Παρακολουθώντας τον χθεσινό διαγωνισμό για το τραγούδι που θα στείλουμε φέτος στη Eurovision, το μυαλό μου ανέτρεξε σε ένα σχετικό άρθρο που είχα δημοσιεύσει 13 χρόνια πριν υπό τον φιλόδοξο τίτλο «Ευροόραση ή Εurovision, Η προσδοκια του αποτελεσματος αποδυναμωνει τελικά την πραξη».
Ήταν αρχές Μαρτίου του 2002, όταν ο κ. Ρακιτζής, με το αλήστου μνήμης S.A.G.A.P.O. του κέρδιζε τον εσωτερικό διαγωνισμό για την ανάδειξη του άσματος που θα μας εκπροσωπούσε στη Eurovision, για να πατώσει βαθμολογικά, δύο μήνες αργότερα, στον ευρωπαϊκό τελικό της διοργάνωσης.
Τότε η χώρα μας ευδαιμονούσε. Παρά τη χρηματιστηριακή κρίση, οι ανεξάντλητες εκσυγχρονιστικές, εξ Ευρώπης ροές κεφαλαίων εξασφάλιζαν σε όλους μας –σχεδόν- συνθήκες ζωής υπεράνω του παραγωγικού αντικρίσματος της χώρας και τότε είχαμε την πολυτέλεια να ασχολούμαστε με θέματα όπως το τηλεοπτικό κλείσιμο του ματιού του ρομποτικά ενδεδυμένου κ. Ρακιντζή στην κάμερα.
Όπως στους Ολυμπιακούς του 2000 είχαμε βρει χρόνο για να ασχοληθούμε με το ζουμ στο φτύσιμο της παλάμης του ολυμπιονίκη Ιωάννη (με δύο ‘ν’ αυτός) Μελισσανίδη, λίγο πριν αποτύχει στις ασκήσεις εδάφους να επαναλάβει τον χρυσό άθλο του 1996.
Ήταν τότε που οι ΕΝΦΙΑ και ΕΕΤΗΔΕ δεν είχαν ακόμη εισβάλλει στις τσέπες και στο λεξιλόγιό μας και στην καθημερινότητά μας. Τότε που δεν μπορούσαμε να φανταστούμε πως –εντός της τρεχούσης δεκαετίας- η χώρα μας θα διοργάνωνε με επιτυχία Ολυμπιακούς Αγώνες, θα κέρδιζε και το Euro και τη Eurovision και θα παραδιδόταν, μετά, το 2010 στη δίνη της λιτότητας, της απαισιοδοξίας, του οικονομικού μαρασμού και της υποβάθμισης του βιοτικού επιπέδου των πολιτών της.
Τότε μπορούσαμε να αφιερώνουμε λίγο από την καθημερινή μας ραστώνη στους τηλεοπτικούς δέκτες της Eurovision. Τώρα, κάθε λέξη που έχει μπροστά της το συνθετικό Euro ηλεκτρίζει επώδυνα αντανακλαστικά αβεβαιότητας που συνάπτονται προβλεπτικά με την αγωνία της δραχμικής επιστροφής και της διελκυστίνδας λιτότητας στην οποία επιδιδόμαστε με τους Ευρωπαίους εταίρους μας.
Τον Μάρτιο του 2002 έγραφα, ως φοιτητής της ιατρικής, για την Ελλάδα της Eurovision. Τώρα, ως Ψυχίατρος, ζω στην Ελλάδα της Κρίσης.
Έγραφα, τότε, λοιπόν:
Αφήνοντας κατά μέρος την αμφιλεγόμενη cyber – αισθητική των «νικητών», τις άκομψες διαμαρτυρίες των «ηττημένων» και το διαχρονικό ερώτημα εάν σε αυτή τη χώρα μπορούμε επιτέλους, να διοργανώσουμε έστω μια διαδικασία επιλογής τραγουδιού για τη Eurovision χωρίς «παρατράγουδα», θα θέλαμε να σταθούμε στις αντιδράσεις που πυροδότησε ξανά η χρησιμοποίηση ξένης γλώσσας στους στίχους των διαγωνιζόμενων τραγουδιών.
Ως γνωστόν τόσο η μουσική όσο και η γλώσσα αποτελούν διαχρονικούς και κυρίαρχους τρόπους πολιτιστικής έκφρασης και η συνάντησή τους στη δημιουργία τραγουδιών, δηλαδή μελωδικού – «έμμουσου» λόγου συνιστά βασικό άξονα της πολιτισμικής ταυτότητας κάθε λαού. Τα τραγούδια αντανακλούνε με διαύγεια τα χαρακτηριστικά στοιχεία της εποχής και του περιβάλλοντος που τα δημιούργησε.
Η σημερινή εποχή (τόσο στην ευρωπαϊκή όσο και στην παγκόσμια κλίμακα) διαμορφώνει την ταυτότητά της, τις εκφραστικές ανάγκες και τις επικοινωνιακές απαιτήσεις της ακολουθώντας τον πολυπολιτισμικό ρυθμό της παγκοσμιοποίησης. Η σύγχρονη Ευρώπη χαρακτηρίζεται από ξεχωριστές διαπολιτιστικές δυνατότητες, από μικτές εκφραστικότητες και από διευρυμένες αναφορές δημιουργίας.
Η ελληνική γλώσσα, παρόλο τον πλούτο και την πλαστικότητά της, δεν συνορεύει γλωσσολογικά με καμία από τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές. Οι στίχοι του ελληνικού πενταγράμμου ακούγονται μονοφωνικοί στις μουσικές κλίμακες των μεγάλων ευρωπαϊκών αγορών και των πολύφωνων ακροατηρίων. Η χρησιμοποίηση ξένων στίχων (ή καλύτερα και ξένων στίχων) κρίνεται απαραίτητο εργαλείο στην προσπάθεια να αποκτήσει ευρύτητα αναφοράς το αυθεντικό πολιτιστικό περιεχόμενο της ελληνικής μουσικής.
Και εδώ ακριβώς βρίσκεται το λεπτό σημείο. Το ζήτημα δεν είναι αν πρέπει αν χρησιμοποιούμε ξενόγλωσσους στίχους αλλά το για ποιον λόγο τους χρησιμοποιούμε. Το ζητούμενο για το ελληνικό τραγούδι δεν είναι ο τρόπος έκφρασης αλλά το ουσιαστικό εκφραστικό μήνυμα ή με άλλα λόγια η αυθεντικότητα. Η ανάγκη για μουσικές δημιουργίες που θα συμπυκνώνουν τις ιδιαίτερες πολιτιστικές και εθνικές αναζητήσεις του δημιουργού και στη συνέχεια θα αναζητούν τον καταλληλότερο και τον πιο εξωστρεφή τρόπο έκφρασης (ελληνόφωνο, ξενόγλωσσο ή μικτό).
Το περυσινό τραγούδι των ANTIQUE αναδείχθηκε στον διαγωνισμό γιατί ήταν πάνω από όλα αυθεντικό, γιατί εξέφραζε με άμεσο και γνήσιο τρόπο τις πολιτιστικές προσλαμβάνουσες και τις αμφίδρομες ανάγκες επικοινωνίας των δημιουργών – ερμηνευτών του. Δύο παιδιά με ελληνική καταγωγή, μεγαλωμένα στη Σουηδία, που μετέρχονται την έντεχνη εναλλαγή των γλωσσών για να συνθέσουν το δικό τους καλλιτεχνικό δημιούργημα ανάμεσα σε πολλαπλές κουλτούρες, για να συνθέσουν στην ουσία, τους ίδιους τους τούς εαυτούς ανάμεσα σε πολλαπλά πολιτιστικά περιβάλλοντα που αναζητούν μια ενιαία έκφραση.
Οι ANTIQUE κερδίσανε γιατί ήταν αυθεντικοί, γιατί τραγούδησαν όπως ακριβώς μιλάει, σκέφτεται και ενεργεί κάθε Έλληνας που μεγάλωσε σε ξένες χώρες. Τα τραγούδια που παρουσιάστηκαν αυτή τη χρονιά ως υποψήφια μπορεί να υιοθέτησαν το μοντέλο της μικτής γλώσσας αλλά δεν απέδειξαν κάποιο ιδιαίτερο καλλιτεχνικό και αυθεντικά υπαρξιακό στοιχείο δημιουργίας. Οι τραγουδιστές χρησιμοποίησαν ξένο στίχο λόγω της υπερβολικής προσδοκίας του αποτελέσματος της καταξίωσης, με αποτέλεσμα να αποδυναμώσουν την ίδια τους την ερμηνεία ως πράξη ιδιαίτερης πολιτιστικής έκφρασης.
Η χρησιμοποίηση ξένων στίχων είναι χρήσιμη γιατί πολλαπλασιάζει τους επικοινωνιακούς ορίζοντες και προσφέρει έναν κοινό παρανομαστή πολιτιστικού συγχρωτισμού και διεθνούς έκφρασης. Δεν έχει όμως κανένα νόημα όταν απλά ανακυκλώνει ξενόφερτα πρότυπα αγωνιώντας για τη διεθνή αναγνώριση και αδιαφορώντας για το βαθύτερο περιεχόμενο και το αυθεντικά αντιπροσωπευτικό πολιτιστικό μήνυμα της δημιουργίας.
Η ελληνική μουσική που θα εκπροσωπεί τη χώρα μας όχι μόνο στους διαγωνισμούς της EUROVISION αλλά και στο κοινό πολιτιστικό κεκτημένο της Ευρώπης του 21ου αιώνα δεν έχει τίποτε να ωφεληθεί μέσα από ψευδεπίγραφα διλήμματα για τη γλώσσα των τραγουδιών της, ούτε μπορεί σε κάτι να ωφελήσει κλωνοποιώντας αντίγραφα ξενόφερτων επιρροών.
Αντίθετα, οφείλει να συνθέσει το δικό της αυθεντικό μήνυμα πολύτροπης πολιτισμικής συνύπαρξης και πολυμήχανης συνδιαλλαγής των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών της εθνικής μας ταυτότητας με τα δεδομένα και τις επιταγές της παγκοσμιοποιημένης πραγματικότητας που ανατέλλει.
Η μουσική αποτελεί τον κατεξοχήν χώρο συνάντησης και συμφωνικής συνύπαρξης πολιτιστικών επιρροών και μέσα από αυτήν μπορούμε να αποκτήσουμε μια πολιτιστική όραση ικανή να συλλάβει την ευρωπαϊκή πραγματικότητα στη συνθετική ολότητά της, αντί να περιορίζεται στις τηλεοπτικές οθόνες και στις πολιτισμικές χασμωδίες των διαγωνισμών της EUROVISION.
Χρίστος Χ. Λιάπης
Ψυχίατρος – Διδάκτωρ Ιατρικής Παν/μίου Αθηνών
Clinical Assistant Professor of Psychiatry
Tufts University School of Medicine
chliapis@yahoo.gr
#chliapis