Αυτόν τον καιρό μερικοί πολιτικοί, λίαν υποκριτικά και λαϊκίστικα, μιλούν συχνά για «Πατρίδα» σε δηλώσεις και σε άρθρα τους. Θυμήθηκαν την Πατρίδα τώρα που την καταχρέωσαν μεταπολιτευτικά. Τώρα που με το πελατειακό τους σύστημα και την πολύπλευρη διαφθορά την απογύμνωσαν και την διέβαλαν παγκοσμίως. Τώρα που δεν μοιάζει αυτή με ελληνική πατρίδα έτσι που την κατάντησαν αυτοί και οι κομματικοί στρατοί τους (τα άμυαλα όργανά τους, που έβλεπαν καθαρά να προσβάλλεται το γενικό καλό και από ιδιοτέλεια αδιαφορούσαν)!
Όμως, σύμφωνα με το παρακάτω κείμενο του κορυφαίου Δασκάλου τού Γένους Αδαμαντίου Κοραή (Σμύρνη 1748-Παρίσι 1833), Πατρίδα δεν υπάρχει, όταν υπονομευθεί η ελευθερία (σε όλες τις μορφές της, όπως σήμερα). Τότε η Πατρίδα μένει ένα «ένδυμα αδειανό»!
Δεν δικαιούνται άλλωστε να μιλούν για «σωτηρία τής Πατρίδας» όσοι διδάσκουν την παρανομία, την αναξιοκρατία, την απάτη, το ψέμα, το ατομικό συμφέρον, τον εύκολο πλουτισμό, τη διασπάθιση του δημοσίου χρήματος και την κατάπτωση των ηθικών αξιών. Ας δούμε λοιπόν το κείμενο του Κοραή, που γράφηκε ως επιστολή στους «Έλληνες ομογενείς» το 1831, δύο χρόνια πριν από τον θάνατό του, ενώ ήταν γέροντας 85 ετών. Βρέθηκε στα κατάλοιπα του Κοραή και δημοσιεύτηκε πολύ αργότερα (το 1923) στα «Χιακά Χρονικά» (5ο τεύχος).
Ν.Κ.
ΠΡΟΣ ΕΛΕΥΘΕΡΟΥΣ ΕΛΛΗΝΑΣ ΠΑΡΑΚΛΗΣΙΣ ΟΜΟΓΕΝΟΥΣ ΓΕΡΟΝΤΟΣ
Φίλοι ομογενείς,
Εις μίαν από τας Ελβετικάς Συμπολιτείας, επάνω τού προεδρικού θρόνου, φέρονται γραμμένα τα δύο ταύτα ονόματα: Ελευθερία και Πατρίς (Liberté et Patrie). Το Λακωνικόν επίγραμμα τούτο είναι πολλής διδασκαλίας μεστόν και άξιον όχι μόνον να επιγράφεται εις τα πολιτικά συνέδρια, αλλά και να το φέρη κρεμαστόν πας ένας πολίτης εις το στήθος ως ιερόν εγκόλπιον και φυλακτήριον της ειρήνης, της ελευθερίας, της αρετής, εις ένα λόγον τής ευδαιμονίας του. Από τα δύο ταύτα, Πατρίδα λέγω και Ελευθερίαν, αδιαιρέτως ενωμένα, κρέμεται όσην η Πρόνοια μας εσυγχώρησε να απολαύσωμεν εις τον παρόντα κόσμον ευδαμονίαν. εν από το άλλο χωρισμένον δεν αρκεί να μας καταστήση ευδαίμονας.
Προ πάντων όμως χρειωστεί ο πολίτης να πληροφορηθή τί σημαίνει το όνομα Πατρίς, τί το όνομα Ελευθερία.
– Η Πατρίς, φίλοι ομογενείς, δεν είναι ο τόπος τής γενέσεως του καθενός. Τον είχαμεν και προ της ελευθερίας όλοι φυσικά, κοινόν όμως με τα άλογα ζώα και με τα φυτά, επειδή και αυτά εις τόπον τινά της γης είδαν πρώτον τού ηλίου το φως ή εβλάστησαν υπό τον ήλιον. Δια τούτο και επωνομαζόμεθα έως προ μικρού οι γεννημένοι εις την αυτήν γην συντοπίται δικαότερον παρά συμπολίται.
Έν από τους συντοπίτας μέρος, το πολυπληθέστερον, εκατοικούσε τας πόλεις τού τυράννου, ως οι φυλακωμένοι κατοικούν τα δεσμωτήρια. Ολίγοι τινές εξ ημών, φεύγοντες τον τυραννικόν ζυγόν, επρόκριναν να αφήσωσι τας πόλεις και να περιπλανώνται εις τα βουνά, με την ελπίδα να απολαύωσι καν ελευθερίαν. αλλ’ αναγκαζόμενοι να την φυλάσσωσι με βίαν, διά την οποίαν ονομάσθησαν Κλέπται, δεν ίσχυσαν ούδ’ αυτοί να την ενώσωσι με Πατρίδα, ουδέ να απολαύωσιν ακολούθως ευδαιμονίαν. Ελευθερία χωρίς Πατρίδα είναι ορεινή Ελευθερία, κοινή με τα συγκατοικούντα εις τα όρη ελεύθερα θηρία. Ως πάλιν Πατρίς χωρίς Ελευθερίαν σημαίνει τόπον γενέσεως και φυλακής εις καμμίαν (= κάποιαν) από τας τυραννουμένας πόλεις.
Τοιαύτην κακοδαιμονίαν μην υποφέροντες, εξεπηδήσαμεν και οι μη έχοντες Πατρίδα μηδ’ Ελευθερίαν από τας πόλεις. κατέβησαν και από τα βουνά οι μη δυνάμενοι να φυλάξωσιν Ελευθερίαν ορεινήν χωρίς Πατρίδα, και ενωθέντες ηγωνίσθημεν κατά του τυράννου αγώνας όχι ολιγώτερον θαυμαστούς όσων ηγωνίσθησαν υπέρ Ελευθερίας και Πατρίδος οι πρόγονοί μας. Και όμως, μετά τόσους ιερούς αγώνας, δεν απεκτήσαμεν ακόμη ούτε Πατρίδα ούτε Ελευθερίαν. Πόθεν η αξιοθρήνητος αύτη αποτυχία;
Εκ τούτου, φίλοι ομογενείς, και όχι εξ άλλης τινός αιτίας, ότι δεν εκαταλάβαμεν τί σημαίνουν αι λέξεις Ελευθερία και Πατρίς. Καθένας εξ ημών ενόμισεν ότι ο τόπος της γενέσεώς του, καθαρισθείς από Τούρκους, έγινε πάραυτα και Πατρίς, και μην εμποδιζόμενος πλέον από την τουρκικήν μάστιγα να πληρώνη (=να ικανοποιεί) τάς επιθυμίας του, είχε δίκαιον να ονομάζεται και ελεύθερος. Κανείς δεν εκατάλαβε ότι καθώς δεν εδυνήθημεν να αποδιώξωμεν τους τυράννους χωρίς την όλων κοινήν ομόνοιαν και συνέργειαν, εξ ανάγκης ομονούντες πάλιν και συνεργούντες μετ’ αλλήλων μάς ήτο δυνατόν να κτίσωμεν κοινήν Πατρίδα και κοινήν Ελευθερίαν.
Διά την άγνοιαν ταύτην και πριν ακόμη αφήσωμεν τα όπλα, πριν ακόμη να στεφανώσωμεν τους ιερούς ημών αγώνας, φίλοι ομογενείς, εδιαιρέθημεν εις φατρίας, και πάσα φατρία εις πρόσωπα, εκ των οποίων πας ένας εφαντάσθη να αποκτήση ιδίαν προσωπικήν Ελευθερίαν και Πατρίδα, και αντί δεσμίου, οποίος ήταν αρχήτερα με συνδεσμίους πολλούς άλλους αδελφούς του, να κατασταθή τώρα δεσμοφύλαξ των αδελφών του και δήμιος της κοινής Ελευθερίας και μητροκτόνος της κοινής Πατρίδος και Μητρίδος, μεταφέρων από τας πόλεις όλα τα ανδραποδώδη φρονήματα, διά τα οποία ονομάζετο δούλος, από τα βουνά την αυτήν εκείνην Ελευθερίαν, διά την οποίαν ωνομάζετο Κλέπτης.
Τοιούτον τόλμημα ήτο και πολιτικώς ανόητον και θρησκευτικώς αντίχριστον, διότι απετύχαινε τον σκοπόν, διά τον οποίον ωπλήσθημεν, και η διχόνοια μας έφερεν εις κίνδυνον να στερηθώμεν τους καρπούς τών αγώνων μας. αντίχριστον, διότι αντί χριστιανών μάς εκατάστενεν (=μας καθιστούσε) εθνικούς, αποστάτας και παραβάτας τής οποίας ακούομεν, συχνά εκκλησιαζόμενοι, παραγγελλομένης από τον Χριστόν ισονόμου αδελφότητος.
Κανείς από μας (είμαι βέβαιος) δεν εδίστασε (=αμφισβήτησε) ποτέ ότι από του Χριστού το στόμα ελαλήθησαν τα θεία ταύτα και μόνα πρόξενα της παρούσης και μελλούσης ευδαιμονίας λόγια: «Οι άρχοντες των εθνών κατακυριεύουσιν αυτών, και οι μεγάλοι κατεξουσιάζουσιν αυτών. Ουχ ούτως δε έσται εν υμίν». Ουχ ούτως! Αλλά πώς; Ας ακούσωμεν την απόκρισιν πάλιν από το στόμα του Χριστού: «Ός εάν θέλη εν υμίν μέγας γενέσθαι, έστω υμών διάκονος. και ός εάν θέλη εν υμίν είναι πρώτος, έστω υμών δούλος» (Ματθ. κ΄, 25-27). Τι σημαίνουν ταύτα; Άρα, δουλείαν μας παραγγέλλει ο Χριστός; Και πώς συμφωνεί τούτο με ό,τι προστάσσει αλλού δι’ ενός των Αποστόλων του: «Τιμής ηγοράσθητε. Μη γίνεσθε δούλοι ανθρώπων;» (Α΄ προς Κορινθ., ζ΄ 23). Όχι, φίλοι ομογενείς! Δεν μας θέλει δούλους ο αρχηγέτης ημών Χριστός, αλλά την ισονομίαν επαρωμοίασε με την υποδέσποτον δουλείαν. Ως οι τυραννούμενοι είναι όλοι ίσοι, δουλεύοντες ένα μόνον ανώτερον, τον τύραννον, παρόμοια και οι επιθυμούντες Ελευθερίαν χρεωστούν να υπηρετώσιν ένας τον άλλον, και να βαστάζωσιν αλλήλων τα βάρη (Προς Γαλάτ., στ΄, 2), μοιραζόμενοι κοινήν και την θλίψιν και την άνεσιν εξ ισότητος (Β΄ προς Κορινθ., η΄ 13) ως συνάδελφοι, και ένα μόνον ανώτερον γνωρίζοντες δεσπότην και κύριον, τον Νόμον.
ΣΗΜ. Το παραπάνω κείμενο του Αδαμαντίου Κοραή είναι ένα μικρό απόσπασμα από ευρύτερο (ατελείωτο όμως) κείμενό του.
Ακολουθήστε το tameteora.gr στο Google News!