Κάθε χρόνο στο χωριό Γάβρος συνεχίζεται ακόμη από την εποχή της Τουρκοκρατίας το έθιμο “ΡΟΓΚΑΤΖΙΑΡΙΑ”. Οι κάτοικοι του χωριού και κυρίως η νεολαία οργάνωσαν και ετοίμασαν τα “ΡΟΓΚΑΤΖΙΑΡΙΑ” και περιμένουν τώρα την Πρωτοχρονιά να χορέψουν, να τραγουδήσουν και να διασκεδάσουν μαζί τους.
Τι είναι λοιπόν τα “ΡΟΓΚΑΤΖΙΑΡΙΑ”; ποιές ομάδες τα αποτελούν; τι κάνουν και τι τραγούδια λένε, στα σπίτια και στην πλατεία του χωριού;
ΠΡΩΤΗ ΟΜΑΔΑ
Ο Αλής με τη Μπούλα. Ο Αλής έχει στη μέση μια ντουζίνα κυπροκούδουνα και ακουμπάει σε μια μεγάλη μαχαίρα. Στην τσέπη έχει στάχτη που τη ρίχνει στα ανύπαντρα κορίτσια (και σε καμιά παντρεμένη άμα την έχει άχτι).
Ξεκινώντας το πρωί από το σπίτι του παπά λέγει το τραγούδι:
Απάνω σε μοσχομήλια και κάτω σ’ άγιο κλήμα
εδώ κοιμάται Δέσποτας με το σταυρό στα χέρια
με το σταυρό με το χαρτί με τ’ Άγιο το Βαγγέλιο
σκέπτονται λογίζονται το πώς να τον ξυπνήσουν
κι η Παναγιά η Δέσποινα πάει να τον ξυπνήσει.
Για σήκω απάνω Δέσποτα και μη βαριοκοιμάσαι
τα μοναστήρια σήμαναν κι οι κλησσιές διαβάζουν
Μια εκκλησίτσα μοναχή εσένα περιμένει
να πάρεις το κλειδάκι σου να πας να την ανοίξεις
να πάρεις το χαρτάκι σου να πας να τη διαβάσεις.
Από το ένα σπίτι στο άλλο λένε:
Στους αρχοντάδες έρχομαι
στους αφεντάδες πάμε.
Σε κάθε σπίτι και σε κάθε μέλος της οικογένειας τραγουδούν το ανάλογο τραγούδι.
Στον αφέντη του σπιτιού λένε:
Εδώ στα σπίτια τα ψηλά τ’ ανόϊα τα μεγάλα
εδώχουν χίλια πρόβατα και πεντακόσια γίδια.
Αν είναι χίλια κι εκατό να γίνουν τρεις χιλιάδες
αν είναι τρεις και τέσσερες να γίνουν δεκαπέντε.
Σαν το μυρμήγκι να περπατούν σαν το μελίσσι να βάζουν
και σαν τη ζερβομέλισσα να βάζουν του κουδούνα
όσα βροχοσταλάγματα τόσα καρδάρια γάλα
τόσα να δώσει ο Θεός στ’ αφέντη μας το σπίτι.
Στον γέροντα του σπιτιού λένε:
Εγέρασα μωρέ παιδιά δεν μπορώ να περπατήσω
τα ποδαράκια με πονούν τα γόνατα με σφάζουν.
Τραβάτε με να σηκωθώ και βάλτε με να κάτσω
και φέρτε και τον ταμπουρά να τον γλυκολαλήσω
να πω τραγούδια θλιβερά τραγούδια πονεμένα.
Στους αρραβωνιασμένους λένε:
Πως πρέπει ο βασιλικός στη μέση από τον κήπο
έτσι έπρεπε κι ο νιούτσικος να παίζει με την κόρη
στα γόνατα την έπαιζε στα χείλη τη φιλούσε.
Όταν η οικογένεια έχει ξενιτεμένο άτομο:
Ξενιτεμένο μου πουλί και παραπονεμένο
η ξενιτιά σε χαίρεται κι η μάνα τον καημό σου
τι να σου στείλω ξένε μου αυτού στα ξένα πούσαι
σου στέλνω μήλο σέπεται κυδώνι μαραγκιάζει
σου στέλνω και το δάκρυ μου σ’ ένα χρυσό μαντήλι
Στους γραμματιζούμενους λένε:
Γραμματικός εκάθονταν απάνω σ’ άσπρη πέτρα
έγραφε και κοντήλιαζε τριών χρονών μελάνι
κι απ’ το πολύ το γράψιμο κ’ απ’ την πολλή την πένα
εσιάστηκαν τα χέρια του και χύσαν τη μελάνη
και γέμισαν τα ρούχα του γεμίσαν τα καλά του
και βγήκε και ντελάλιζε σ’ όλους τους μαχαλάδες
το πια ‘ναι αξία και καλή το πιά ‘ναι για τε μένα
να πλύνει τα ρουχάκια μου να πλύνει τα καλά μου.
Στα ανύπαντρα κορίτσια λένε:
Άσπρη ξιάσπρη βαμβακιά και χιόνια μου γραμμένη
για τούτον σε επότιζα να πίνω απ’ τα κλωνιά σου
εγώ να πίνω απ’ τα κλωνιά και συ να λάμπεις μέσα.
Στα ανύπαντρα αγόρια λένε:
Σα κίνησε ο νιούτσικος να πάει ν’ αρραβωνιάσει
μήτε τα ρούχα τ’ έβαλε μήτε τα καλά του
κι η μάνα του τον έλεγε κι η μάνα του τον λέει
για γύρνα πίσω νιούτσικε και βάλε τα καλά σου.
Στο παιδί που πάει σχολείο λένε:
Ένα μικρό μικρούτσικο μικρό μαλαματένιο
μικρό το ‘χει η μάνα του μικρό κι ο μπαμπάς του
το έλουζαν το χτένιζανν και στο σχολειό το στέλνουν
κι ο δάσκαλος το καρτερεί με μια ψιλή βεργούλα
με μια ψιλή με μαι λεπτή με μια μαλαματένια.
Στο μικρό παιδί στην κούνια λένε το τραγούδι:
Ένα μικρό μικρούτσικο μικρό στη σαρμανίτσα
τρεις βαϊοπούλες το κουνούν και τρεις το τραγουδούσαν
ελάτε να το πάρουμε σταυρό και δαχτυλίδια.
Αφού τελειώσουν τα τραγούδια της οικογένειας τότε ο Αλής η Μπούλα και η παρέα τους ζητάνε το “κανίσκι”, με τα υπάρχοντα αγαθά του σπιτιού.
Αφού κάνουν τις παρατηρήσεις λένε:
“Σκώνου ένα βαρύ κανίσκι
φέρνω γεια φέρνω χαρά άξιο!
Θα ήταν περιττό να αναφέρω ότι όλες οι οικογένειες του χωριού περιμένουν τα “ΡΟΓΚΑΤΖΙΑΡΙΑ” και μάλιστα αν ξεχάσουν κανένα σπίτι ή κάποια πράξη από το έθιμο γίνονται παρατηρήσεις: όπως π.χ. ο Αλής μπαίνοντας στο σπίτι αφού πει τα καθιερωμένα “ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ” πρέπει να πάει στη φωτιά στο τζάκι και να τραγουδήσει:
«Μπιάρι-Μπιούρι φέρνω γεια φέρνω χαρά
φέρνω νύφες με γαμπροί
γελάδες με μοσχάρια
προβατίνες μ’ αρνιά
κοτόπλα μ’ αυγά».
Μόλις φεύγει από το σπίτι η πρώτη ομάδα έρχεται η ΔΕΥΤΕΡΗ ΟΜΑΔΑ.
ΔΕΥΤΕΡΗ ΟΜΑΔΑ
Είναι οι κλέφτες με την κλεφτοπούλα (Μπούλα)
ζωσμένοι όλοι με μαχαίρια στη μέση και στα χέρια.
Τραγουδάνε από το ένα σπίτι στο άλλο το τραγούδι:
Άνοιξε μάναμ’ άνοιξε γιατί με κυνηγούνε
κι αν δεν μ’ ανοίξεις μάνα μου το αίμα θα με πιούνε.
Μπαίνοντας στο σπίτι λένε τα τραγούδια και κυρίως χορεύει η Μπούλα:
Της Γαλανής το φόρεμα της ρούσας το φουστάνι
πέντε ραφτάδες τόραφταν και τρεις το τραγουδούσαν
κι ένα μικρό ραφτόπουλο ράφει και τραγουδάει
φοστάνι μου περήφανο και χρυσοκεντημένο
πως σε κρατώ στα χέρια μου νάχα και την κυρά σου.
Όταν χορεύει ο Αρχικλέφτης λένε:
Λεβέντης ήμαν μια φορά λεβέντικα χόρευα
λεβέντικα πατώ στη γη και κουρνιαχτό δεν βγάζω
παιδιά μ’ σαν θέλτε λεβεντιά και κλέφτες να γενείτε
εμένα να ρωτήσετε πως τα περνούν οι κλέφτες
ψωμί ζεστό δεν έφαγα σε στρώμα δεν κοιμήθ’κα
το χέρι μου προσκέφαλο και το σπαθί μου στρώμα
ολημερίς στον πόλεμο το βράδυ καραούλι.
Η δεύτερη ομάδα ζητάει χαράτσι κλέβει τα υπάρχοντα του σπιτιού και φεύγει τρέχοντας και τραγουδώντας.
ΤΡΙΤΗ ΟΜΑΔΑ
Οι χωροφύλακες οι οποίοι το μόνο που κάνουν είναι να καταγράφουν τις ζημιές των κλεφτών ή να βάζουν πρόστιμα γιατί άνοιξαν την πόρτα στους κλέφτες και τους περιποιήθηκαν.
ΤΕΤΑΡΤΗ ΚΑΙ ΠΕΜΠΤΗ ΟΜΑΔΑ ΕΙΝΑΙ
Τα μαϊμούλια, οι μπάμπες, οι παππούδες, ο γιατρός, οι παπάδες κ.λπ.
Όλοι χορεύουν με το δικό τους τρόπο και τα δικά τους τραγούδια προκαλώντας το γέλιο σ’ όλο το σπίτι.
π.χ. «Μια ψείρα δω μια ψείρα κει
μια ψείρα παραπέρα
μου κάνουν το κορμάκι μου
σαν τρύπια ταμπακιέρα»
Όλες αυτές οι ομάδες περνούν απ’ όλα τα σπίτια του χωριού μαζεύοντας λουκάνικα-τσιγαρίδες-τσίπουρο-κρασί-ψωμί-κρέας και βγαίνουν το απόγευμα στην πλατεία του χωριού. Εκεί όλοι μαζί χορεύουν τραγουδώντας τα εξής τραγούδια:
1) Ένα Σάββατο βράδυ μια Κυριακή πρωί
στον Άδη να κατέβω και στον παράδεισο
το χάρο ν’ ανταμώσω δυο λόγια να του πω
χάρε για χάρισέ μου σαΐτες κοφτερές
να πάω να σαϊτέψω δυο τρεις μελαχροινές
πώχουν στα χείλη βάμα στο μάγουλο ελιά
κι ανάμεσα στα στήθια χρυσή πορτοκαλιά
που καν’ τα πορτοκάλια και δεν μυρίζουνε
το ποιός θα τα μυρίσει θα πάει στη φυλακή
Εγώ θα τα μυρίσω κι ας πάω φυλακή.
2) Το μήλο πούναι στη μηλιά το παραγινομένο
για σέπεται για χάνεται για τα πουλιά το τρώνε.
3) Εφτά καρδιές νάχει ο άνθρωπος
στο στρατικό μην πάει
το στρατικό είναι οχτικιό, χτικιάζει παληκάρια
μας χτίκιασε ένας λοχαγός κι ένας επιλοχίας.
Τελειώνοντας θα ήθελα να αναφέρω ότι το πρωί και αφού τελειώσει η εκκλησιά όλες μαζί οι ομάδες όλα τα “ΡΟΓΚΑΤΖΑΡΙΑ” βγαίνουν στην πλατεία του χωριού και ξεκινάνε με το τραγούδι:
Σήμερα έχουμε και μεις καιρό
να βγούμε στο σιργιάνι
να μάσουμε γραμματικούς
να μάσουμε παπάδες
ν’ ανοίξουμε τις εκκλησιές
να δούμε τα βαγγέλια.
Έτσι, ξεκινάει το γλέντι και περπατώντας μια μέρα αξέχαστη στο τέλος πεθαίνει ο Αλής κλαίει και οδύρεται η Μπούλα με το σόι της, φυλακίζονται οι κλέφτες μετά από δίκη και καίγονται τα μαϊμούλια.
Ο χορός συνεχίζεται μέχρι να νυχτώσει και ο ΠΑΝΑΡΑΣ με την κλούτσα στα χέρια να τραγουδά το τραγούδι της “Γουμάρας” και κλείνουμε το “Πώς στομπίζουν το πιπέρι”.