Η γειτόνισσά μου κυρία Γιούλα, με χαρούμενο ύφος, μου εξομολογήθηκε ότι… πνίγεται στα χρέη!
Είναι χρέη που προκύπτουν -μου είπε- από:
1) Δώδεκα πιστωτικές κάρτες διαφόρων τραπεζών του Eσωτερικού και του Eξωτερικού.
2) Ένα στεγαστικό δάνειο (για να χτίσει μία βίλα με δύο πισίνες και γήπεδο γκολφ.
3) Ένα γάμο-δάνειο (για να παντρέψει την κόρη της, Λιλίκα, στο Πατριαρχείο στην Πόλη, και να κάνει το γαμήλιο γλέντι σε ξενοδοχείο πολυτελείας στο Παρίσι).
4) Ένα φοιτητο-δάνειο (για να σπουδάσει τον μικρό της γιο, Βασίλη, στο Χάρβαρντ).
5) Ένα διακοπο-δάνειο (για να κάνει τις καλοκαιρινές της διακοπές στις Μπαχάμες).
6) Ένα χιονο-δάνειο (για να κάνει τις χειμερινές της διακοπές στην Ελβετία).
7) Δύο εορτο-δάνεια (για Πάσχα και Χριστούγεννα).
8) Ένα κινητο-δάνειο (για να πληρώσει τα έξοδα των εννέα κινητών τηλεφώνων της οικογένειας).
9) Ένα τετρατροχο-δάνειο (για να μπορέσει να πληρώσει τις διακόσιες εξήντα άτοκες μηνιαίες δόσεις της λιμουζίνας).
10) Και ένα θανατο-δάνειο (για να θάψει μεγαλοπρεπώς τον μακαρίτη άντρα της).
Βέβαια, όταν άκουσα γι’ αυτά τα τρελά δάνεια της γειτόνισσάς μου… έφριξα! Εκείνη όμως, πάντα με το χαμόγελο στα χείλη, μου είπε: «Μα δεν είναι μόνο αυτά, αφού δάνεια έχουν πάρει και τα παιδιά για δικό τους λογαριασμό».
Και με πληροφόρησε η κυρία Γιούλα ότι ο μεγάλος της γιος, Αντώνης, έχει πάρει ένα φυλακο-δάνειο, για τα τρέχοντα έξοδα της φυλακής, και ένα απατεωνο-δάνειο, για να καλύψει κάποιες ακάλυπτες επιταγές που είχε δώσει σε διάφορους αφελείς.
Ενώ, ο μεσαίος γιος της, Ρούλης, έχει πάρει ένα γκομενο-δάνειο (για να κυκλοφορήσει την κοπέλα του στα καλύτερα νυχτερινά κέντρα της πόλης), και ένα προγαμιαίο δάνειο (για τα προφυλακτικά, το χάπι της επόμενης μέρας, και όλα τα σχετικά).
Όταν λοιπόν τα άκουσα όλα αυτά δεν άντεξα, και ρώτησα:
— Και πόσα υπολογίζεις, κυρία Γιούλα, ότι χρωστάς στις τράπεζες;
— Το χρέος μου, κύριε γείτονα, είναι μεγάλο, πολύ μεγάλο.
— Πόσο μεγάλο, δηλαδή;
— Ε, να. Τόσο… με το συμπάθιο.
— Και τι εισόδημα έχεις, αν επιτρέπεται, κυρία Γιούλα;
— Τι να έχω, γείτονα; Για εισόδημα έχω μόνο τη συνταξούλα πείνας του μακαρίτη, αλλά τι πειράζει; Ας είναι καλά οι τράπεζες.
— Μα δεν σε προβληματίζει, κυρία Γιούλα, ότι οι άνθρωποι με εισόδημα σαν το δικό σου ζούνε φτωχικά και ταπεινά;
— Ε, ναι. Τους καημένους, τους βλέπω και ματώνει η καρδιά μου. Βλέπεις, γείτονα, εμείς οι… πλούσιοι δεν πρέπει -επειδή ζούμε μες στη χλιδή- να ξεχνάμε τους φτωχούς, που είναι αναγκασμένοι (αν είναι δυνατόν!) να ζούνε με μια συνταξούλα. Γι’ αυτό, και το σκέφτηκα ήδη να πάω αύριο πρωί-πρωί σε κάποια τράπεζα να πάρω ένα… ελεημοσυνο-δάνειο, για να δώσω κανά φράγκο σε κανένα φτωχό συνταξιούχο.
— Δεν μου λες, κυρία Γιούλα; Δεν το σκέφτηκες καθόλου να πάς να πάρεις ένα… ζουρλο-δάνειο, για να βγάλεις το υπόλοιπο της ζωής σου σε μια καλή ψυχιατρική κλινική;
— Μα τι είναι αυτά που λες, γείτονα;! Δεν σε καταλαβαίνω!!!
— Βρε, δεν καταλαβαίνεις ότι όπου νά ‘ναι οι τράπεζες θα σας πάρουν και τα σώβρακα;!
— Και λοιπόν; Σιγά το πρόβλημα. Απλά θα πάω τότε σε κάποια άλλη τράπεζα να πάρω ένα… σωβρακο-δάνειο.
Ε, ναι. Η αλήθεια είναι ότι μετά από αυτό το… αποστομωτικό επιχείρημα που άκουσα από τη γειτόνισσά μου, προβληματίσθηκα δεόντως, για το ποιος από μας είναι τελικά ο τρελός. Η κυρία Γιούλα ή εγώ; Πάντως, όπως και να έχει το πράγμα, το μόνο σίγουρο είναι ότι τρελοί δεν είναι -σε καμία περίπτωση- οι… ανοιχτοχέρηδες τραπεζίτες.
Όχι, κύριε. Όχι, όχι.
(Από το αρχείο της εφημερίδας “Τα Μετέωρα”)
Ακολουθήστε το tameteora.gr στο Google News!