Γιορτάζουμε και πάλι φέτος τη μνήμη των Τριών Ιεραρχών του Μεγάλου Βασιλείου, του Γρηγορίου του Θεολόγου και του Ιωάννου του Χρυσοστόμου.
Τιμούμε τους προστάτες της Παιδείας. Η Εκκλησία μας θα μας θυμίσει το φωτεινό τους παράδειγμα, την αγία ζωή τους, την πνευματική δράση τους και τη θεοφώτιστη διδασκαλία τους. Τον πλούτο σοφίας και αγιότητας.
Οι τρεις φωστήρες της οικουμένης προβάλλονται ως υποδείγματα πνευματικού αγώνα, αρετής και μαθήσεως, όχι μόνο στους νέους, αλλά σε όλους ανεξαιρέτως τους πιστούς χριστιανούς. Αποτελούν πνευματική πυξίδα που δείχνει τον σωστό προσανατολισμό της ζωής σε όλους εκείνους που ποθούν να ζήσουν ως όντως άνθρωποι, τη ζωή του πνεύματος.
Οι Τρεις Ιεράρχες αγαπούσαν τον άγιο Θεό ”εξ όλης της καρδίας των και εξ όλης της ψυχής των και εξ όλης της ισχύος των και εξ όλης της διανοίας των”.
Δεν μέριζαν την αγάπη τους στον αμαρτωλό κόσμο και στα του κόσμου στα φθαρτά και στα γήινα, αλλά έδιναν αμέριστη την αγάπη τους στον Θεό.
Έκαναν και οι τρεις λαμπρές σπουδές, είχαν άριστες επιδόσεις και μπορούσαν, αν το επεδίωκαν, να καταλάβουν υψηλούς θώκους και μεγάλα αξιώματα. Αλλά δεν προτίμησαν μια λαμπρή κατά κόσμον σταδιοδρομία. Επειδή αγαπούσαν με πόθο τον Χριστό, αφιερώθηκαν εξ ολοκλήρου σ’ Αυτόν. Ζούσαν για τον Χριστό, υπηρετούσαν τον Χριστό, θυσίασαν τα πάντα για τον Χριστό, τις σπουδές τους, τη σταδιοδρομία τους, τα χαρίσματά τους, την περιουσία τους. Είχαν ισόβιο σύνθημά τους ότι όλα πρέπει να τα κάνουμε για τον Χριστό και τη δόξα Του. ”Δει πάντα διά τον Χριστόν ποιείν”.
Οι Τρεις Ιεράρχες υπήρξαν φλογεροί κήρυκες από τους άμβωνες της Καισάρειας, της Αντιόχειας, της Κωνσταντινούπολης. Κήρυκες της πίστης και της αγάπης. Διακήρυττταν: ”Πάντα Θεού δεύτερα”, δηλαδή όλα έχουν δευτερεύουσα θέση στη ζωή μας εν σχέσει με τις προς τον Θεόν υποχρεώσεις μας.
”Του Θεού μνημονευτέον μάλλον ή αναπνευστέον”, δηλαδή οφείλουμε να θυμόμαστε τον Θεό συχνότερα απ’ ό,τι αναπνέουμε.
Πρόσθεταν όμως και τούτο: Ότι η αγάπη προς τον Θεό δεν πρέπει να περιορίζεται σε λόγια και συναισθήματα, αλλά πρέπει να είναι έμπρακτη, κάτι που αποδεικνύεται κυρίως από τον ζήλο μας στην εφαρμογή των εντολών Του, και ιδίως από την αγάπη μας προς το πλησίον μας.
Συμβούλευαν να μην αρκούμαστε στην αδάπανη ευλάβεια, αλλά να προσφέρουμε ουσιαστική βοήθεια στις ανάγκες των αναξιοπαθούντων συνανθρώπων μας.
Οι ίδιοι το εφάρμοσαν αυτό με τέλειο τρόπο. Ήταν στοργικοί πατέρες, με τον παρηγορητικό λόγο τους, αλλά και με τα πρωτοποριακά φιλανθρωπικά τους έργα. Η ιστορία μιλάει με θαυμασμό για τα πολυάριθμα ιδρύματα που ανήγειρε η πλούσια αγάπη τους, με κορυφαία την περίφημη Βασιλειάδα.
Συγχρόνως με τον θαρραλέο λόγο τους καυτηρίαζαν την παρανομία, την αδικία, την αποστασία από το Θεό, την ασέβεια, την ανηθικότητα, την αμαρτία και τόνωναν τον λαό σε ώρες θλίψεως.
Η ζωή τους υπήρξε μια φωτεινή πορεία, γεμάτη δύναμη και ενεργητικότητα, στην υπηρεσία όλων των ανθρώπων, με τη σφραγίδα του Θεού αποτυπωμένη σε κάθε εκδήλωσή της.
Με ιδιαίτερο θαυμασμό στάθηκαν οι Ιεροί υμνωδοί μπροστά στον πλούτο των αρετών και των πολλών χαρισμάτων των μεγάλων αυτών Ιεραρχών.
Ήταν πανεπιστήμονες, έλαβαν πολύπλευρη μόρφωση με ζηλευτές σπουδές και άριστες επιδόσεις. Εν συνεχεία ασχολήθηκαν με την βαθύτερη μελέτη της Χριστιανικής θρησκείας και ιδιαιτέρως τον μοναχικό βίο.
Με την συστηματική και βαθειά ανάλυση και ερμηνεία του ζωοποιού λόγου της Αγίας Γραφής, με την υψοποιό προσευχή και με την διακριτική άσκηση στην έρημο, κοντά σε πνευματικούς οδηγούς, απέκτησαν, εκτός από την κοσμική και την Θεία σοφία. Αντιλήφθηκαν τότε ότι η σοφία του Θεού είναι ασυγκρίτως ανώτερη από τη σοφία των ανθρώπων. Μεγαλύτερη αξία από τα βιβλία των σοφών του κόσμου, έχει το βιβλίο του πάνσοφου Θεού.
Η επιστήμη των ανθρώπων έχει σχετική αξία, ενώ η αιώνια αλήθεια του Θεού, οι λόγοι του Χριστού, δεν θα χαθούν και τότε που θα παρέλθουν ο ουρανός και η γη.
Άφησαν τη ζωή της ερήμου και ανεδείχθηκαν ποιμένες και διδάσκαλοι της οικουμένης, εδίδασκαν στον λαό την αλήθεια του Θεού και μας διδάσκουν ακόμη και σήμερα με το πλήθος συγγραμάτων που μας κληροδότησαν. Στο διδακτικό και συγγραφικό τους έργο συνεδύασαν με ιδανικό τρόπο την αρχαία σκέψη με τη χριστιανική πίστη, την κλασσική μόρφωση με τις χριστιανικές αρετές. Ένωσαν, πρώτοι αυτοί, το ελληνικό με το Χριστιανικό πνεύμα. Δημιούργησαν ένα νέο ιδεώδες, ένα νέο πολιτισμό τον ελληνοχριστιανικό πολιτισμό.
Ανέβηκαν και οι τρεις, αν και δεν το επεδίωξαν, στα πιο υψηλά αξιώματα της εκκλησιαστικής ιεραρχίας. Από εκεί πολέμησαν την αίρεση του Αρρειανισμού, οφέλησαν αφάνταστα την ορθοδοξία.
Δεν έμεναν μόνο στη συνεχή Θεία Λατρεία και τη θερμή δέηση αλλά και στην συναίσθηση της προσωπικής ευθύνης για το υπάρχον κακό και την ανάληψη υπεύθυνης διακονίας για τον πονεμένο άνθρωπο. Ήταν αληθινοί φιλόθεοι και φιλάνθρωποι.
Θα φανταζόταν κανείς ότι οι Άγιοι Τρεις Ιεράρχες εφ’ όσον κατάφεραν στη σύντομη επίγεια ζωή τους να επιτελέσουν ένα τέτοιο τεράστιο έργο -επιμορφωτικό, κοινωνικό, φιλανθρωπικό και συγγραφικό- πρέπει να ήταν υπεράνθρωποι, άτρωτοι, απτόητοι, πάντα δυνατοί και υγιείς.
Κι όμως. Οι Άγιοι είχαν να αντιμετωπίσουν πάρα πολλά προβλήματα, δυσκολίες, δοκιμασίες, που όμως ποτέ δεν τους κατέβαλαν, ούτε τους απογοήτευσαν. Αντιμετώπισαν την κακία, τη ζήλεια, τον φθόνο, την εχθρότητα, τις συκοφαντίες, τις εξορίες και την αδικία με αξιοθαύμαστη ανωτερότητα, αρχοντιά, ευγένεια και συγχωρητικότητα.
Εκτός όλων αυτών, είχαν να αντιμετωπίσουν και πολλές σοβαρές ασθένειες που τους ταλαιπωρούσαν από τα νεανικά τους χρόνια αλλά επιδεινώθηκαν με την αυστηρή άσκηση, νηστεία, αγρυπνία και υπερκόπωση. Ο πόνος, σωματικός και ψυχικός ήταν μόνιμα σύντροφος της ζωής τους. Όμως, οι άγιοι αγάπησαν και τον πόνο. Τον αντιμετώπισαν ορθά, θεάρεστα, με δοξολογία.
”Δόξα τω Θεώ πάντων ένεκεν”.
Τον θεωρούσαν ευλογία Θεού γιατί τους έκανε πολύ συμπονετικούς με ελεήμονα καρδιά, και συμβουλεύουν και εμάς να αντιμετωπίζουμε έτσι τον οποιοδήποτε πόνο.
Δεν πρέπει βέβαια να επιζητούμε νοσηρά τον πόνο αλλά εφ’ όσον συμβεί στον εαυτό μας να τον δεχόμαστε με υπονομή και καρτερία και δοξολογία στον Θεό, κι έτσι θα αποκομίσουμε πλούσια πνευματική ωφέλεια.
Ο πόνος τον πιστό τον οδηγεί στην ευσέβεια, την εμπιστοσύνη και την ελπίδα στον Θεό. Είναι μέσον ηθικής κάθαρσης, ενδυνάμωσης και απόκτησης αρετής.
Ο πόνος στην εδώ ζωή και η θλίψη και τα βάσανα και οι καημοί, εφ’ όσον αντιμετωπιστούν θεάρεστα, θα μεταβληθούν σε βραβεία χαράς, στεφάνια αγαλλιάσεως, έπαθλα νίκης στη βασιλεία των ουρανών.
Ο πόνος σου προσφέρει την αρετή της ταπείνωσης και της υπομονής.
Για να αντιληφθούμε καλύτερα πόσο πολύ στη ζωή των Τριών Ιεραρχών επλήθυνε ο πόνος μέσα τους και γύρω τους, αναδημοσιεύουμε από το περιοδικό ”Ζωή” τρία αποσπάσματα από επιστολές τους.
Γράφει ο Μέγας Βασίλειος στον φίλο του αρχίατρο Μελέτιο.
«Με εμπόδισαν να σου γράψω οι πολλές μου ασχολίες. Αλλά έκτος αυτού πυρετοί συνεχείς και λάβροι εξασθένησαν τόσο το σώμα μου και το αδυνάτισαν σε τέτοιο βαθμό, ώστε να νομίζω ότι εγώ ο ίδιος είμαι λεπτότερος από τον εαυτό μου. Έπειτα με βρήκαν άλλοι πυρετοί, περιοδικοί, που επανελήφθησαν είκοσι φορές. Έτσι τώρα που γλύτωσα πλέον από όλα αυτά, αισθάνομαι τόσο εξαντλημένος και αδύνατος, όπως ένας ιστός αράχνης. Γι’ αυτό και δέν μπορώ να περπατήσω. Το παραμικρό ρεύμα αέρος μου προκαλεί περισσότερη ανωμαλία από ό,τι η τρικυμία στους πλέοντας. Είμαι αναγκασμένος να μένω συνεχώς στο δωμάτιο, κλεισμένος. Και να περιμένω την άνοιξη, αν φυσικά μπορέσω να ζήσω ώς την άνοιξη και δεν με συντρίψη η αρρώστια που φωλιάζει στα σπλάχνα μου. Εάν με διασώση ο Κύριος, θα σπεύσω να σε συναντήσω και να σε αγκαλιάσω με όλη μου την καρδιά. Μόνο προσεύχου η ζωή μου να τακτοποιηθή σύμφωνα με εκείνο, που είναι καλύτερο για την ψυχή μου».
Και αυτό δεν είναι το μόνο γράμμα, στο οποίο ο Μ. Βασίλειος μας αφήνει να υποπτευθούμε πόσο υπέφερε. Είναι και πολλά άλλα παρόμοια.
Το ίδιο ισχύει και για τον άγιο Ιωάννη τον Χρυσόστομο. Γράφει από την εξορία του στην διακόνισσα Ολυμπιάδα στην Κωνσταντινούπολη:
«Ο φετεινός χειμώνας ήταν σφοδρότερος του συνήθους με αποτέλεσμα να επιδεινώση και την ασθένεια του στομάχου μου. Δύο μήνες έζησα σχεδόν σαν νεκρός και χειρότερα από νεκρός. Διότι επί τέλους ο νεκρός δεν αισθάνεται τον πόνο. Ενώ εγώ ζούσα τόσο μόνον, ώστε να νιώθω όλα τα δεινά που με περικύκλωναν, χωρίς όμως να μπορώ να κάνω τίποτα για να τα αποφύγω. Ολα μου φαίνονταν σκοτεινά, ακόμη και την ημέρα και το πρωί. Το μεσημέρι μου φαινόταν νύχτα… Καθηλωμένος στο κρεβάτι, δεν ήμουν σε θέση να κάνω τίποτα, για να διώξω την φοβερή παγωνιά. Το κρύο έμπαινε δριμύ από παντού. Εφραξα όλες τις σχισμές και τις χαραμάδες του δωματίου μου -μάλλον της καλύβας μου. Έριξα επάνω μου όσα ρούχα είχα και δεν είχα, χωρίς όμως αποτέλεσμα. Οσες φορές επεχείρησα να ανάψω λίγη φωτιά ο καπνός με έπνιγε. Έπαθα ό,τι χειρότερο μπορεί κανείς να φαντασθή, υποφέροντας συνεχώς από κεφαλαλγία, ανορεξία και αδιάκοπη αϋπνία».
Ό άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος είναι ακόμη πιο εκφραστικός μέσα στη μεγάλη θλίψη του. Σ’ ένα γράμμα του στον ρήτορα Ευδόξιο, περιγράφει την κατάστασή του με ένα τρόπο τόσο συγκινητικό:
«Ερωτάς τι γίνομαι και πώς πάνε τα πράγματα: Είναι δυστυχώς πολύ άσχημα. Είμαι πικραμένος πολύ. Δεν έχω πια τον Βασίλειο. Δεν έχω τον Καισάριο. Ο θάνατος μου πήρε και τον πνευματικό και τον κατά σάρκα αδελφό. Μαζί με τον Δαυΐδ ψάλλω θλιμμένος: Ο Πατήρ μου και η μήτηρ μου εγκατέλιπόν με. Η σωματική μου υγεία είναι σε κακή κατάσταση. Τα γηρατειά βαραίνουν επάνω μου. Είμαι βυθισμένος σε ένα πλήθος φροντίδων. Τα πράγματα είναι άσχημα. Οι φίλοι έχουν χαθή. Τα της Εκκλησίας είναι αποίμαντα. Χάθηκε το καλό. Θρασύ το κακό. Ο πλους έν νυκτί, πυρσός ουδαμού, Χριστός καθεύδει… Μία μοι των κακών λύσις, ο θάνατος…»
Οταν ακούμε για τους μεγάλους Πατέρες της Εκκλησίας, όταν αντικρίζουμε τα πρόσωπά τους ιλαρά και γαλήνια στις εικόνες των ναών ή του σπιτιού μας, μη φαντασθούμε ότι υπήρξαν άνθρωποι, που πέρασαν μια ήσυχη κι ευτυχισμένη -ανθρώπινα ευτυχισμένη- ζωή. Να σκεπτόμαστε ότι βασανίστηκαν πολύ. Ότι η ζωή τους μέσα στον κόσμο ήταν γεμάτη πόνο, άρρωστες, απογοητεύσεις. Γι’ αυτό και έχουν αξία τα όσα μας είπαν. Γι’ αυτό, μπορούν να είναι Πατέρες μας και Διδάσκαλοί μας και μέσα στον πόνο.
Έγραφε χαρακτηριστικά ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος, σ’ ένα γράμμα του στον φίλο του Φιλάγριο:
«Πονώ για την αρρώστια μου, άλλα και χαίρω. Χαίρω όχι γιατί πονώ, άλλα γιατί μπορώ να είμαι διδάσκαλος υπομονής και καρτερίας στους άλλους… Μέσα στα βάσανά μου κερδίζω την υπομονή και την διάθεση ευχαριστίας προς τον θεό…. Τον ευχαριστώ για τις αρρώστιες μου, όπως και για τα ευχάριστα της ζωής μου…
Αυτοί ήσαν οι Πατέρες της Εκκλησίας. Με το φωτεινό τους παράδειγμα, δοκιμασμένο και εξαγιασμένο μέσα στο καμίνι του πόνου και των θλίψεων, με την αγωνιστική και πολυκύμαντη ζωή τους, με την αγιότητά τους, δείχνουν και σε μας σήμερα τον δρόμο που αναδεικνύει τον άνθρωπο νικητή στον στίβο της ζωής. Εθελόθυτα θύματα στον βωμό του καθήκοντος έκαναν τον πλανήτη μας να αρωματισθεί από το ευωδιαστό θυμίαμα της αγίας ζωής τους.
Επιμέλεια:
ΜΑΡΙΑ ΡΟΥΣΑΚΗ – ΜΠΑΝΤΕΚΑ
Συνταξιούχος δασκάλα
(Αρχείο εφημερίδας “Τα Μετέωρα”)
{loadposition mypos1}
Ακολουθήστε το tameteora.gr στο Google News!