Με λένε Μπίλυ, και είμαι ομορφόπαιδο με μέτριο ύψος. Ποτέ όμως δεν φανταζόμουνα ότι το μέτριο ύψος μου θα μπορούσε να είναι η αιτία να γίνω ληστής. Κι όμως!
Όλα ξεκίνησαν ένα πρωί όταν άκουσα πίσω μου μία περίεργη φωνή να λέει:
– Εϊ, ψιτ. Πού ‘σαι καλέ; ψιτ!
Γύρισα το κεφάλι μου πίσω, αλλά δεν είδα κανέναν. Τότε λοιπόν γύρισα ολόκληρος και ακούγοντας για δεύτερη φορά την ίδια φωνή, κατέβασα το βλέμμα μου χαμηλά και είδα έναν τύπο, που το ύψος του δεν έφτανε το ένα και είκοσι! Και, με μία περιέργεια που πρόδιδε ανησυχία, ρώτησα:
– Σε μένα λες “ψιτ”;!
– Σε σένα ψηλέ. Εσύ δεν είσαι ο Μπίλυ;
– Εγώ είμαι. Και λοιπόν;!
– Κοίτα, φιλαράκο, εμείς οι δυο θα τα βρούμε, θα συνεργαστούμε, δηλαδή πως το λένε. Ο καθένας από μας θα βάλει εκείνο που ο άλλος δεν έχει. Με άλλα λόγια, εσύ θα βάλεις το ύψος, και εγώ… το μυαλό.
– Μα ποιος είσαι, βρε αδερφέ;
– Είμαι ο Τζίμυ ο αντεροβγάλτης. Μην τρομάζεις όμως. Το «αντεροβγάλτης» είναι μόνο παρατσούκλι. Εμείς οι δύο, Μπίλυ, θα φτιάξουμε μία συμμορία, για να ληστέψουμε τράπεζες.
– Σκάσε ρε, μη φωνάζεις!
– Έχεις ακούσει για τον ψηλό και τον κοντό; Όχι;! Ανοιξε λοιπόν τα αυτιά σου και άκου: Ο ψηλός και ο κοντός είναι δύο πανέξυπνοι τύποι που έχουν ρημάξει τις τράπεζες στις ληστείες. Ληστείες να δει το μάτι σου, αγόρι μου!
– Καλά, εντάξει, αλλά εγώ τι σχέση έχω με όλα αυτά;!
– Ε, λοιπόν, είσαι τελείως χαζούλης, βρε αδερφάκι μου! Ε, μα δεν μπορούσε ο Θεός να σου κόψει είκοσι εκατοστά ύψος, και να σου τα δώσει σε μυαλό;! Άκου, ρε, θα ληστέψουμε τράπεζες, και θα φορτώσουμε τις ληστείες σε εκείνους.
Την άλλη μέρα κιόλας σχεδιάσαμε με τον Τζίμυ την πρώτη μας ληστεία. Πω-πω, πολύ μυαλό ο κοντός! Επτά μέρες μετά, που λέτε, μπουκάραμε στην τράπεζα πρωί-πρωί, στις οκτώ και είκοσι ακριβώς. Έβγαλα το ψεύτικο πιστόλι μου, πήγα τρέχοντας στο ταμείο νούμερο τέσσερα, και φώναξα:
– Ψηλά τα χέρια, ταμία. Τα λεφτά σου ή τη ζωή σου!
Τότε ο υπάλληλος, κουρασμένος και τσατισμένος, φώναξε οργισμένα:
– Στην ουρά, κύριοι! Πότε θα γίνετε άνθρωποι και θα μάθετε να κρατάτε τη σειρά σας;! Ε;!!!
Εγώ, εκείνη τη στιγμή -για να πω την αλήθεια- νόμιζα ότι ο ταμίας τά ‘χε χαμένα απ’ τον φόβο, και δεν ήξερε τι έλεγε. Όμως, όταν κοίταξα πίσω μου είδα άλλους τρεις περίεργους τύπους, που σχημάτισαν ουρά πίσω από μένα, και άρα εγώ είχα προτεραιότητα στο ταμείο τέσσερα. Ο πρώτος κρατούσε μία κοντόκανη καραμπίνα και έναν άδειο σάκο. Ο δεύτερος ήταν ένας μασκοφόρος με ένα αληθινό πιστόλι στο χέρι, ενώ ο τρίτος -που κρατούσε ένα άδειο καλάθι και μία χειροβομβίδα- έσπρωχνε τον μασκοφόρο και φώναζε:
– Άντε, προχώρα, μάγκα! Τελείωνε, να τελειώσουμε κι εμείς που έχουμε και δουλειές!
Εκείνη τη στιγμή τά ‘χασα, και έψαξα απεγνωσμένα με τα μάτια να βρω τον Τζίμυ, ο οποίος είχε -στο μεταξύ- σκαρφαλώσει στο μάρμαρο του ταμείου τρία αφού είχε αντιληφθεί, ο ατσίδας, ότι εκεί ουρά δεν υπήρχε. Και κάποια στιγμή βλέπω τον αντεροβγάλτη να πηδάει από το ταμείο τρία, σπρώχνοντας μπροστά του ένα σάκο γεμάτο κέρματα! Ε, τότε δεν άντεξα, και φώναξα:
– Βρε Τζίμυ, κέρματα ήρθαμε να ληστεύουμε;!!!
– Σπρώξε, ψηλέ, και μη μιλάς. Τι να σου κάνω, έπρεπε να είχαμε έρθει πιο νωρίς. Η συμμορία του Χαντζησπύρου μπήκε στις επτά, και εκείνη του Κώστα Μάτσα στις οκτώ παρά πέντε. Όλα τα χοντρά τα είχαν ήδη πάρει. Τι να έκανα κι εγώ! Αυτά τα κέρματα έμειναν, αυτά πήρα. Και να δεις γέλιο που θα κάνει ο Διευθυντής όταν θά ‘ρθει η σειρά του μασκοφόρου που δεν θα βρει στο ταμείο δεκάρα τσακιστή.
Δέκα μέρες μετά, πιάστηκε από την Αστυνομία η πραγματική συμμορία με τον ψηλό και τον κοντό, και έτσι αναγκαστήκαμε να διαλύσουμε τη δική μας συμμορία. Πριν μία εβδομάδα έμαθα από τις εφημερίδες ότι ο ψηλός και ο κοντός τό ‘σκασαν από τη φυλακή. Και προχθές, γυρίζοντας από τη δουλειά, άκουσα πίσω μου μία βραχνή φωνή να λέει:
– Εϊ, ψιτ, Να σου πω, ψιτ.
Γυρίζω το κεφάλι μου πίσω και βλέπω δύο γόνατα. Ανεβάζω το βλέμμα ψηλά, και βλέπω ένα τέρας ίσα με τριάμισι μέτρα ύψος, να μου λέει:
– Σε σένα θέλω να μιλήσω, κοντέ. Εσύ δεν είσαι ο Μπίλυ;
– Α, όχι! Όχι ποια άλλες ληστείες! Όχι άλλες ληστείεεες!!
ΑΠΟ ΤΟ ΑΡΧΕΙΟ ΤΗΣ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑΣ “ΤΑ ΜΕΤΕΩΡΑ”
Ακολουθήστε το tameteora.gr στο Google News!