Άκουσα τη γυναίκα μου να μιλάει, στο διπλανό δωμάτιο, μόνη της. Πλησιάζω και την βλέπω να “παρλάρει” έντονα και θυμωμένα μπροστά σε μιά ανοιγμένη εφημερίδα. «Βρε δεν μας παρατάτε, λέω εγώ! Για κορόιδα μας περνάτε;»
– Τι έπαθες; τη ρωτάω. Μου δίνει την εφημερίδα. Μου δείχνει με το δάκτυλο μία παράγραφο, με δηλώσεις του κ. υπουργού οικονομίας και μου λέει. «Διάβασε». Και διαβάζω λίγο-πολύ ότι όλα πάνε καλά!
– Ε! δεν έχει κι άδικο ο άνθρωπος, της λέγω. Αν είν’ έτσι, καλά πάμε! Μού ‘ριξε μια περίεργη ματιά κι έφυγε. Κι εκεί που νόμιζα ότι το θέμα έκλεισε, νά ‘σου την ξανά μ’ ένα μάτσο χαρτιά. Μου δίνει ένα μπλοκ κι ένα μολύβι και μου λέει «Για γράφε σε παρακαλώ…!»
Κοινόχρηστα 168, ΔΕΗ 124, ΟΤΕ 62, ΕΥΔΑΠ 66, συμπληρωματικός φόρος παρελθούσης χρήσεως 697, ασφάλιστρα αυτοκινήτου με οδική βοήθεια 168, ασφάλιστρα σπιτιού 110, ασφάλιστρα ζωής 94. Κάνε σούμα σε παρακαλώ.
Την κάνω και βλέπω με δέος ότι μόνον αυτά, τα “υποχρεωτικά” βγαίνουν 1.489 ευρώ, δηλαδή… 500 περίπου χιλιάδες σε δραχμές! Μισό εκατομμύριο!
Η γυναίκα μου με κοιτάζει με βλέμμα ανάμεικτο θριάμβου και ειρωνίας και μου ρίχνει τη χαριστική βολή. Για πες μου σε παρακαλώ, για “μαμ”, κύριε σύζυγε; Για ντύσιμο; Για κανένα παπούτσι; Για τα δώρα των παιδιών στις εορτές και στα γεννέθλιά τους; Για κάποιο δώρο γάμου συγγενούς ή φίλου; Για ναύλα, φάρμακα, γιατρούς, συντήρηση αυτοκινήτου, βενζίνες, έκτακτα; Κάνε και το σταυρό σου που έχουμε δικό μας “κεραμίδι”… Σκέψου να ‘χαμε κι ενοίκιο!
“Μούγκος” εγώ… Και τι γαρ αν έλεγον; Βουνό το δίκιο της…
Εγώ είμαι μια απλή νοικοκυρά, συμπληρώνει, όπως χιλιάδες άλλες κι έχω αναλάβει τη διαχείριση του οικογενειακού ταμείου. Δεν είμαι φακίρης. Όσο κι αν τα στριμώξω, δεν βγαίνουν τα ρημάδια. Να γιατί παραμιλάω…
Ταύτα είπε και απήλθε. Έμεινα με τα χαρτιά στο χέρι και ρώτησα, νοερά, τον αισιόδοξο κύριο Υπουργό μας: Πού βλέπεις φίλε αυτό το «πάμε καλά;» Ποιοί πάνε καλά; Μήπως μας μπερδεύεις όλους με κάτι αητονύχηδες που κάνουν δουλειές “του ποδαριού” και τα κονομάνε τρελά κι αφορολόγητα, με κάτι καλοπληρωμένους ποδοσφαιριστές, μ’ εργολάβους δημοσίων έργων ή “αστέρια” της νύχτας, οι οποίοι (οποίες…) τσεπώνουν για νυχτοκάματο όσα δεν παίρνει ο μισθωτός ή ο συνταξιούχος σ’ ένα χρόνο;
Γυναίκα, καλά κάνεις. Παραμίλα. Κι εγώ μαζί σου. Από εδώ και πέρα θα τα λέμε “ντουέτο”. Έστω και χωρίς αποτέλεσμα, θα ξεθυμαίνουμε. Τι άλλο να κάνουμε; Να ληστέψουμε καμιά Τράπεζα; Να κατεβούμε στα φανάρια να πλένουμε τα παρ-μπρίζ των Αλβανών ή να πάρω ένα ζευγάρι μαύρα γυαλιά, ένα άσπρο μπαστουνάκι αόμματου, ένα σκαμνί κι ένα βιολί κι’ εσύ ένα ντέφι και να τη στήσουμε έξω από τα μοναστήρια για να τσοντάρουμε το εισόδημά μας από την ελεημοσύνη των τουριστών;
Άλλη λύση, για να τα βγάλουμε πέρα, δεν βλέπω.
Άκου «καλά πάμε…»
Με αγάπη δικός σας
Χαρίτων ο Γλαφυρός