστές τού Αλεξάνδρου, Δημήτρης Ι. Τσιμπουκίδης, Εκδόσεις Καλέντης, Αθήνα.
• Μέγας Αλέξανδρος και Ιούλιος Καίσαρ, Βιβλιοθήκη μεταφράσεων Αρχαίων Ελλήνων συγγραφέων, Αθήνα 1932.
• Η Πλαστογράφηση της Ιστορίας της Μακεδονίας, Νικολάου Κ. Μάρτη, Ευρωεκδοτική, Αθήνα.
Το κείμενο προέρχεται από τη ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΗ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ (ΙΑΝ. – ΦΕΒ. 2008). Ο Γεώργιος Βασιλείου είναι Υποστράτηγος ε.α.