Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένα μικρό καφενείο γωνιακό, σε μία όμορφη γειτονιά της πόλης. Μέσα και έξω από το καφενείο υπήρχαν μερικές χαρβαλιαμένες, καρέκλες και μερικά τραπεζάκια της κακιάς ώρας. Και πάνω στην είσοδο του μαγαζιού υπήρχε στραβά κρεμασμένη μία σκουριασμένη και φαγωμένη σιδερένια επιγραφή που έγραφε «Καφενείο οι άθλιοι».
Ο ιδιοκτήτης καφετζής ήταν ένας υπερβολικά ευτραφής, σχεδόν έξυπνος και παρά λίγο καλός άνθρωπος, με ένα μουστάκι βαμμένο ροζ και με μία τεράστια κοιλιά που έπεφτε μέχρι τα γόνατά του. Ο τύπος λεγόταν Ιωάννης Τσογλανόπουλος, αλλά ήταν ευρύτερα γνωστός στην πιάτσα με το παρατσούκλι «ο φούσκας».
Ο Φούσκας είχε για βοηθό έναν συμπαθέστατο νάνο που το ύψος του δεν ξεπερνούσε τα ογδόντα πέντε εκατοστά, ο οποίος όμως δεν είχε ούτε όνομα ούτε επώνυμο, μα ούτε καν παρατσούκλι, άλλωστε τίποτα από όλα αυτά -στην πραγματικότητα- δεν χρειαζόταν, αφού οι θαμώνες όταν ήταν να τον καλούν -για να τους σερβίρει τα τσιπουράκια τους- τον φώναζαν: «Εϊ» ή «Ψιτ» ή «Ρε» ή κάτι παρόμοιο, τέλος πάντων.
Ο συμπαθέστατος νάνος, με τις ελάχιστες σωματικές και διανοητικές δυνατότητες που είχε, έκανε ό,τι μπορούσε ο δύσμοιρος για να υπηρετήσει το γραφικό αφεντικό του, φτάνοντας μάλιστα στο σημείο να κάνει ακόμη και διάφορες βρομοδουλειές (με ψέματα και με συκοφαντίες) σε βάρος των αντιπάλων του αφεντικού του. Ήταν καλός και σοβαρός ο κακομοίρης, άσχετα αν οι θαμώνες -έτσι για να σπάνε πλάκα- τον είχαν τρελάνει στις καρπαζιές.
Μέσα στο βρόμικο υπόγειο του καφενείου του φούσκα ζούσαν δύο αρουραίοι, οι οποίοι -σε αντίθεση με τον δυστυχή νάνο- είχαν ονόματα: Ο ένας ονομαζόταν «Ζητιανούλης» και ο άλλος «Ρουφιανούλης». Οι δύο αρουραίοι ζούσαν με τα ψίχουλα και τα αποφάγια που οι θαμώνες άφηναν στα πιατάκια των μεζέδων, και που τους τα πήγαινε στο υπόγειο (μέσα σε σακούλες σκουπιδιών) ο ίδιος ο καφετζής φούσκας.
Ο λόγος που ο ευτραφής με το ροζ μουστάκι καφετζής τάιζε τους δύο αρουραίους ήταν ότι -κατά τη δική του λογική- τον εξυπηρετούσε η παρουσία τους στο υπόγειο του καφενείου για να… τρώνε, λέει, τους γάτους που τυχόν έμπαιναν στο άθλιο καφενείο και που θα μπορούσαν να αποσπάσουν την προσοχή των θαμώνων και να τους οδηγούσαν, ενδεχομένως, στο απέναντι μαγαζί, που -αν μη τι άλλο, ήταν ένα καφενείο καθαρό, με αναπαυτικές καρέκλες, με καινούργια τραπεζάκια και με πεντακάθαρα τραπεζομάντιλα, και που στην είσοδο έχει μία καθαρή όμορφη φωτεινή επιγραφή που έγραφε «Καφενείο η ελπίδα».
Να όμως, που μία μέρα ο Ιωάννης ο φούσκας ξέχασε να ταΐσει τους δύο αρουραίους, και αυτό ήταν το μοιραίο λάθος του. Έτσι λοιπόν, το άλλο πρωί, κατευθυνόμενος ο Φούσκας προς το δικό του μαγαζί, πήρε το μάτι του τους δύο αρουραίους (τον Ζητιανούλη και τον Ρουφιανούλη) να γλείφονται έξω από την πόρτα του απέναντι μαγαζιού, αφού ο καλός ιδιοκτήτης του (που σιχαίνεται τα τρωκτικά) δεν τους επέτρεψε να μπουν.
Τους φώναξε λοιπόν ο άθλιος Φούσκας, αλλά οι αρουραίοι έκαναν πως δεν τον άκουγαν και συνέχισαν το γλείψιμο στην πόρτα του απέναντι καφενείου.
Έξαλλος πια ο καφετζής Φούσκας μπήκε στο μαγαζί του και φώναξε τον νάνο βοηθό του:
– Έι, ψιτ, που είσαι βρε άθλιε; έλα ‘δω ρε!
– Τι θέλεις, αφεντικό;!
– Γιατί άφησες να μας φύγουν οι δύο αρουραίοι, βλάκα;
– Δεν το πήρα χαμπάρι, αφεντικό. Εγώ κοιμόμουνα στο πάτωμα της κουζίνας μπροστά στην πόρτα, ως συνήθως, για να εμποδίζω την φυγή τους, αλλά οι πονηροί αρουραίοι -με ένα σάλτο- πήδηξαν από πάνω μου, και φύγανε χωρίς να τους καταλάβω!
– Α, να χαθείς, άχρηστε! Αλλά δε φταις εσύ ρε, εγώ φταίω πού στηρίχτηκα σε ένα ανθρωπάκι χωρίς ανάστημα, σαν και σένα.
– Ανάστημα; Τι είναι αυτό, αφεντικό;
– Άι χάσου από μπροστά μου, βλάκα!
Ο συμπαθέστατος πλην άχρηστος νάνος σήκωσε το κεφάλι του ψηλά για να κοιτάξει το αφεντικό του στο πρόσωπο, έξυσε το μέτωπο σκεπτικός, και με βαθύτατη απορία μουρμούρισε:
– Ανάστημα, ανάστημα! Τι να είναι, άραγε; Ανάστημα. Ανάστημα, ανάστημα…
(Από το αρχείο της εφημερίδας “Τα Μετέωρα”)
{loadposition mypos1}
Ακολουθήστε το tameteora.gr στο Google News!