Οι ραγδαίες κοινωνικές ανακατατάξεις που συνόδευσαν τα χρόνια τής Κατοχής, του Εμφυλίου Πολέμου και του εξαμβλωματικού εκσυγχρονισμού τών επόμενων δεκαετιών, σήμαναν τη μετάβαση της ελληνικής κοινωνίας από το καθεστώς τού πατριαρχισμού και του νόθου ή επίπλαστου αστισμού στο καθεστώς μιας εξίσου νόθας μαζικής δημοκρατίας, δηλαδή μιας δημοκρατίας με πολύ μεγαλύτερη κοινωνική κινητικότητα από πριν, αλλά ταυτόχρονα ανίκανης να απαλλαγεί από τις πελατειακές νοοτροπίες και σχέσεις, που της κληροδότησε η προηγούμενη κατάσταση.
Απεναντίας μάλιστα, η αναμφισβήτητη διεύρυνση της δημοκρατίας και του πλουραλισμού, ιδίως στη μεταδικτατορική περίοδο, οδήγησε τελικά στην επίταση των διαρθρωτικών αδυναμιών τού συστήματος, εφόσον οι άμεσα ενδιαφερόμενοι «κλάδοι» τη χρησιμοποίησαν, για να εμπεδώσουν και να επαυξήσουν όσα τους είχε ήδη αποφέρει η πελατειακή συναλλαγή κομμάτων και ψηφοφόρων.
Προτού επιμείνουμε στο σημείο αυτό, πρέπει να πούμε ότι οι κατοχικές και μεταπολεμικές ανακατατάξεις επηρέασαν, το ένα μετά το άλλο, όλα τα κοινωνικά στρώματα. Πρώτα-πρώτα άλλαξαν σημαντικά τη σύνθεση του στρώματος που προπολεμικά ονομαζόταν «αστικό», έτσι ώστε αυτό σήμερα να αποτελείται, σε βαθμό καθοριστικό για το ποιον και τον χαρακτήρα του, από νεόπλουτους, και μάλιστα νεόπλουτους χάρη σε εργολαβικές και μεταπρατικές δραστηριότητες, τις οποίες εξέθρεψαν, μετά τη μαύρη αγορά, η «ανοικοδόμηση» και τα «μεγάλα δημόσια έργα», καθώς και η διοχέτευση όλο και μεγαλύτερου όγκου εισαγωγών στην εσωτερική αγορά.
Αλλά και οι υπόλοιποι «επιχειρηματίες», με εξαιρέσεις όχι πιά πολυάριθμες, παρά τις διαφορές και την ποικίλη προϊστορία τών επιμέρους ασχολιών τους, ελάχιστα διαφέρουν από τους νεόπλουτους ως προς το πολιτισμικό τους επίπεδο και τον πνευματικό τους ορίζοντα, στο επίκεντρο του οποίου συχνότατα βρίσκονται όσα συμβαίνουν στα γήπεδα ή στα νυκτερινά κέντρα διασκέδασης.
Έτσι, σε γενικές γραμμές εξέλειψε ακόμη και ο προγενέστερος νόθος αστισμός. Από την άλλη πλευρά, ο τουρισμός και το ευρύτατο μεταναστευτικό κύμα της δεκαετίας του 1950 και του 1960 αποτέλεσαν την τρίτη μεγάλη νεοελληνική ένταξη στο διεθνές κύκλωμα της καπιταλιστικής οικονομίας και κατέλυσαν οριστικά την πατριαρχική κοινωνική διάρθρωση, καθώς δημιούργησαν κατά τρόπο άμεσο ή έμμεσο (δηλαδή συντείνοντας στη διεύρυνση του τομέα τών υπηρεσιών) ένα όλο και πολυπληθέστερο μεσαίο στρώμα, χαρακτηριζόμενο από τον μιμητικό καταναλωτισμό και από την έπαρση της νεοαπόκτητης ευημερίας και της επίσημης νεοαπόκτητης ημιμάθειας.
Μπορεί να λεχθεί ότι πάνω στη βάση τών αξιών τού κατά το δυνατόν γρήγορου πλουτισμού και του εσπευσμένου καταναλωτισμού η ελληνική κοινωνία είναι σήμερα πολιτισμικά ίσως όχι καλύτερη, πάντως ομοιογενέστερη απ’ ό,τι προπολεμικά.
Από αισθητική και αισθηματική άποψη την πολιτισμική ομογενοποίηση την πραγματοποίησε, εκτός από τη ραγδαία εξάπλωση του Kitshch, πρώτα η «ανακάλυψη» και κατόπιν η ευρύτερη αποδοχή και ο μουσικός εξευγενισμός του «λαϊκού» τραγουδιού. Το τραγούδι αυτό γνώρισε τεράστια επιτυχία, και μάλιστα στις δεκαετίες τις κρίσιμες για την κοινωνική καμπή που εξετάζουμε εδώ, ακριβώς επειδή κινήθηκε σε κλίμακα τόσο ευρεία, ώστε μπορούσε να απευθυνθεί ταυτόχρονα σε όλα τα στρώματα μιας κοινωνίας, που μόλις άφηνε πίσω της τους πατριαρχικούς διαχωρισμούς και έμπαινε στη χοάνη μιας κινητικότητας πρωτόφαντης ίσαμε τότε, ήτοι μιας κοινωνίας που αναζητούσε μεγάλους εξισωτικούς κοινούς παρονομαστές.
Με αυτή την έννοια το «λαϊκό» τραγούδι στην Ελλάδα, αρχίζοντας από την εξιστόρηση των καημών τού χασικλή και τελειώνοντας στη μελοποίηση υψηλής ποίησης, συνέβαλε πολύ στην κατάλυση της παλαιάς βασικής διάκρισης ανάμεσα σε «αστικό» ή «λόγιο» και «λαϊκό» πολιτισμό, και έκαμε κάτι που το θεωρούν ευκταίο οι θεωρητικοί τής μεταμοντέρνας κουλτούρας.
Πρέπει ωστόσο να προσθέσουμε ότι μέσα στη διαδικασία αυτή, η έννοια «λαϊκός» ουσιαστικά αποσυνδέθηκε από την έννοια «αγροτικός», για να συνδεθεί κυρίως με τη θεώρηση και τα γούστα τών κατώτερων στρωμάτων τών πόλεων, τα οποία κατάφεραν να μετατραπούν σε στρώματα σύγχρονων καταναλωτών με τον ίδιο τρόπο που και το ζεϊμπέκικο έγινε «συρτάκι» ή ο τεκές «μπαρ».
Οι κοινωνικές ανακατατάξεις τών τελευταίων δεκαετιών γενικά ενίσχυσαν τον χαρακτήρα τής χώρας ως χώρας μικροϊδιοκτητών και μικροαστών. Όμως, η ενίσχυση αυτή συντελέσθηκε στη βάση ολότελα νέων καταναλωτικών συνηθειών, οι οποίες δεν καλύπτονταν από το υφιστάμενο παραγωγικό δυναμικό. Ακριβώς επειδή η ευημερία ήταν, με την ουσιαστική αυτή έννοια, επισφαλής, το πελατειακό σύστημα επιτάθηκε, αντί να συρρικνωθεί εξαιτίας τής υποχώρησης του πατριαρχισμού σε κοινωνικό επίπεδο. Ήτοι: ο ψηφοφόρος έδινε τώρα την ψήφο του, προσδοκώντας πρωταρχικά από μια κομματική παράταξη ότι θα του διασφάλιζε το καταναλωτικό του επίπεδο ή και θα του το ανέβαζε βραχυπρόθεσμα, αδιάφορο με ποια οικονομικά μέσα.
Το νέο αυτό κριτήριο και η συναφής μετατροπή πολύ μεγάλου μέρους τών πρώην «αναξιοπαθούντων» σε απαιτητικούς και συχνά υπερφίαλους καταναλωτές, είχε όμως ως συνέπεια τη μερική τουλάχιστον αλλαγή τών όρων, υπό τους οποίους λειτουργούσε το πελατειακό σύστημα. Καθώς η άμεση πατριαρχική εξάρτηση της παλαιάς μορφής υποχώρησε μπροστά στην άνοδο του βιοτικού επιπέδου και επίσης μπροστά στην εξίσου σημαντική άνοδο της κοινωνικής κινητικότητας, τώρα μεγάλωνε σιγά-σιγά η εξάρτηση των κομμάτων από τους ψηφοφόρους τους, δηλαδή η πελατειακή σχέση εν μέρει αντιστράφηκε.
Τα κόμματα -ως οργανισμοί με τα δικά τους αυτοτελή συμφέροντα και με πρωταρχικό τους μέλημα την κατάληψη του Κράτους και το μοίρασμα των ανώτερων κρατικών θέσεων στα μάλλον ανυπόμονα στελέχη τους- υποχρεώθηκαν να συναγωνίζονται το ένα το άλλο στην υιοθέτηση και στην προάσπιση των οποιωνδήποτε αιτημάτων από οπουδήποτε κι αν προέρχονταν.
ΣΗΜ. Το κείμενο τούτο του Παναγιώτη Κονδύλη είναι παρμένο από το βιβλίο του «Οι αιτίες παρακμής τής σύγχρονης Ελλάδας», Εκδόσεις ΘΕΜΕΛΙΟ, β΄ έκδοση, Αθήνα 2011, σελ. 57-61.
Ποιος ήταν ο Παναγιώτης Κονδύλης
Ο Παναγιώτης Κονδύλης γεννήθηκε στην Αρχαία Ολυμπία το 1943 και πέθανε στην Αθήνα τον Ιούλιο του 1998. Σπούδασε κλασική φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και φιλοσοφία, νεότερη Ιστορία και πολιτικές επιστήμες στα Πανεπιστήμια της Φρανκφούρτης και της Χαϊδελβέργης. Στη Χαϊδελβέργη αναγορεύτηκε διδάκτορας της φιλοσοφίας.
Βιβλία του στην ελληνική γλώσσα: Η κριτική τής μεταφυσικής στη νεότερη σκέψη (1983). Ο Μάρξ και η Αρχαία Ελλάδα (1984). Ο Ευρωπαϊκός Διαφωτισμός, Ι-ΙΙ (1987). Ο Νεοελληνικής Διαφωτισμός (1988). Ισχύς και Απόφαση (1991). Η παρακμή τού Αστικού Πολιτισμού (1991). Πλανητική πολιτική μετά τον Ψυχρό Πόλεμο (1992). Η ηδονή, η ισχύς, η ουτοπία (1992). Θεωρία του πολέμου (1997). Από τον 20ό στον 21ο αιώνα (1998). Το Αόρατο Χρονολόγιο της σκέψης (1998). Μελαγχολία και πολεμική (2002). Το Πολιτικό και ο Άνθρωπος (2007).
Βιβλία του στη γερμανική γλώσσα: Die Entstehung der Dialektik (1979). Die Aufklαrung (1981. β΄έκδ. 1986). Macht und Entscheidung (1984). Konservativismus (1986). Marx und die griechische Antike (1987). Theorie des Krieges (1988). Die neuzeitliche Metaphysikkritik (1990). Der Niedergang der bürgerlichen Denk-und Lebensform (1991). Planetarische Politik nach dem Kalten Krieg (1992). Montesquieu und der Geist der Gesetze (1996). Das Politische und der Gesetze (1996). Das Politische und der Mensch. Brundzüge der Sozialontologie (1999). Das Politische in 20. Jahrhundert (2001).
Για το έργο του τού απονεμήθηκε το μετάλλιο Γκαίτε και το βραβείο Χούμπολντ. Διετέλεσε Εταίρος του Ιδρύματος Ανωτάτων Σπουδών τού Βερολίνου. Μέχρι τον θάνατό του διηύθυνε τη «Φιλοσοφική και Πολιτική Βιβλιοθήκη» τών Εκδόσεων «Γνώση» και τη σειρά «Ο Νεότερος Ευρωπαϊκός Πολιτισμός» τών Εκδόσεων «Νεφέλη».
Ακολουθήστε το tameteora.gr στο Google News!