Του Γεωργίου Ρούντα Αντιπροέδρου «ΝΙΚΗΣ» Βουλευτή Λάρισας
Α) Οργανωτικές βάσεις και μορφή ισχύοντος Ελληνικού πολιτεύματος
Το Ελληνικό μας Σύνταγμα, ως ο ανώτατος νόμος του κράτους και ως o καταστατικός χάρτης του πολιτεύματός μας, ο οποίος αφενός ορίζει το πώς συγκροτείται και ασκείται η κρατική εξουσία εντός μίας συγκεκριμένης κοινωνίας και αφετέρου το ποια είναι τα δικαιώματα των πολιτών, διαθέτει κάποια βασικά χαρακτηριστικά, τα οποία αποτελούν και την φυσιογνωμία του.
Αυτά τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά ονομάζονται θεμελιώδεις ή οργανωτικές βάσεις του πολιτεύματος και ευρίσκονται είτε ρητά διατυπωμένες σε διάφορα άρθρα μέσα στο ίδιο το σώμα του Συντάγματος με την τυπική έννοια είτε συνάγονται ερμηνευτικά.
Οι βάσεις αυτές είναι οι εξής:
• η δημοκρατική αρχή (άρθ. 1 παρ. 1 Συντ.)
• η αρχή της προεδρευομένης δημοκρατίας (άρθ. 1 παρ. 1 Συντ.)
• η κοινοβουλευτική αρχή (άρθ. 1 παρ. 1 Συντ.)
• η αντιπροσωπευτική αρχή (άρθ. 51 παρ. 2 Συντ.)
• η αρχή του πολυκομματισμού (άρθ. 29 Συντ.)
• η αρχή της διάκρισης των εξουσιών (άρθ. 26 Συντ.)
• η αρχή του κράτους δικαίου (άρθ. 25 παρ. 1 Συντ.)
• η αρχή του κοινωνικού κράτους (άρθ. 25 παρ. 1 Συντ.)
Στο άρθρο 1 παρ. 1 του Συντάγματος θεμελιώνεται η μορφή του πολιτεύματός μας, δηλαδή η «Προεδρευομένη Κοινοβουλευτική Δημοκρατία», όπως ιστορικά εισήχθη για πρώτη φορά και καθιερώθηκε στην Πολιτειακή και Συνταγματική ιστορία της χώρας μας με το Σύνταγμα του 1975.
Αυτό με λίγα λόγια σημαίνει, έστω τυπικά και θεωρητικά τουλάχιστον, ότι:
• έχουμε Δημοκρατία, στην οποία άρχει ο Δήμος, δηλαδή ο λαός
• θεμέλιο του πολιτεύματος είναι η λαϊκή κυριαρχία, η οποία όμως, για να είναι αποτελεσματική, αποδοτική και αξιοσέβαστη πρέπει να ασκείται μόνο με τον τρόπο, τον οποίο ορίζει το Σύνταγμα (άρθ. 1 παρ. 3 Σ), δηλαδή μέσῳ των προβλεπόμενων θεσμών και διαδικασιών και όχι όπως φαντάζεται ή επιθυμεί ο καθένας μέσῳ αντιδημοκρατικών και ενδεχομένως αξιόποινων συμπεριφορών οι οποίες εδράζονται στο θυμοειδές και στο συναίσθημα.
• οι κοινοβουλευτικοί αντιπρόσωποι – βουλευτές πρέπει να εκφράζουν και να υπηρετούν τον κυρίαρχο λαό και όχι να τον αποκλείουν από τα πολιτικά δρώμενα και να τον εκμεταλλεύονται δυναστικά ή να τον εμπαίζουν τοποθετούμενοι καταχρηστικά υπό την σκέπη της ανεξέλεγκτης ελεύθερης εντολής (άρθ. 51, παρ. 2 Σ και άρθ. 60 και 61 Σ) υφαρπάζοντας την ψήφο του χωρίς να λογοδοτούν για τα πεπραγμένα τους
• έχουμε κοινοβουλευτισμό, άρα τον θεσμό της αντιπροσώπευσης μέσῳ των πολιτικών κομμάτων και μέσῳ των βουλευτών – αντιπροσώπων, οι οποίοι εκλέγονται, και άρα έμμεση δημοκρατία – αντιπροσωπευτικό σύστημα
• έχουμε πολλά κόμματα, καθότι έτσι, θεωρητικά και ιδανικά τουλάχιστον, εξασφαλίζεται η πολλαπλότητα των απόψεων, ο κοινοβουλευτικός έλεγχος, η τόνωση της Δημοκρατίας και του αντιπροσωπευτικού συστήματος και η καταπολέμηση του μονοκομματισμού και της πρωθυπουργοκεντρικής αυθαιρεσίας.
Ακολούθως, σύμφωνα με το άρθρο 110 παρ. 1 Σ (το οποίο άρθρο στο σύνολο του μαζί με το άρθρο 119 του Κανονισμού της Βουλής, ορίζουν την διαδικασία αναθεώρησης του Συντάγματος), μεταξύ των διατάξεων του Ελληνικού Συντάγματος, οι οποίες δεν μπορούν να αναθεωρηθούν,πρωτίστως ανήκουν εκείνες, οι οποίες καθορίζουν τη βάση και τη μορφή του πολιτεύματος, ως Προεδρευμένης Kοινοβουλευτικής Δημοκρατίας.
Άρα, λοιπόν, η μορφή του Ελληνικού Πολιτεύματος, την οποία έχουμε αυτήν την δεδομένη χρονική συγκυρία του Ελληνικού πολιτικού βίου, είναι η Προεδρευμένη Kοινοβουλευτική Δημοκρατία και, ως εκ τούτου, ουδεμία αλλαγή μπορεί να γίνει ως προς την μορφή της· επίσης, οποιαδήποτε συζήτηση περί Ελληνικού Πολιτεύματος μπορεί να γίνει αποκλειστικά και μόνο επί της βάσης αυτής.
Β) Ποιότητα Ελληνικής Δημοκρατίας – παγκόσμιος δείκτης Δημοκρατίας EIU
Όμως, όπως όλα τα ανθρώπινα ζητήματα έτσι και τα πολιτειακά και κοινωνικά συστήματα στην ανθρώπινη ιστορία γνωρίζουν στιγμές και περιόδους αποκορύφωσης και ακμής, αλλά και στιγμές και περιόδους βαθειάς ύφεσης και παρακμής για διάφορους λόγους. Κύριος λόγος αυτής της παρακμής είναι τα ανθρώπινα πάθη, η εγωκεντρική μεταπτωτική φύση, η οποία τυφλώνεται από την φιλαυτία, την φιλαργυρία, την φιλαρχία, την φιληδονία, τον υλισμό κ.ά.
Το ίδιο ακριβώς συμβαίνει και με την Ελληνική Δημοκρατία και το αντιπροσωπευτικό μας κοινοβουλευτικό πολιτειακό σύστημα, το οποίο κατά κοινή ομολογία παρουσιάζει σοβαρές παθογένειες. Είναι χαρακτηριστικό εξάλλου, ότι μέχρι και σήμερα βασικό πολιτικό και κοινωνικό αίτημα μεταξύ των Ελλήνων πολιτών, εκτός των άλλων, είναι η άμεση ανάγκη για περισσότερη και ποιοτικότερη δημοκρατία, η οποία να τους προσφέρει περισσότερες δυνατότητες πολιτικής συμμετοχής· να τους υπολογίζει και να τους καθιστά όντως ενεργά πολιτικά υποκείμενα με αξία, δύναμη, γνώση και ποιότητα. Να τους ανάγει δηλαδή σε ουσιαστικούς πολιτικούς δρώντες.
Ενδεικτικό της παθογενούς υφιστάμενης κατάστασης, εκτός των πολλών άλλων, είναι και το γεγονός, ότι η χώρα μας σύμφωνα και με τον «Παγκόσμιο Δείκτη Δημοκρατίας» -ο οποίος δημοσιεύθηκε το 2006 για πρώτη φορά από την «Economist Intelligence Unit (EIU)», η οποία αποτελεί το τμήμα έρευνας και ανάλυσης του «Economist Group»- η Ελληνική Δημοκρατία ανήκει στις «Ελαττωματικές Δημοκρατίες»· η κατάταξή της το 2021 ήταν στην 34 θέση από σύνολο 167 χωρών. Πρόκειται για έναν επιστημονικό δείκτη με μία αριθμητική κλίμακα από το μηδέν (0) έως το δέκα (10), ο οποίος έχει σκοπό:
α) να προσδιορίσει και να καταγράψει ποσοτικά την ποιότητα της Δημοκρατίας σε 167 χώρες στον κόσμο και
β) ανάλογα με τα ποσοτικά ευρήματα να κατατάξει τις χώρες σε τέσσερεις βασικές κατηγορίες:
– Πλήρεις δημοκρατίες: με βαθμολογία μεταξύ 8 και 10.
– Ελαττωματικές δημοκρατίες: με βαθμολογία μεταξύ 6 έως 7,9.
– Υβριδικές: με βαθμολογία μεταξύ 4 και 5,9.
– Αυταρχικά καθεστώτα: με βαθμολογία κάτω από 4 βαθμούς’
Η έρευνα εστιάζει σε πέντε βασικές κατηγορίες του πολιτικού φαινομένου:
• Στην εκλογική διαδικασία και την πολλαπλότητα συμμετοχής σε αυτήν
• Στην αποδοτική λειτουργία της κυβέρνησης
• Στην πολιτική συμμετοχή, δηλαδή στο κατά πόσο η εκάστοτε κυβέρνηση προωθεί την γενική συμμετοχή του πληθυσμού στα πολιτικά δρώμενα
• Στην Δημοκρατική πολιτική παιδεία
• Στις πολιτικές ελευθερίες, π.χ. την ελευθερία έκφρασης, το διαχωρισμό των εξουσιών, τη δημόσια ασφάλεια και την ισότητα ενώπιον του νόμου, την ίση μεταχείριση των πολιτών κ.ά.
Μεγάλο ενδιαφέρον έχουν τα αριθμητικά ευρήματα για την πορεία της Ελληνικής Δημοκρατίας, όπου διαπιστώθηκε ότι:
• το 2006 ο Δείκτης Δημοκρατίας ήταν στις 8,13 μονάδες και το 2021 είναι στις 7,56 μονάδες. Πτώση στην πατρίδα μας λοιπόν κατά 0,57 μονάδες.
• το 2016 και το 2017 σημειώθηκε η μεγαλύτερη πτώση, όπου η Ελλάδα έφθασε στις 7,23 μονάδες.
Από το 2010 λοιπόν (χωρίς αυτό να σημαίνει, ότι ξεχνάμε τις πολιτικές των Ελληνικών κομμάτων των προηγούμενων δεκαετιών, οι οποίες έθεσαν τα θεμέλια για τον πλήρη εκμαυλισμό της πολιτικής ζωής και της Δημοκρατίας) μέχρι και σήμερα η Ελληνική Δημοκρατία ανήκει στις Ελαττωματικές Δημοκρατίες και η κατάταξή της το 2021 ήταν στην 34 θέση, σε σύνολο 167. Όπως μάλιστα καθίσταται φανερό από την τρέχουσα επικαιρότητα, σχετικά:
α) με το ζήτημα της παραβίασης των προσωπικών δεδομένων και της παράνομης παρακολούθησης πολιτικών προσώπων και ενδεχομένως και πολιτών
β) με την ευθεία προσβολή της ισχύος των ανεξάρτητων διοικητικών αρχών και
γ) με την παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας σε ζητήματα περιορισμού και ελέγχου των κοινωνικών ελευθεριών και ατομικών δικαιωμάτων της τελευταίας τριετίας, το μέλλον της Ελληνικής Δημοκρατίας διαφαίνεται ακόμη πιο νοσηρό.
Γ) Κομματοκρατία
Βασικές εκφάνσεις και αιτίες της παθογένειας του Ελληνικού αντιπροσωπευτικού πολιτειακού μας συστήματος είναι η «κομματοκρατία» και η «μεταδημοκρατία», οι οποίες συνέχονται μεταξύ τους αιτιολογικά και κατ’ ουσίαν, και μάλιστα αμφίδρομα.
Για λόγους συντομίας, και εντελώς περιληπτικά, ως «κομματοκρατία» θα μπορούσαμε να ορίσουμε εκείνη την νοσηρή πολιτειακή κατάσταση κατά την οποία τα πολιτικά κόμματα και οι κοινοβουλευτικοί αντιπρόσωποι μετατρέπονται σε μία σύγχρονου τύπου κλειστή πολιτική φεουδαρχία, μία ολιγαρχία των εκλεκτών (ελίτ), η οποία νομοθετεί (νομοθετική εξουσία) και συγχρόνως ασκεί την κυβερνητική πολιτική (εκτελεστική εξουσία) χωρίς να υπολογίζει καθόλου την λαϊκή βούληση.
Επιπλέον, αυτό το κλειστό και φαινομενικά δημοκρατικό σύστημα εξαγοράζει με διάφορους τρόπους την ψήφο ολόκληρων στρατιών ψηφοφόρων με αποτέλεσμα η ψήφος να χάνει πλήρως την αξία και την ισχύ της, τον δημοκρατικό της χαρακτήρα και την συνταγματική της θεμελίωση (άρθ. 51 Σ)· με τον τρόπο αυτόν η ψηφοφορία εκφυλίζεται και εκπίπτει σε μία εντελώς τυπική νομιμοποίηση των εναλλασσόμενων ολιγαρχών.
Άμεσο αποτέλεσμα των προαναφερθέντων είναι και η απουσία εναρμόνισης της πολιτείας – κράτους με τις θεμελιώδεις και οργανωτικές βάσεις του πολιτεύματος, όπως προκύπτουν από τον συνταγματικό καταστατικό Χάρτη, δηλαδή το Σύνταγμα υπό την στενή του έννοια.
Καταργείται έτσι η Δημοκρατική Αρχή και η Λαϊκή Κυριαρχία και δημιουργούνται δύο κοινωνίες:
α) η άρχουσα τάξη των κατόχων της πολιτικής ισχύος, η οποία μετατρέπει αυθαίρετα τον σκοπό του εκάστοτε κόμματος σε σκοπό του κράτους και του έθνους, αυτονομούμενη πλήρως από την λαϊκή βάση και
β) η κοινωνία των ανενεργών πολιτών, χωρίς καμία ουσιαστική ισχύ, οι οποίοι από βασικά πολιτικά υποκείμενα εκπίπτουν και μετατρέπονται σε αντικείμενα ελέγχου και χειραγώγησης, εντελώς απόντα από την διαμόρφωση γενικά των πολιτικών δρώμενων.
Δ) Μεταδημοκρατία
Ως «μεταδημοκρατία» μπορούμε να ορίσουμε μία κατάσταση εικονικής δημοκρατίας κατά την οποία ολόκληρη η πολιτική ζωή μετατρέπεται σε ένα στενά ελεγχόμενο θέαμα, σε μία επικοινωνιακή και διαφημιστική πολιτική κομμάτων. Στην εικονική αυτή δημοκρατία αναφύονται τηλε-δικαστήρια και τηλε-εισαγγελείς, ενώ παρατηρείται και άνοδος ακροδεξιών και ακροαριστερών τάσεων, οι οποίες προωθούν την βία, την σύγχυση και τον φόβο.
Επικρατεί τοιουτοτρόπως μία γενικευμένη και θολή “συναίνεση” μέσα στην οποία αναχωνεύονται οι διαφορετικές απόψεις και μετατρέπονται όλες σε ένα γκρίζο ομοιόμορφο μείγμα, όπου η αλήθεια και η ελευθερία λόγου χάνονται πλήρως. Οι ιδεολογίες είναι εντελώς απούσες.
Ο δημόσιος πολιτικός διάλογος εκφυλίζεται τόσο πολύ ως προς την ποιότητά του, ώστε πλέον δεν υφίστανται ανταλλαγές αντίθετων απόψεων -προκειμένου να διακριβωθεί η ορθότητά τους σε ένα πλαίσιο ειρηνικού διαλόγου- αλλά έχει καταντήσει ο διάλογος μία πεζοδρομιακή ανταλλαγή ύβρεων, υπονοούμενων, όπου ο εκάστοτε πολιτικός προσπαθεί να εκθέσει και να εξυβρίσει ηθικά και ατομικά τον άλλον.
Τα λεγόμενα “κομματικά συνέδρια” καταντούν να είναι συνεστιάσεις κομματικών χειροκροτητών με αντικείμενο όχι την διαμόρφωση ουσιαστικής πολιτικής δημοκρατικής ιδεολογίας ή αληθούς εθνικής στρατηγικής, αλλά με αντικείμενο μόνο την επικύρωσης της ανάδειξης, μέσῳ τυπικών εσωκομματικών εκλογών, του εκάστοτε “προέδρου – αρχηγού” ως κομματικού μονοκράτορα.
Επιπλέον, πολλοί δημοκρατικοί θεσμοί λειτουργούν φαινομενικά, ενώ οι εκλογές διενεργούνται τυπικά σαν να πρόκειται για μία καταναγκαστική διεκπεραίωση μίας υποχρέωσης, ανά τέσσερα χρόνια, ώστε απλώς και μόνο να εναλλάσσονται οι εκάστοτε κυβερνήσεις στην νομή της εξουσίας και να μένει ο πολίτης με την τραγική ψευδαίσθηση της πολιτικής συμμετοχής.
Το άμεσο αποτέλεσμα είναι, ότι οι πολίτες ακριβώς επειδή δεν έχουν ουσιαστικές ευκαιρίες πολιτικής συμμετοχής, απογοητεύονται και απαξιώνουν την πολιτική και αδιαφορούν για εκείνη είτε ιδιωτεύοντας είτε ενισχύοντας τις πελατειακές σχέσεις με σκοπό το προσωπικό κέρδος, εδραιώνοντας ακόμη περισσότερο την πολιτική, κοινωνική και εθνική παθογένεια. Έτσι, το ήδη υπάρχον κενό μεταξύ λαϊκής βάσης (κοινωνίας) και κεντρικής εξουσίας (κράτους) αυξάνεται ακόμη περισσότερο, σε βαθμό όπου η πολιτική να θεωρείται κλειστή λέσχη για λίγους επιλεγμένους ολιγάρχες.
Ε) Επίλογος
Η λύση στο πρόβλημα αυτό δεν είναι καθόλου απλή. Η Δημοκρατία απαιτεί από όλους μας να είμαστε δίπλα της και να την γνωρίσουμε. Απαιτεί από όλους μας να μάθουμε την φύση και την λειτουργία της, να εγκαταλείψουμε την απάθεια και την αδιαφορία και να αξιοποιούμε τον χρόνο μας κατά τον δυνατό μελετώντας την να γίνουμε όλοι χρηστοί πολίτες της Δημοκρατίας, από μικρή ηλικία, σε όποια θέση κι αν βρισκόμαστε, ώστε να έχουμε γνώσεις και ηθική, να αξιολογούμε ορθά τις εκάστοτε πληροφορίες και τα γεγονότα, ώστε να μην μπορεί κανείς να μας εξαπατήσει. Έτσι μόνο θα είμαστε ικανοί για ουσιαστική και αληθή ενεργό Δημοκρατική πολιτική συμμετοχή.
Η Δημοκρατία απαιτεί κόπους, ηθική, θυσιαστικό φρόνημα και επιστημονική γνώση, τόσο από όσους βρίσκονται σε δημόσια πολιτικά αξιώματα όσο και από όλους τους Έλληνες πολίτες. Απαιτεί λογική, κριτική ικανότητα, τιμιότητα, ηθική και ευρύτητα πνεύματος και αντίληψης από όλους. Απαιτεί συμμετοχή και διαβούλευση. Όσο ευθύνεται ο πολιτικός, το ίδιο ευθύνεται και ο πολίτης. Απαιτεί επαγρύπνηση η Δημοκρατία και όχι αδράνεια και απάθεια. Είναι μία αμφίδρομη άκρως δυναμική σχέση, η οποία δεν αφήνει περιθώρια για καταχρήσεις, εγωισμούς, αδιαφορία και πειραματισμούς.
Προκειμένου να ανθίσει η Δημοκρατία, απαιτεί ανθρώπους με ιδιαίτερη διάθεση, με αρχοντιά, με λεβεντιά και με αληθινό ενδιαφέρον και αγάπη για τον συνάνθρωπο, την πατρίδα και την ίδια την Δημοκρατία ως προμετωπίδα της Ελευθερίας. Η Ελευθερία αυτή παρεμποδίζει την ασυδοσία η οποία οδηγεί στην αναρχία και στην καταστροφή. Η πραγματική Ελευθερία πραγματώνεται με την οικειοθελή θυσία του εγωισμού, με αποτέλεσμα την συνολική κοινωνική και εθνική ευημερία. Με παρόμοια πνευματική θεώρηση απογειώνεται η Δημοκρατία και οι πολίτες της.
Ο βαθύς Ρωμηός στρατηγός Ιωάννης Μακρυγιάννης μας δίνει ένα γνήσιο παράδειγμα δημοκρατικής παιδείας όταν λέει:
«ένα πράμα μόνον με παρακίνησε κ’ εμένα να γράψω, ότι τούτην την πατρίδα την έχομεν όλοι μαζί, και σοφοί και αμαθείς και πλούσιοι και φτωχοί και πολιτικοί και στρατιωτικοί και οι πλέον μικρότεροι άνθρωποι• όσοι αγωνιστήκαμεν, αναλόγως ο καθείς, έχομεν να ζήσωμεν εδώ. Το λοιπόν δουλέψαμεν όλοι μαζί, να την φυλάμεν κι’ όλοι μαζί και να μην λέγη ούτε ο δυνατός «εγώ» , ούτε ο αδύνατος. Ξέρετε πότε να λέγη ο καθείς «εγώ»; Όταν αγωνιστή μόνος του και φκειάση, ή χαλάση, να λέγη εγώ• όταν όμως αγωνίζονται πολλοί και φκειάνουν, τότε να λένε «εμείς».
Είμαστε εις το «εμείς» κι’ όχι εις το «εγώ».
Και εις το εξής να μάθωμεν γνώση, αν θέλωμεν να φκειάσωμεν χωριόν, να ζήσωμεν όλοι μαζί. Έγραψα γυμνή την αλήθεια, να ειδούνε όλοι οι Έλληνες ν’ αγωνίζωνται διά την πατρίδα τους, διά την θρησκεία τους, να ιδούνε και τα παιδιά μου και να λένε• «Έχομεν αγώνες πατρικούς, έχομεν θυσίες», αν είναι αγώνες και θυσίες. Και να μπαίνουν σε φιλοτιμίαν και να εργάζωνται εις το καλό της πατρίδας τους, της θρησκείας τους και της κοινωνίας. Ότι θα είναι καλά δικά τους. Όχι όμως να φαντάζωνται για τα κατορθώματα τα πατρικά, όχι να πορνεύουν την αρετή και να καταπατούν τον νόμον και να ’χουν την επιρροή για ικανότητα».
Ακολουθήστε το tameteora.gr στο Google News!