Πολλοί άνθρωποι δυστυχώς αποστρέφονται τα δέντρα και άκριτα τα κακοποιούν είτε από άγνοια είτε από ευτελή σκοπιμότητα. Το πρόβλημα αυτό αντιμετωπίζεται αποτελεσματικά τόσο με τη διαφώτιση, όσο και με τη βοήθεια των νόμων που θεσπίζουν όσες κοινωνίες θέλουν να επιβιώσουν και να προκόψουν.
Τα δέντρα, και γενικότερα το Πράσινο, αποτελούν στήριγμα της ζωής μας μοναδικό. Είναι πλάσματα του Θεού αξιοσέβαστα. Η ύπαρξή τους είναι πολύπλευρα ευεργετική. Ένας φίλος μου, ολιγογράμματος αλλά φιλοσοφημένος άνθρωπος, είπε το εξής χαρακτηριστικό: «Αν ξέραμε την αξία κάθε δέντρου, σε όλη τη ζωή μας θα φυτεύαμε δέντρα»!
Οι σύγχρονες, οικιστικά κακοποιημένες, πόλεις μας θα έπρεπε να «πνίγονται» στο πράσινο. Πώς όμως; Απλώς, με την καλλιέργεια ενός «πράσινου οράματος» και με την ανάπτυξη και προβολή τού κοινού καλού, και όχι με την εμμονή στο (κακώς νοούμενο άλλωστε) προσωπικό συμφέρον. Τα «κουτσουρέματα» (οποθενδήποτε προερχόμενα) και η κοπή δέντρων δείχνουν ασέβεια απέναντι στο κοινό συμφέρον και έχουν το αποτέλεσμα που περιγράφει το παρακάτω διδακτικό ποίημα του Ζαχαρία Παπαντωνίου (1877-1940).
Η κατάρα του πεύκου
«Γιάννη, γιατί έκοψες τον πεύκο;
Γιατί; Γιατί»;
Αγέρας θα ‘ναι, λέει ο Γιάννης
και περπατεί.
Ανάβει η πέτρα, το λιβάδι
βγάνει φωτιά.
Νά ‘βρισκε ο Γιάννης μια βρυσούλα,
μια ρεματιά!
Μες το λιοπύρι, μες στον κάμπο
νά ένα δεντρί…
Ξαπλώθη ο Γιάννης αποκάτου,
δροσιά να βρεί.
Το δέντρο παίρνει τα κλαριά του
και περπατεί!
Δεν θ΄ ανασάνω, λέει ο Γιάννης,
γιατί, γιατί;
«Γιάννη, πού κίνησες να φτάσεις»;
«Στα δυο χωριά».
«Κι ακόμα βρίσκεσαι δω κάτου;
Πολύ μακριά»!
«Εγώ πηγαίνω, όλο πηγαίνω.
Τι έφταιξα εγώ;
Σκιάζεται ο λόγγος και με φεύγει,
γι’ αυτό είμαι δω.
Πότε ξεκίνησα; Είναι μέρες…
για δυο, για τρεις…
Ο νους μου σήμερα δε ξέρω,
τ’ είναι βαρύς».
«Να μια βρυσούλα, πιε νεράκι
να δροσιστείς».
Σκύβει να πιει νερό στη βρύση,
στερεύει ευθύς.
Οι μέρες πέρασαν κι οι μήνες,
φεύγει ο καιρός,
Στον ίδιο τόπο είν’ ο Γιάννης,
κι ας τρέχει εμπρός…
Να το Χινόπωρο, να οι μπόρες,
μα πού κλαρί;
Χτυπιέται ορθός με το χαλάζι,
με τη βροχή.
«Γιάννη, γιατί έσφαξες το δέντρο,
το σπλαχνικό,
πού ‘ριχνεν ίσκιο στο κοπάδι
και στο βοσκό;»
Ο πεύκος μίλαε στον αέρα
– τ’ ακούς, τ’ ακούς;-
και τραγουδούσε σα φλογέρα
στους μπιστικούς.
«Φρύγανο και κλαρί τού πήρες
και τις δροσιές.
Και το ρετσίνι του ποτάμι
απ΄ τις πληγές.
Σακάτης ήτανε κι ολόρθος,
ώς τη χρονιά
που τον εγκρέμισες για ξύλα,
Γιάννη φονιά»!
«Τη χάρη σου ερημοκλησάκι,
την προσκυνώ.,
Βόηθα να φτάσω κάποιαν ώρα
και να σταθώ…
Η μάνα μου θα περιμένει
κι έχω βοσκή…
Κι είχα και τρύγο… Τί ώρα νά ‘ναι
και τί εποχή;
Ξεκίνησα το Καλοκαίρι
-να στοχαστείς-
κ ήρθε και μ’ ηύρε ο χειμώνας
μεσοστρατίς.
Πάλι Αλωνάρης και λιοπύρι!
Πότε ήρθε; Πώς;
Άγιε, σταμάτησε το λόγγο,
που τρέχει εμπρός.
Άγιε, το δρόμο δεν τον βγάνω
-με τι καρδιά;-
Θέλω να πέσω να πεθάνω,
εδώ κοντά».
Πέφτει σα δέντρο απ΄ το πελέκι…
βογκάει βαριά.
Μακριά του στάθηκε το δάσος,
πολύ μακριά.
Εκεί τριγύρω ούτε χορτάρι,
φωνή καμιά.
Στ’ αγκάθια πέθανε, στον κάμπο,
στην ερημιά.
ΖΑΧΑΡΙΑΣ ΠΑΠΑΝΤΩΝΙΟΥ
(Από το βιβλίο του «Τα ψηλά βουνά»
ΖΩΓΡΑΦΙΑ ΤΟΥ Ε. ΣΠΥΡΙΔΩΝΟΣ, ΑΠΟ ΤΑ “ΨΗΛΑ ΒΟΥΝΑ”