Του Γεωργίου Παπασίμου
Η πρόσφατη φιέστα Ερντογάν, ανήμερα της μαύρης επετείου, οι συνεχείς δηλώσεις αυτού και του Τατάρ για δύο ανεξάρτητα κράτη (πρόταση που είχε κατατεθεί στη πρόσφατη πενταμερή διάσκεψη στη Γενεύη) και το θρασύτατο άνοιγμα των Βαρωσίων στην περίκλειστη πόλη της Αμμοχώστου, κατά βάναυση παραβίαση των ψηφισμάτων του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ, καταδεικνύουν την δραματική κατάσταση στο Κυπριακό.
Οι εξελίξεις αυτές προκαλούν βαθύτατο προβληματισμό για το παρόν και μέλλον του Ελληνισμού στη περιοχή, αφού σε αντίθεση με τις ανιστόρητες και εθνικά επικίνδυνες αντιλήψεις «Η Κύπρος κείται μακράν», που κυριαρχούν στο πολιτικό σύστημα της χώρας, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, η μοίρα και το μέλλον του Ελληνισμού διέρχεται από τη Κύπρο, που αποτελεί ένα εκ των σημαντικών γεωπολιτικών πυλώνων για τον έλεγχο της ευρύτερης περιοχής της Μέσης Ανατολής και της Ανατολικής Μεσογείου. Εξ’ ου η πάγια βρετανική πολιτική για διατήρηση των βάσεων της στο νησί, μέσω του διαίρει και βασίλευε, αλλά και η τουρκική στρατηγική για διατήρηση και νομιμοποίηση της κατοχής του βορείου τμήματος έναντι οποιοδήποτε κόστους.
Και όμως αυτό που αποτελεί στρατηγικό στόχο των αντιπάλων του Ελληνισμού, το πολιτικό προσωπικό της χώρας, κάτω από τις εξαρτησιακές σχέσεις και το φοβικό σύνδρομο, βρίσκεται στον αντίποδα, καθόσον έχει πλήρως παραιτηθεί, όχι μόνο από το στόχο να ακυρώσει τα κατοχικά τετελεσμένα, αλλά ούτε καν να θέτει φραγμούς σε νέους ΑΤΤΙΛΕΣ στο νησί.
Η τραυματική αυτή κατάσταση στη Μεγαλόνησο αποτελεί χωρίς αμφιβολία τη χαμένη τιμή του Ελληνισμού, χωρίς δυστυχώς να διαφαίνεται οποιαδήποτε προσπάθεια άρσης αυτού του διαβρωτικού αδιεξόδου.
Η στρατιωτική «επιβίβαση» της Τουρκίας το 1974, στην απροστάτευτη Μεγαλόνησο, εξαιτίας της διπλής προδοσίας της Χούντας των Συνταγματαρχών, με την απόσυρση της Μεραρχίας, που είχε αποστείλει κρυφά ο Γεώργιος Παπανδρέου και, στη συνέχεια, το ντροπιαστικό πραξικόπημα κατά του, τότε, ηγέτη της Κύπρου Μακαρίου, με συνέπεια την αιματηρή διχοτόμηση του νησιού, αποτελεί έναν εκ των τελευταίων σταθμών της πορείας συρρίκνωσης του Ελληνικού Έθνους, που ξεκινά από την Μικρασιατική Καταστροφή,
Μάλιστα, για πρώτη φορά μετά το 1922 ο Ελληνισμός υπέστη στρατιωτική ήττα και απώλεσε εθνικό έδαφος, κάτι που πλέον παγιωθεί, αφού σύμφωνα με την παγκόσμια στρατιωτική ιστορία, ό,τι κερδίζεται στο πεδίο της μάχης, πολύ δύσκολα επανακτάται μόνο με διαπραγματεύσεις, που έχουν επιλέξει ως αποκλειστικό μέσο όλα αυτά τα χρόνια η Ελλάδα και η Κύπρος. Η εθνική αυτή απώλεια εμπεριέχει και το επιπρόσθετο επιβαρυντικό στοιχείο ότι η μισή Κύπρος χάθηκε χωρίς στην ουσία να έχουμε αγωνιστεί, κάτι που δημιούργησε την υποδόρια αίσθηση της αδυναμίας μας έναντι της Τουρκίας, που αποτελεί και το βασικό πυρήνα του φοβικού συνδρόμου από το οποίο κατατρύχονται το Ελληνικό και το Κυπριακό πολιτικό προσωπικό εξουσίας.
Το Κυπριακό είναι χαρακτηριστική περίπτωση της πολιτικο-διπλωματικής και στρατιωτικής αδυναμίας της Ελλάδος στη Νεότερη Ιστορία της. Το δίκαιο και νόμιμο αρχικό αίτημα της Ένωσης ενταφιάστηκε για πάντα από τις συμφωνίες Ζυρίχης – Λονδίνου, με την αναγνώριση της Τουρκίας ως εγγυήτριας δύναμης και με ένα ανεφάρμοστο Σύνταγμα, που αποτέλεσε τον «διάδρομο» για την διχοτομική κατάληξη του νησιού. Αποτελεί, αναμφισβήτητα, στρατηγική ήττα του πολιτικού κατεστημένου της Χώρας και της «παρασιτικής» οικονομικής ολιγαρχίας, τους οποίους χαρακτηρίζει διαχρονικά το σύνδρομο του «ενδοτισμού», το οποίο μεγεθύνθηκε μετά την ένταξη της Ελλάδας στην μνημονιακή κηδεμονία. Με τις πολιτικές τους, αφού αποδέχθηκαν την de facto διχοτόμηση της Μεγαλονήσου, στην συνέχεια μετέτρεψαν ένα κορυφαίο διεθνές πρόβλημα εισβολής και κατοχής, σε ένα διμερές εσωτερικό Ελληνοτουρκικό πρόβλημα, νομιμοποιώντας έτσι έμμεσα την τουρκική κατοχή.
Οι συνεχείς υποχωρήσεις της ελληνικής κυπριακής πλευράς στην λογική, ότι προσφέροντας κάποια «δώρα» στην Τουρκία αυτή θα συνεργάζονταν για εξεύρεση λύσης, όχι μόνο δεν έφερε κανένα αποτέλεσμα, αλλά αντίθετα, εξώθησε αυτήν να ξεπεράσει κάθε όριο επιθετικότητας, αρχικά με τον ΑΤΤΙΛΑ ΙΙΙ και την αποστολή γεωτρύπανων στην ΑΟΖ της Κύπρου και τώρα με την επιχείρηση ανοίγματος και ενσωμάτωσης της Αμμοχώστου (ΑΤΤΙΛΑΣ IV).
Και ενώ η Τουρκική κατοχή διευρύνεται, ουδεμία σοβαρή και ουσιαστική αντίδραση υπήρξε από την Ελλάδα και τη Κύπρο, πλην των χωρίς αποτέλεσμα καταδικαστικών ανακοινώσεων. Τα πάντα αφήνονται για μια ακόμα φορά στον αυτόματο πιλότο του διεθνούς παράγοντα, που όμως έχει αποδείξει όλα αυτά τα χρόνια ότι ούτε θέλει ούτε μπορεί να σταματήσει την τουρκική επιθετικότητα.
Γι’ αυτό, πριν την ολοκλήρωση της καταστροφής της Κύπρου, κάτι που θα αποτελέσει το κύκνειο άσμα του Ελληνισμού, απαιτείται η άμεση και πλήρης αλλαγή της πολιτικής μας ως προς το Κυπριακό ζήτημα. Χρειάζεται η συγκρότηση και η εφαρμογή μιας νέας εθνικής στρατηγικής, που θα περιλαμβάνει μεταξύ άλλων:
– Επιθετική διεθνοποίηση του Κυπριακού προβλήματος. Πρώτιστος στόχος θα πρέπει να είναι η αποχώρηση των τουρκικών στρατιωτικών δυνάμεων κατοχής από τη Κύπρο. Ως τότε η Ελλάδα και η Κύπρος, οφείλουν να θέσουν και να επιβάλουν άμεσα το θέμα της αναστολής της τελωνειακής ένταξης της Τουρκίας στην Ε.Ε., καθώς και την επιβολή κυρώσεων εις βάρος της. Επίσης η Ελλάδα οφείλει να δηλώσει, ότι παγώνει τις διερευνητικές συνομιλίες έως ότου υπάρξει ανάκληση της παράνομης απόφασης Ερντογάν για άνοιγμα των Βαρωσίων.
– Πολύπλευρη διπλωματική πολιτική προς όλα τα μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ και τις δυνάμεις, που μπορεί να έχουν αμιγώς στρατηγικά συμφέροντα στην περιοχή. Είναι τεράστια πολιτική παράλειψη του Υπουργείου Εξωτερικών να μην απευθυνθεί στη σημερινή συγκυρία για τις δραματικές εξελίξεις του Κυπριακού στη Ρωσία η οποία παρόλη τη διεύρυνση των σχέσεων της με την Τουρκία, διατηρεί ακέραια τη σωστή θέση της για το Κυπριακό, αλλά και τη Κίνα, ως μόνιμα μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ.
– Κατάθεση δήλωσης της Κυπριακής Δημοκρατίας στον ΟΗΕ, σε συνεννόηση με την Ελλάδα, ότι μετά τη διακήρυξη της Τουρκίας περί δύο ανεξάρτητων κρατών και την επιχείρηση αλώσεως της Αμμοχώστου, ότι η Βόρεια Κύπρος τελεί υπό τουρκική κατοχή και ότι ο στόχος της Κυπριακής Δημοκρατίας είναι η πλήρης ανάκτηση της κυριαρχίας της επί του βορείου κατεχόμενου τμήματος.
– Τάχιστη υλοποίηση του ενιαίου αμυντικού δόγματος Ελλάδος – Κύπρου, που ξεκίνησε στη δεκαετία του ’80 από τον Ανδρέα Παπανδρέου και εγκαταλείφθηκε στη συνέχεια μετά την ακύρωση της εγκατάστασης των S-300 στη Κύπρο, κάτι που δίνει την αίσθηση στη Τουρκία ότι μπορεί να δρα όπως νομίζει στη Μεγαλόνησο. Η αμυντική προστασία της Κύπρου, αλλά και οι δυνατότητες αποκατάστασης της κυριαρχίας της Κυπριακής Δημοκρατίας σε όλο το νησί, πρέπει να αποτελέσει κυρίαρχο στοιχείο της συνολικής ελληνικής αποτρεπτικής στρατιωτικής ισχύος της στην ευρύτερη περιοχή.
– Κατάθεση σχεδίου λύσεως του Κυπριακού από την ελληνοκυπριακή πλευρά στον ΟΗΕ και την Ε.Ε. με βασικά στοιχεία την εφαρμογήτων δημοκρατικών αρχών της συγκρότησης των σύγχρονων κρατών, που είναι η λαϊκή κυριαρχία και η δημοκρατική αρχή της πλειοψηφίας, με παράλληλη απόλυτη προστασία όλου του πληθυσμού της Κυπριακής Δημοκρατίας, Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων, και ως τέτοια αυτονόητη πράξη είναι η επιστροφή όλων των προσφύγων Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων στα σπίτια τους.
Μια τέτοια συνεπή και στοχευμένη εθνική στρατηγική απαιτείται άμεσα για τον επανακαθορισμό μας έναντι του ΑΤΤΙΛΑ, ο οποίος είναι παρόν και ζωντανός 47 χρόνια μετά τη μαύρη επέτειο της εισβολής στη Μεγαλόνησο.
Ακολουθήστε το tameteora.gr στο Google News!